Ο Μάρτιος μπήκε με νεκρούς. Μπήκε με εικόνες καταστροφής, με στραπατσαρισμένες λαμαρίνες, με τραυματίες, με γονείς που στα καλά καθούμενα έχασαν το παιδί τους. Το μεγαλύτερο μέρος των επιβατών της μιας αμαξοστοιχίας ήταν φοιτητές που επέστρεφαν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Πόσο κρίμα που το δυστύχημα έγινε μια μέρα που τα λεωφορεία και τα τρένα είναι γεμάτα νιότη και άγουρη ενηλικίωση.
Πάντα οι ατυχείς συμπτώσεις ντύνουν τις τραγωδίες με πιο μελανά χρώματα. Τι να πεις και τι να αναλύσεις, είναι μάταιο. Το κακό έγινε και κάποιοι βρέθηκαν στο κέντρο του, οι πρωταγωνιστές της τραγωδίας. Κι εμείς οι υπόλοιποι, θεατές και αποδέκτες πληροφοριών που αποκαλύπτονται μία-μία, εκπλήσσουν δυσάρεστα και σοκάρουν.
Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη, με τις τραγικές του απώλειες, έφερε στο προσκήνιο αλήθειες που οι περισσότεροι αγνοούσαμε. Τις έφερε μέσα από τις μαρτυρίες των επιζώντων και τις δηλώσεις των εργαζομένων.
«Σε μια στιγμή ακούγαμε καθυστέρηση είκοσι λεπτά, μισή ώρα, μετά μας λέει ο οδηγός καθυστέρηση μία ώρα και εκεί είναι που λέει υπάρχει σύγχυση στις γραμμές», ανέφερε ένας επιβάτης που βγήκε ζωντανός γιατί είχε την τύχη να μη βρίσκεται στα μπροστινά βαγόνια. «Πάμε κι όπου βγει», άκουσε ένας άλλος επιβάτης να λέει ο μηχανοδηγός. Λόγια που ως επιβάτης δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς μπορεί να σημαίνουν, μέχρι να γίνει το «μπαμ» και να δεις τη ζωή να περνάει μπροστά στα μάτια σου, παρέα με τον θάνατο.
«Δεν λειτουργεί τίποτα, γίνονται όλα χειροκίνητα, είμαστε στο manual και σε όλον τον άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Ούτε τα φωτοσήματα λειτουργούν, αν λειτουργούσαν οι μηχανοδηγοί θα έβλεπαν τα κόκκινα σήματα και θα σταματούσαν εγκαίρως», δηλώνει ο Κώστας Γενιδούνιας, πρόεδρος των μηχανοδηγών του ΟΣΕ, στα κανάλια.
Τον ακούς να λέει ότι στις διαδρομές «οι πληροφορίες δίνονται από σταθμάρχη σε σταθμάρχη μέσω ασυρμάτου. Μας λέει ο σταθμάρχης στην Αθήνα θα πάτε μέχρι το Μενίδι, μετά μέχρι την Οινόη, συνολικά αυτό γίνεται δεκαπέντε φορές από Αθήνα για Θεσσαλονίκη».
Σαστίζεις με όσα ακούς. Σκέφτεσαι τι θα γίνει αν κάτι πάει λάθος στην επικοινωνία μεταξύ σταθμαρχών, είσαι σχεδόν σίγουρος ότι θα υπάρχει και μια εναλλακτική, ο έλεγχος, λες, θα γίνεται κι από κάποιο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης. Εκεί παίρνεις την τρομακτική απάντηση από τον γνώστη της κατάστασης, ότι «υπήρχαν ηλεκτρονικά συστήματα, αλλά δεν λειτουργούν. Ρωτήστε τους υπεύθυνους».
Πώς μπορώ να ρωτήσω τους υπεύθυνους την ώρα που κλείνω ένα εισιτήριο για να ταξιδέψω με τρένο; Τι να ρωτήσω; Πόσες ελλείψεις έχει το μέσο μεταφοράς που επιλέγω και πόσες πιθανότητες έχω να επιβιώσω από κάποιο μοιραίο λάθος που ίσως γίνει; Δεν μετριούνται αυτά τα πράγματα στον γκισέ, δεν είναι λογικό να μπω στη λογική να τα σκέφτομαι. Να, όμως, που μπαίνω.
Ηθελα πάντα να ταξιδεύω στα πρώτα βαγόνια. Πόσο ειρωνικό μού φαίνεται τώρα, που δύο τρένα συγκρούστηκαν μετωπικά και την πλήρωσαν οι επιβάτες των πρώτων βαγονιών. Σε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα δρομολόγια της χώρας, έτσι; Είναι αδιανόητο. Αλλά το πραγματικά αδιανόητο είναι η μεγάλη εικόνα στο βάθος που αποκάλυψε μια ολιγωρία χρόνων. Ξεγυμνώθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ξέρασε όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές της μπροστά μας.
Y.Γ. «Η τραγωδία είναι σαν το δυνατό οξύ, διαλύει και απομακρύνει τα πάντα εκτός από το πραγματικό χρυσάφι της αλήθειας» (Ντ. Χ. Λόρενς, βρετανός συγγραφέας).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News