Η εταιρεία του απασχολεί 2.000 υπαλλήλους και δραστηριοποιείται σε 60 χώρες. Ωστόσο, ο βρετανός σχεδιαστής μόδας Πολ Σμιθ είναι εκπληκτικά πρόθυμος να αποκαλύψει την ευάλωτη πλευρά του. «Κανείς δεν νοιάζεται για το πόσο καλός ήσουν. Είναι όλα για το σήμερα και για το αύριο» λέει στην Telegraph, μιλώντας στον Αλαστερ Σουκ με αφορμή τη νέα συνεργασία του με το Μουσείο Πικάσο στο Παρίσι, που θα παρουσιαστεί τον τρέχοντα μήνα. «Είμαι λίγο νευρικός για αυτό», προσθέτει, και «ελαφρώς φοβισμένος».
Οπως παραδέχεται ο ίδιος, «δεν είμαι ειδικός στον Πικάσο». Ωστόσο, το μουσείο τού έδωσε λευκή επιταγή για να συνεπιμεληθεί και να σχεδιάσει μια τεράστια έκθεση για την 50ή επέτειο από τον θάνατο του καλλιτέχνη. Ο λαμπερός 76χρονος designer ελπίζει ότι η έκθεση θα είναι «αυθόρμητη» και «διασκεδαστική». Αλλά θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει ανατριχίλα, λέει, αφού «φαντάζομαι ότι κάποιοι ακαδημαϊκοί θα τη θεωρήσουν ασεβή».
Η πρόσκληση από το Παρίσι έφτασε πριν από την πανδημία, όταν ο διευθυντής του Μουσείου Πικάσο, Λοράν Λε Μπον (ο οποίος τώρα ηγείται του Κέντρου Πομπιντού), επισκέφθηκε τον Πολ Σμιθ στο Λονδίνο και του είπε: «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».
«Ηταν τρομερό» λέει ο Σμιθ, ο οποίος συλλέγει έργα τέχνης με τη σύζυγό του Πολίν, που έχει σπουδάσει στη Slade, τη σχολή Καλών Τεχνών του UCL. Μέσα στο ατελιέ του, μια σπηλιά του Αλαντίν γεμάτη με διάφορα εκπληκτικά αντικείμενα (από σπάνια βιβλία μέχρι έναν «Mr Potato Head»), υπάρχουν πολλά κορνιζαρισμένα έργα τέχνης, μεταξύ άλλων ένα αντίγραφο έργου του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, μια ακουαρέλα του Λε Κορμπιζιέ –για την οποία ο Σμιθ λέει ότι «ξεθωριάζει με την ώρα»– και ένα σκίτσο του από τον Πίτερ Μπλέικ, ο οποίος «καθόταν πίσω μου στο Χάιντ Παρκ, σε μια συναυλία του Ερικ Κλάπτον». Υπάρχει κάτι του Πικάσο; «Εχω μια αφίσα!» λέει γελώντας ο Σμιθ, ορμώντας να βρει μια λιθογραφία του 1966 που διαφήμιζε μια παριζιάνικη έκθεση.
Το πρώτο πράγμα που θα συναντήσουν οι επισκέπτες της έκθεσης του Σμιθ στο Μουσείο Πικάσο είναι το γλυπτό του καλλιτέχνη «Κεφάλι Ταύρου» (1942), έξυπνα φτιαγμένο από μια παλιά σέλα και τιμόνι ποδηλάτου, που βρέθηκαν σε μια χωματερή. Αυτή η επιλογή ήταν «λίγο προφανής, πραγματικά», παραδέχεται ο Σμιθ, αφού η αγάπη για το ποδήλατο είναι γνωστή.
Μετά από αυτή την εισαγωγή, θα υπάρχει μια άλλη αίθουσα με έναν «προφανή» σύνδεσμο με τον Σμιθ, που θα δείχνει σελίδες από ένα τεύχος της Vogue του Μαΐου 1951, τις οποίες ο Πικάσο είχε διακοσμήσει με αυθάδη παλιά κόμικς, που θα εμφανιστούν σε ειδική ταπετσαρία από vintage αντίγραφα του περιοδικού. Αντίθετα, μια άλλη αίθουσα, αφιερωμένη στη σειρά παραλλαγών του καλλιτέχνη εμπνευσμένη από το «Γεύμα στη χλόη» (1863) του Εντουάρ Μανέ, θα είναι, λέει ο Πολ Σμιθ στον Αλαστερ Σουκ της Telegraph, «εντελώς πράσινη», με ψεύτικο γρασίδι στο πάτωμα. «Μου ζητήθηκε να κάνω μια έκθεση έργων του Πικάσο με διαφορετικό τρόπο», λέει ο Σμιθ, «και αυτό έκανα».
Ποια φάση της καριέρας του καλλιτέχνη θαυμάζει περισσότερο ο βρετανός σχεδιαστής; Δεδομένου ότι οι πολύχρωμες ρίγες είναι η υπογραφή του, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αναφέρει «τη μεταγενέστερη περίοδο, όταν άρχισε να χρησιμοποιεί πολλά χρώματα σε έναν καμβά και πολλές ρίγες». Ο πίνακας του Πικάσο «Διαβάζοντας» (1932), ο οποίος απεικονίζει την ερωμένη του Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ με ένα βιβλίο στην αγκαλιά, θα κοσμήσει αυτό που ο Σμιθ αποκαλεί «μια αίθουσα που σου παίρνει τα μυαλά», διακοσμημένη με ρίγες «χαρακτηριστικές του ζωγράφου».
Περισσότερες ρίγες θα υπάρχουν σε ένα άλλο τμήμα, εμπνευσμένο από τη μεταπολεμική δημόσια περσόνα του Πικάσο, όταν εμφανιζόταν συχνά με μια μαρινιέρα των ψαράδων της Βρετάνης: εδώ, λέει ο Σμιθ, 80 τέτοιες μπλούζες «θα κρεμαστούν από το ταβάνι και θα κινούνται με τον αέρα των κλιματιστικών».
Τον ανησυχεί η πιθανότητα τα σχέδιά του να κυριαρχήσουν στην τέχνη; «Αυτό θα μπορούσε να συμβεί», απαντά, αλλά «συνέχισα να αναρωτιέμαι, “Θα πίστευε ο Πικάσο ότι είναι cool ή διασκεδαστικό; Θα σκεφτόταν ότι είναι λίγο άτακτο;”». Και υποθέτει ότι η απάντηση είναι: «Ναι, σε κάθε αίθουσα».
Δεδομένου ότι η ανακοίνωση αναφέρει ότι η έκθεση θα απευθύνεται σε ένα νεότερο κοινό, τι λέει ο Σμιθ για τις σύγχρονες εκκλήσεις «ακύρωσης» του έργο του Πικάσο επειδή συμπεριφερόταν άσχημα στις γυναίκες; Ο βρετανός σχεδιαστής μόδας απαντάει προσεκτικά: «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Απλώς έκανα τη δουλειά μου». Τούτου λεχθέντος, λυπάται για τον διαβρωτικό αντίκτυπο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που, όπως πιστεύει, κάνει τους ανθρώπους «τόσο εκδικητικούς». «Φαίνεται να είναι ένας κόσμος γεμάτος γκρίνια τώρα, έτσι δεν είναι;», παρατηρεί.
Στην πραγματικότητα, πιστεύει ότι ο Πικάσο δεν ήταν τόσο «λυδία λίθος» όσο, ας πούμε, ο Ανρί Ματίς, του οποίου «η γενναία χρήση του χρώματος σε συμπαγή μορφή», όπως το θέτει, έχει εμπνεύσει συχνά τον σχεδιαστή για αυτό που αποκαλεί «καθημερινή δουλειά του». Ωστόσο, η δουλειά για την έκθεση του Παρισιού τον προειδοποίησε για το πόσο «ενδιαφερόταν για νέα πράγματα» ο Πικάσο: «Ηταν πάντα σε κίνηση», παρατηρεί.
Πράγματι, η «παιχνιδιάρικη διάθεση» του Πικάσο αντιπροσωπεύει για τον Σμιθ μια αξιέπαινη δημιουργικότητα, την οποία θεωρεί «παιδιάστικη, σε αντίθεση με την παιδαριώδη». Ποια είναι η διαφορά; «Τεράστια», απαντά. «Η παιδαριώδης είναι απλώς ανόητη. Αλλά παιδιάστικη σημαίνει ότι το μυαλό σου δεν έχει σημεία αναφοράς και εκπαίδευση και πράγματα που σε εμποδίζουν να κάνεις κάτι αυθόρμητα».
Δηλώνει γοητευμένος από το χάλκινο γλυπτό του Πικάσο με μια κατσίκα, η μακέτα της οποίας δημιουργήθηκε το 1950 στο Βαλορί της νότιας Γαλλίας, ανακυκλώνοντας απομεινάρια που είχαν πετάξει οι αγγειοπλάστες του χωριού: «Ενα καλάθι για το στήθος, ένα φύλλο φοίνικα για η σπονδυλική στήλη, μπουκάλια για τις θηλές», εξηγεί ο Σμιθ. «Φοβερό! Μου αρέσει η ιδέα ότι μπορείς να κοιτάξεις κάτι και να δεις κάτι άλλο».
Αυτή η «πλάγια σκέψη», προσθέτει, του θυμίζει τον πατέρα του, ο οποίος πέθανε πριν από 15 χρόνια. Σύμφωνα με τον Σμιθ, ήταν «ένας από εκείνους τους τύπους που έπαιρναν ένα σφυρί και το μετέτρεπαν σε σκύλο ή κάτι τέτοιο, απλώς για να διασκεδάσει τον μικρό γιο του». Σε αυτό το σημείο δείχνει στον δημοσιογράφο της Telegraph τη φόδρα του κοστουμιού του, στην οποία αναπαράγονται πολλές από τις φωτογραφίες του πατέρα του: «Ο μπαμπάς μου ήταν επίσης ερασιτέχνης φωτογράφος», εξηγεί.
«Το σπουδαίο με το να είσαι παιδιάστικος ή πλάγιος», συνεχίζει ο Σμιθ, «είναι ότι δοκιμάζεις πράγματα με τρόπο που ελπίζεις να είναι διαφορετικός και δεν ακολουθείς πάντα [τους άλλους]». Αυτό ήταν, λέει, το «όλο το νόημα» αυτού που του ζητήθηκε όταν του πρότειναν να σχεδιάσει την έκθεση στο Παρίσι, «σε αντίθεση με κάποιον… με πολύ πιο στενή σκέψη στο επίκεντρο».
Δείχνει όλα τα πράγματα που είναι στοιβαγμένα στο ατελιέ του, από παιχνίδια με θέμα τον «Πόλεμο των Αστρων» μέχρι ένα σετ μπαστούνια που του έδωσε ο Τζέιμι Ολιβερ· σε μια γωνία, ένα κουτί Tupperware είναι γεμάτο με φτηνές φωτογραφίες πρόσφατων επισκεπτών, συμπεριλαμβανομένων των ηθοποιών Μόργκαν Φρίμαν και Μπιλ Νάιγκι.
Αυτό το «εκλεκτικό μείγμα κιτς και όμορφου, λείου και τραχιού, κακού και καλού, μεγάλου και μικρού», όπως το θέτει, «αγάπησε πραγματικά» ο Λε Μπον, όταν τον επισκέφτηκε. «Ο κόσμος μου είναι πολύ ανοιχτός», λέει ο Πολ Σμιθ. «Με ενδιαφέρουν πράγματα. Ξέρεις, λατρεύω την ποπ, λατρεύω την παράδοση. Λατρεύω τη χειροτεχνία, λατρεύω τα πεταμένα. Και αυτό», τονίζει χαμογελώντας, «είναι πολύ παιδικό».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News