Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού συνεχίζεται, αλλά με όλο και πιο αργούς ρυθμούς. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός αύξησης, που έφτασε το μέγιστο (πάνω από 2% ετησίως) πριν από 60 χρόνια, μειώθηκε στο μισό (0,9 %) το 2022 και θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι την πιθανή σταθεροποίησή του στα τέλη του 21ου αιώνα, σύμφωνα με το «ενδιάμεσο» σενάριο των προβολών των Ηνωμένων Εθνών.
Η επιτάχυνση της αύξησής του τους τελευταίους δύο αιώνες οφείλεται στη διαδοχική είσοδο διαφορετικών περιοχών στη δημογραφική μετάβαση. Οι υψηλότεροι ρυθμοί καταγράφονται σε μια περίοδο που η γονιμότητα είναι ακόμα υψηλή σε όλες τις χώρες του Νότου (πέντε έως επτά παιδιά ανά γυναίκα κατά μέσο όρο), ενώ η θνησιμότητα έχει αρχίσει ήδη να περιορίζεται.
Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στο 44o τεύχος της σειράς «DemoNews» με θέμα «Ο πληθυσμός του πλανήτη και της Κίνας στον ορίζοντα του 2050», ένα ψηφιακό δελτίο του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Παν. Θεσσαλίας. Οι συγγραφείς –ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης και ο μεταδιδάκτορας Γεώργιος Κοντογιάννης– παρουσιάζουν και σχολιάζουν τα αποτελέσματα των πρόσφατων προβολών (2022) των Ηνωμένων Εθνών.
Η επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού οφείλεται στο γεγονός ότι η γονιμότητα άρχισε να μειώνεται πολύ γρήγορα σε πολλές χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και στη συνέχεια, με αργότερους όμως ρυθμούς, στην Αφρική.
Αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε την ταχεία αύξηση του πληθυσμού, λόγω της αδράνειας των δημογραφικών φαινομένων (όσο νεότερος είναι ένας πληθυσμός, ακόμη και αν τα ζευγάρια κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά, ο συνολικός αριθμός γεννήσεων παραμένει υψηλός).
Η πορεία της Αφρικής, και ειδικότερα της Υποσαχάριας, διαφοροποιείται σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες από τις αντίστοιχες πορείες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, καθώς η πτώση της γονιμότητας σε ένα μεγάλο τμήμα της Μαύρης Ηπείρου ήταν –και παραμένει– σχετικά αργή, ενώ ο πληθυσμός της εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα νεανικός: η διάμεσος ηλικία σήμερα είναι τα 17,6 έτη στην Υποσαχάρια και 18,6 έτη στο σύνολο της Αφρικής, έναντι 41,7 ετών στην Ευρώπη.
Ο πληθυσμός, μάλιστα, της Υποσαχάριας Αφρικής θα μπορούσε ακόμη και να διπλασιαστεί μέχρι το τέλος του αιώνα (από 1,1 δισ. σήμερα, σε 2,1 δισ. το 2050 και 3,4 δισ. το 2100), με αποτέλεσμα, ενώ σήμερα ζει στην Αφρική ένας στους έξι κατοίκους του πλανήτη, η αντίστοιχη αναλογία να ανέλθει το 2050 σε έναν στους τέσσερις, και πιθανότατα πάνω από έναν στους τρεις το 2100.
Σε αντίθεση με την Αφρική, ο πληθυσμός της Ευρώπης όχι μόνο δεν θα αυξηθεί, αλλά αντιθέτως, θα μειωθεί τις επόμενες δεκαετίες (απο 746 εκατ. το 2021, στα 704 εκατ. το 2050). Με αποτέλεσμα, ενώ το 1950 ο πληθυσμός της Γηραιάς Ηπείρου αποτελούσε το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού, να αποτελεί σήμερα μόνο το 9,5%, και μόλις το 7,3% το 2050 (αυτός, δε, της Ελλάδας, από 1,41% του ευρωπαϊκού πληθυσμού το 2021, το 1,3% το 2050).
Οσον αφορά την Κίνα, ο πληθυσμός της αυξήθηκε από τα 539 εκατ. το 1950 σε 1,426 δισ. το 2021, πολλαπλασιαζόμενος επί 2,6 φορές, όταν ο παγκόσμιος πληθυσμός την ίδια περίοδο πολλαπλασιάστηκε επί 3,2. Η Κίνα, που ήταν –και παραμένει– η πολυπληθέστερη χώρα της Γης (με 22 στους 100 κάτοικους του πλανήτη το 1950 και 18 στους 100 σήμερα), πολύ σύντομα θα παραχωρήσει τα πρωτεία στην Ινδία, καθώς ο πληθυσμός της θα μειώνεται συνεχώς.
Ταυτόχρονα, εξαιτίας της ταχείας μείωσης της θνησιμότητας μετά το 1965 και της γονιμότητας μετά το 1969-1970, η Κίνα έχει ήδη –και θα συνεχίσει να έχει– εξαιρετικά γρήγορη αύξηση του αριθμού των πολιτών ηλικίας 65 ετών και άνω. Αυτό αναμένεται να προκαλέσει σύντομα πλήθος προβλημάτων, καθώς ο χρόνος προετοιμασίας της ασιατικής χώρας για την αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης, σε αντιδιαστολή με αυτόν που είχαν –και έχουν–στη διάθεσή τους οι ευρωπαϊκές χώρες, είναι περιορισμένος.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης αναφέρει ότι «το μέγεθος του παγκόσμιου πληθυσμού είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστό, καθώς οι δημογραφικές προβλέψεις είναι σχετικά ασφαλείς για τα επόμενα 30 χρόνια. Οι προβολές αυτές είναι αρκετά ρεαλιστικές, καθώς οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που θα ζήσουν τότε έχουν ήδη γεννηθεί, γνωρίζουμε το πλήθος αυτών που ζουν σήμερα και μπορούμε να εκτιμήσουμε χωρίς ιδιαίτερο σφάλμα και το πλήθος αυτών που θα πεθάνουν, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων που θα προστεθούν μπορεί επίσης να εκτιμηθεί, καθώς οι γυναίκες που θα φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους τα επόμενα 25-30 χρόνια έχουν ήδη γεννηθεί.
»Ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι άνισα κατανεμημένος σήμερα, και θα παραμείνει, με μόνη διαφορά την ταχύτητα μετατόπισης του κέντρου βάρους στην Αφρική. Η ανθρωπότητα δεν θα αποφύγει ούτε την αύξηση κατά 2 δισ. τα επόμενα 30 χρόνια, λόγω της δημογραφικής αδράνειας, που κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει.
»Το πραγματικό, όμως, ερώτημα, από το οποίο εξαρτάται μακροπρόθεσμα η επιβίωση του ανθρώπινου γένους, δεν είναι τόσο το πλήθος, όσο ο τρόπος ζωής. Ακόμη και σήμερα, που είμαστε 8 δισ., αν όλοι υιοθετούσαν το μοντέλο (βλ. κατανάλωση) των πλέον ανεπτυγμένων χωρών, οι διαθέσιμοι πόροι θα εξαντλούνταν σε λίγες δεκαετίες και η ζωή στη Γη θα γινόταν μη βιώσιμη (ενδεικτικά και μόνο θα σας αναφέρω ότι τα 6,7 από τα 8 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού “επιβαρύνουν” το 2022 τον πλανήτη λιγότερο από τα 1,3 δισ. κάτοικων των πλούσιων χωρών).
»Οφείλουμε, έτσι, από τώρα να σκεφτούμε με ποιους τρόπους μπορούμε, αφενός να βελτιώσουμε το επίπεδο διαβίωσης του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού της Γης περιορίζοντας ταυτόχρονα τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, αφετέρου να διατηρήσουμε την ευημερία του μικρότερου τμήματός του, μειώνοντας το οικολογικό του αποτύπωμα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News