Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης έφυγε από την Κύπρο στα 20 του και ήρθε στην Ελλάδα προκειμένου, όπως έχει πει ο ίδιος, να ξεφύγει από την τεράστια αναγνωρισιμότητα που είχε ως «παιδί-θαύμα» της εκεί μουσικής βιομηχανίας.
Και ήρθε στην Ελλάδα και από παιδί-θαύμα έγινε ενήλικας-θαύμα, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά αυτήν την αναγνωρισιμότητα από την οποία υποτίθεται ότι ήθελε να ξεφύγει.
Και μετά της ξέφυγε πάλι και επέστρεψε στην Κύπρο.
Ολη του η μέχρι τώρα ζωή είναι αυτό: ένας αγώνας δρόμου να ξεφύγει από τη διασημότητα, την οποία όμως, ο ίδιος προκαλεί στον εαυτό του. Και όχι απαραίτητα με τη μουσική του μόνο…
Στα ντουζένια του, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης άρεσε πάρα πολύ στα παιδιά μου, τα οποία ήταν τότε στο Δημοτικό, εξ αυτού του λόγου τον έχω δει και σε συναυλία, στο Βεάκειο, το ’12 νομίζω.
Στην οποία συναυλία μου είχε δώσει την εντύπωση ότι βαριόταν τραγικά και δεν το έκρυβε και ιδιαίτερα.
Γενικά ο Μιχάλης Χατζηγιάννης πάντα έδινε την εντύπωση ότι βαριόταν τραγικά και δεν το έκρυβε και ιδιαίτερα. Βαριόταν να τραγουδήσει, να είναι σταρ, να ερωτευτεί, να φωτογραφηθεί, να δίνει συνεντεύξεις…
Μας βαριόταν που ασχολούμασταν μανιακά μαζί του όλα τα χρόνια που ζούσε και έκανε καριέρα στην Ελλάδα και αυτό φυσικά αντί να λειτουργήσει αποτρεπτικά, λειτούργησε ενισχυτικά, παράγοντας ένα κάπως παράξενο αποτέλεσμα: υπήρχε μια εποχή που όλοι ήθελαν να πουν, να γράψουν ή να μάθουν κάτι για το Μιχάλη Χατζηγιάννη, αλλά αυτός δεν έκανε απολύτως τίποτε, πέραν του να γράφει τραγούδια και να τα τραγουδάει.
Το είπε και ο ίδιος εξάλλου πρόσφατα σε συνέντευξή του, «έχασα την μπάλα και τη ροή του χρόνου. Ήταν τόσο γρήγορη η δεκαετία 1998 – 2010 σαν να πέρασε νερό και να ζούσα απ’ έξω. Ντρεπόμουν να δω τον εαυτό μου στην τηλεόραση».
Το οποίο απαντάει και στο γιατί έδινε την εντύπωση ότι βαριόταν: επειδή στην πραγματικότητα είναι ένας πολύ ιδιωτικός – σε σημείο απομονωτισμού- άνθρωπος κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό, είναι πολύ προβληματικό όμως, όταν είσαι μέγκα-σταρ.
Ακόμη και η πολυσυζητημένη μακροχρόνια σχέση του με τη Ζέτα Μακρυπούλια, ήταν ο εφιάλτης του gossip. Ούτε τσακώνονταν, ούτε φιλιόντουσαν στις πίστες, ούτε παντρεύτηκαν, ούτε παιδιά έκαναν, ούτε τίποτε δεν έκαναν που να μπορεί να παράξει στην πραγματικότητα έστω και μισό αυθεντικό πρωτοσέλιδο. Ακόμη κι όταν χώρισαν, το έκαναν τόσο αθόρυβα που αναρωτιόσουν αν τελικά όντως υπήρξαν ποτέ μαζί.
Κάτι που έτσι κι αλλιώς αναρωτιόντουσαν διάφοροι και κατά τη διάρκεια της σχέσης.
Η περίπτωση του Μιχάλη Χατζηγιάννη θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές μάρκετινγκ: είχε δυο πολύ γνωστές σχέσεις, με την Μακρυπούλια και τη Δέσποινα Ολυμπίου προηγουμένως, ήταν ο λατρεμένος του κοριτσόκοσμου για πάνω από 10 χρόνια, αλλά το γεγονός ότι δεν επιθύμησε ποτέ να κεφαλαιοποιήσει την προσωπική του ζωή και το «γκελ» του στις γυναίκες, έκανε τους πάντες να ασχολούνται με αυτά, να σπεκουλάρουν, να δημιουργούν φήμες και φούμαρα, να λυσσάνε που δεν τους έδινε ο,τιδήποτε, να τον κρατάνε συνεπώς συνέχεια ψηλά στη δημοσιότητα.
Το μόνο που έκαναν ο Μιχάλης Χατζηγιάννης και η Ζέτα Μακρυπούλια είναι να αγοράζουν σπίτια και οικόπεδα. Στην Πάρο, στη Σαντορίνη, στην Αράχωβα, στην Κύπρο, κ.λπ. Και οι μόνες φορές που ο ίδιος δημιούργησε αληθινά πρωτοσέλιδα, πέραν της δουλειάς του, ήταν για θέματα που σχετίζονται με τα χρήματα:
Μια για τη Ferrari για την οποία συνελήφθη αδίκως, μια για το πολύ ρομαντικά βαφτισμένο «ΖΕ(τα)ΜΙ(χάλης)», ένα 18μετρο σκάφος που δήλωνε ως επαγγελματικό για να μην πληρώνει φόρους, και μια για κάτι εμβάσματα 5 εκατομμυρίων, για τα οποία τελικά απαλλάχθηκε μετά από μια πενταετία.
Εκείνη η πενταετία ήταν καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίον ο ίδιος αποφάσισε τελικά να διαχειριστεί τον εαυτό του και ενδεικτική του χαρακτήρα του.
«Αυτό που πέρασα με τα φορολογικά μού προκάλεσε μια καθήλωση πρωτόγνωρη. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να σεβαστώ την Δικαιοσύνη και να περιμένω. Αυτό όμως που δεν μπορούσα να φανταστώ ήταν το πόσο επώδυνη και βασανιστική είναι αυτή η περίοδος που ζεις με το στίγμα. Πόσο γερό στομάχι και υπομονή πρέπει να έχεις για να το αντέξεις», είχε πει το 2017, όταν και απαλλάχθηκε οριστικά και συμπλήρωσε: «Υπήρχαν διαστήματα που ένιωθα και περίεργα βλέμματα, και εχθρικές συμπεριφορές, κάτι που δεν αντιμετωπιζόταν εύκολα, με αποτέλεσμα να γίνω ακόμη πιο εσωστρεφής και να κλειστώ ακόμη περισσότερο στο σπίτι. […] Το τίμημα που εγώ αισθάνομαι ότι πλήρωσα είναι ότι απομακρύνθηκα από την καλλιτεχνική μου ουσία, που είναι η μουσική. Εγώ διαβάζω, γράφω μουσική. Ολα αυτά τα απεμπόλησα, έφυγα προς μία πιο εύκολη επιλογή».
Πόσο πιο ξεκάθαρα να το πει; «Δεν θέλω να είμαι σταρ, θέλω να κάνω μουσική».
Οταν δεν θέλεις να είσαι σταρ, όμως, δεν έρχεσαι στην Ελλάδα, δεν γράφεις χιτάκια, δεν τραγουδάς μπροστά σε αλαλάζοντες εφήβους στα στάδια και δεν τα φτιάχνεις με τη Ζέτα Μακρυπούλια.
Θα έλεγα και δεν οδηγείς Ferrari, αλλά η Ferrari και η ιδιωτικότητα δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα πράγματα. Εκτός αν επαγγέλλεσαι μουσικός, περίπτωση κατά την οποία για να φτάσεις να οδηγείς Ferrari πρέπει να είσαι σταρ· νομοτέλεια.
Οσοι έχουν συνεργαστεί με το Μιχάλη Χατζηγιάννη λένε ότι είναι πολύ επαγγελματίας και εξαιρετικά προσεκτικός στη διαχείριση τόσο των συμφωνιών του όσο και των χρημάτων του. Γι αυτό και οι πολλαπλές επενδύσεις σε ακίνητα. Ας πούμε ότι η Ferrari και το ΖΕΜΙ ήταν μια «παραφωνία» στα πολύ συνετά κουμάντα που κάνει διαχρονικά. Ή, μέρος του «έχασα την μπάλα», που είχε πει ο ίδιος, ο οποίος έδειχνε πάντα να έχει μια ανασφάλεια περί τα οικονομικά.
Ίσως επειδή έχασε πολλά χρήματα το Μάρτιο του 2013 με το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο, κάτι που τον ανάγκασε στην πορεία να εκποιήσει ή να επιστρέψει στις τράπεζες μερικά από τα ακίνητά του, όπως το σπίτι του στη Σαντορίνη και ένα σπίτι σε ιδιόκτητο οικόπεδο στην Εύβοια που «έμεινε στα μπετά» προτού πουληθεί.
Την ίδια εποχή δήλωνε «έχω απαλλαγεί από τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, δεν τον θέλω, δεν είμαι πια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης».
Μαζί με τον «Μιχάλη Χατζηγιάννη» ο Μιχάλης Χατζηγιάννης απώλεσε και την επιτυχία. Τα τραγούδια του σταμάτησαν να γίνονται επιτυχίες, τα στάδια δεν γέμιζαν, τα περιοδικά σταμάτησαν να ασχολούνται (με την εξαίρεση του χωρισμού του, το 2021) και πλέον δεν ήταν σταρ.
Ή, για την ακρίβεια ήταν ένας μοναχικός «πρώην σταρ», ο οποίος δήλωνε «η αλήθεια είναι πως δεν έχω φίλους. Δεν έκανα καλή διαχείριση στους φίλους μου όλα αυτά τα χρόνια. Ενώ είχα γύρω μου ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν. Και τώρα, εκτός από τον άνθρωπο που είναι δίπλα μου, δεν έχω φίλους με τους οποίους θα μπορούσα να μοιραστώ πράγματα. Ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν καλούς φίλους. Είμαι αρκετά μοναχικός. Αν δεν είχα τη δουλειά μου, θα ήμουν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος».
Πολλούς από τους ανθρώπους αυτούς που «τον αγαπούσαν», τους έχασε πάνω στη δίνη της επιτυχίας και της ανόδου, τους έκανε πέρα, δεν είχε χρόνο, ή δεν χωρούσαν στη ζωή του. «Ολοι μας έχουμε κάνει κακά πράγματα στη ζωή μας και έχουμε συμπεριφερθεί με τρόπο που δεν μας κάνει περήφανους. Ασφαλώς και θα ήθελα να ζητούσα συγγνώμη από κάποιους ανθρώπους. Κι όσο κι αν η μνήμη μου θέλει να είναι επιλεκτική, δυστυχώς δεν μπορώ να μην τα θυμάμαι. Γιατί η ψυχή βλέπει και το καλό και το κακό και δεν διαγράφει τίποτα», είχε πει ο ίδιος.
Η επιστροφή του στην Κύπρο ήταν εντελώς αναμενόμενη, μετά απ’ όλα αυτά, αλλά και επειδή δεν σταμάτησε ποτέ να τη σκέφτεται και ίσως να μετανοιώνει που έφυγε και ήρθε στην Ελλάδα να αναζητήσει το μεγάλο όνειρο που τελικά δεν του βγήκε όπως ήθελε, τον εξάντλησε, δεν το άντεξε η εσωστρεφής ιδιοσυγκρασία του.
Συνεχίζει να γράφει μουσική, κάνει και κάποιες εμφανίσεις σε κέντρα της Κύπρου και κάποιες σποραδικές συναυλίες, αυτό που κυρίως κάνει, όμως, είναι να απολαμβάνει το γεγονός ότι για την ιδιαίτερη πατρίδα του αποτελεί ένα κεφάλαιο σαφώς μεγαλύτερο και -όπως αποδεικνύεται- λιγότερο «σοουμπιζνικό» από ό,τι υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, η οποία τον ξέχασε σχετικά σύντομα.
Ισως ασχολούμενος με τα κοινά να βρει το νόημα και την «παρέα» που δεν βρήκε ποτέ αντιμέτωπος με το κοινό στα μεγάλα στάδια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News