«Η Ρωσία πρόκειται να διαλυθεί» προέβλεψε πρόσφατα ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τσεχίας Κάρελ Σβάρτσενμπεργκ, εξέχον μέλος της τσεχικής αριστοκρατίας και επί σειρά ετών έμπιστος του Βάτσλαβ Χάβελ, του ιστορικού τελευταίου προέδρου της Τσεχοσλοβακίας και πρώτου προέδρου της Τσεχίας.
«Μεγάλα τμήματά της θα επιζητήσουν ανεξαρτησία το συντομότερο δυνατό» συμπλήρωσε, εκφράζοντας έναν ευσεβή πόθο, όχι μόνον της Τσεχίας, αλλά και των κρατών της Βαλτικής, της Πολωνίας και, φυσικά, της Ουκρανίας, όλων των εδαφών που «ανά τους αιώνες υπέφεραν από τη ρωσική καταπίεση», συνοψίζει ο Μάθιου Κάρνιτσνιγκ. Σύμφωνα, όμως, με τον δημοσιογράφο του Politico, ο τσέχος πρίγκιπας και όλοι όσοι συμμερίζονται την εν λόγω άποψή του «πρέπει να προσέχουν τι εύχονται».
Παρότι δεν θεωρείται πιθανό, το ενδεχόμενο διάλυσης της Ρωσίας υπό το βάρος της αποτυχημένης επίθεσής της κατά της Ουκρανίας σίγουρα δεν μπορεί να αποκλειστεί, γεγονός που εξηγεί γιατί ήδη επικρατεί ανησυχία στις πρωτεύουσες της Δύσης. Στρατιωτικοί και διπλωματικοί αξιωματούχοι εξετάζουν ήδη μεταπολεμικά σενάρια στο πλαίσιο των οποίων η Ρωσική Ομοσπονδία «κατακερματίζεται σε ένα μωσαϊκό φέουδων που ελέγχονται από πολεμάρχους, παρόμοια με εκείνα που σχηματίστηκαν στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1990 ή στη Λιβύη σήμερα» γράφει ο Κάρνιτσνιγκ.
«Πότε στην Ιστορία οι Ρώσοι αντιμετώπισαν μια πραγματικά μεγάλη ήττα και η πολιτική τους παρέμεινε ανέπαφη;» διερωτήθηκ, μιλώντας στο Politico ο Πίτερ Ραφ, πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, ο οποίος τώρα ηγείται του Κέντρου για την Ευρώπη και την Ευρασία στο Hudson Institute, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον. «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μια μεγάλη στρατιωτική ήττα θα μπορούσε να επιτρέψει στον Πούτιν να παραμείνει (στην εξουσία) και τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας να παραμείνουν όπως είναι σήμερα», συμπλήρωσε.
Από αυτή τη σκοπιά, εξετάζεται καταρχάς η περίπτωση να ξεσπάσουν εξεγέρσεις στις περισσότερες από 20 εθνοτικές περιφέρειες της Ρωσίας, ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης, παρόμοιας με εκείνης που ξέσπασε στη Λιβύη μετά τον θάνατο του Μουαμάρ Καντάφι και εξακολουθεί να ταλανίζει τη βορειοαφρικανική χώρα.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις θα απειλούνταν η περιφερειακή σταθερότητα, ενώ οι συνέπειες θα ήταν άκρως αρνητικές, στην Ευρώπη κυρίως, με τον δημοσιογράφο του Politico να αναφέρεται ενδεικτικά στην περαιτέρω διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, σε συγκρούσεις μεταξύ οπλισμένων με πυρηνικά όπλα αντίπαλων στρατοπέδων και σε κύματα προσφύγων από μια πλήρως αποσταθεροποιημένη Ρωσία.
Σημειώνει πως το θέμα είναι τόσο ευαίσθητο, που οι αξιωματούχοι αρνούνται να μιλήσουν δημόσια για τις όποιες σχετικές ανησυχίες τους (πόσω μάλλον να αναγνωρίσουν ότι καταστρώνονται σχέδια εκτάκτου ανάγκης), μην τυχόν και δώσουν λαβή στον ρώσο πρόεδρο να επαναλάβει τους όποιους ισχυρισμούς του περί πολέμου της «συλλογικής Δύσης» κατά της Ρωσίας.
«Μπορεί να συμβεί; Σίγουρα» δήλωσε ο βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας και πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών της Σόφιας, Ιβάν Κράστεφ. Είπε πως η διάλυση της Ρωσίας «είναι απίθανη αλλά όχι αδύνατη», υπογραμμίζοντας όμως πως «η εστίαση σε αυτό το ενδεχόμενο είναι εντελώς αντιπαραγωγική. Αν λέγεται πως “είμαστε εδώ για να διαλύσουμε τη Ρωσία”, ενισχύεται το αφήγημα του Πούτιν ότι η Δύση είναι ο επιτιθέμενος».
Και όντως, την περασμένη Τρίτη, στο διάγγελμά του προς το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Ρωσίας για την κατάσταση του έθνους λίγες ημέρες πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ο ρώσος πρόεδρος δεν παρέλειψε να πει πως «οι ελίτ της Δύσης δεν κρύβουν τον σκοπό τους», υποστηρίζοντας ότι στόχος των ΗΠΑ και των συμμάχων τους είναι να καταστρέψουν τη Ρωσία.
Την Τετάρτη, ο πρώην πρόεδρος της χώρας Ντμίτρι Μεντβέντεφ κατέστη ακόμη πιο δραματικός, λέγοντας πως η Ρωσία «θα εξαφανιστεί, θα γίνει κομμάτια» αν χάσει τον πόλεμο, για τον οποίο κατηγόρησε τις ΗΠΑ, ενώ την Πέμπτη, και ο υπουργός Αμυνας της Ρωσίας Σεργκέι Σοϊγκού κατηγόρησε τη Δύση ότι χρησιμοποιεί την Ουκρανία επιδιώκοντας να διαμελίσει τη Ρωσία.
Επιστρέφοντας στο πρόσφατο παρελθόν, ο Μάθιου Κάρνιτσνιγκ θυμίζει πως η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης τη δεκαετία του 1990 (η οποία οδήγησε στην απόσχιση χωρών όπως η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν, καθώς και κρατών της ΕΕ, όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία) εξελίχθηκε πιο ειρηνικά σε σχέση με τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και την επικράτηση των μπολσεβίκων. Σήμερα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σίγουρο πρέπει να θεωρείται πως παρόμοιου τύπου αναταραχή στις περιφέρειες της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν θα αντιμετωπιζόταν πολύ πιο δυναμικά, βίαια και αιματηρά, από το Κρεμλίνο.
«Η δομή της Σοβιετικής Ενωσης κατέστησε τη διάσπασή της σχετικά απλή από νομική άποψη. Αντιθέτως, η Ρωσική Ομοσπονδία είναι μια ενιαία χώρα με πολύ ισχυρή κεντρική διοίκηση και, ενώ στη Σοβιετική Ενωση οι μισοί πολίτες δεν ήταν Ρώσοι, οκτώ στους δέκα πολίτες της σύγχρονης Ρωσικής Ομοσπονδίας προσδιορίζονται ως Ρώσοι» συνοψίζει ο σχολιαστής του Politico.
Εξηγεί επίσης ότι το 1991 η αιματοχυσία αποφεύχθηκε κυρίως επειδή η Ρωσία δεν αντιτάχθηκε στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Σήμερα, όμως, «δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι είτε ο Πούτιν είτε ένας πιθανός διάδοχος θα στεκόταν άπραγος –ή ότι η πλειονότητα του πληθυσμού θα τους το επέτρεπε– εάν περιοχές όπως το Μπασκορτοστάν στα νότια Ουράλια ή η Σιβηρία, ο θησαυρός της Ρωσίας, όπου είναι θαμμένοι οι περισσότεροι φυσικοί της πόροι, επεδίωκαν να αποσχιστούν».
Το ότι στη Δύση οι περισσότεροι εύχονται ο πόλεμος στην Ουκρανία να τερματιστεί με ήττα της Μόσχας, δεν σημαίνει πως δεν ανησυχούν για το ενδεχόμενο μερίδα των ρώσων στρατιωτών που θα επιστρέψουν τελικά στην πατρίδα τους θα συνεχίσουν να πολεμούν, αυτή τη φορά κατά της Μόσχας, καθώς «πολλοί από τους άνδρες που μάχονται για τη Ρωσία στην Ουκρανία προέρχονται από μη προνομιούχες ρωσικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των βουνών της ανατολικής Σιβηρίας, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει εθνοτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τη Μογγολία και τον Βόρειο Καύκασο, μια περιοχή διαφορετικής εθνότητας, που περιλαμβάνει την Τσετσενία και το Νταγκεστάν».
Μιλώντας το 2011 στον Βόρειο Καύκασο, αναφερθείς στις αυτονομιστικές τάσεις που φούντωναν τότε στην περιοχή, ο Πούτιν είχε επισημάνει πως «εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε, την ίδια ώρα, ούτε καν ώρα, το ίδιο δευτερόλεπτο, θα εμφανιστούν εκείνοι που θα θέλουν να κάνουν το ίδιο σε άλλες εδαφικές οντότητες της Ρωσίας… και αυτό θα είναι μια τραγωδία που θα επηρεάσει κάθε πολίτη της Ρωσίας, χωρίς εξαίρεση».
Συνάγεται, λοιπόν, ότι οποιαδήποτε απόπειρα των όποιων περιφερειών να απαλλαγούν από τον έλεγχο της Μόσχας θα ήταν αιματηρή, τόσο μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των επίδοξων αποσχιστών, όσο και μεταξύ των ίδιων των περιοχών. «Νέα κράτη θα μάχονταν μεταξύ τους για σύνορα και πόρους. Οι ελίτ της Μόσχας, που ελέγχουν ένα τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο, θα αντιδρούσαν με βία σε κάθε απόπειρα απόσχισης» προειδοποίησε πρόσφατα σε άρθρο της η Μαρλίν Λάρουελ, διευθύντρια του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών, Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο George Washington.
Και είναι αυτό ακριβώς το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο της Μόσχας που καθιστά τόσο ανησυχητικό το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τους τελευταίους 12 μήνες ο ρώσος πρόεδρος το επικαλέστηκε πολλές φορές, ενώ την προηγούμενη Τρίτη ανακοίνωσε και την αναστολή της συμμετοχής της πατρίδας του στη Συνθήκη New START Treaty για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.
Ενόψει της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ανησυχούσαν ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο τακτικά πυρηνικά όπλα να κατέληγαν στη μαύρη αγορά εφόσον δεν λαμβάνονταν μέτρα για τη φύλαξή τους. Ενώ η Ουάσιγκτον χαιρέτιζε την πορεία προς την ανεξαρτησία των κρατών της Βαλτικής, φοβόταν ότι μέρη του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου θα μπορούσαν να πέσουν σε λάθος χέρια, σε διάφορες άλλες περιοχές της πρώην Σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Σήμερα, το ενδεχόμενο αυτό δεν ανησυχεί ιδιαίτερα τη Δύση, καθώς στις περιφέρειες που θα μπορούσαν να επιδιώξουν την απόσχισή τους από τη Ρωσία δεν φυλάσσονται πυρηνικά όπλα, σύμφωνα τουλάχιστον με Δυτικούς αναλυτές. Περισσότερο φοβάται το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μια σύγκρουση μεταξύ των πιο ισχυρών από τα μέλη του ρωσικού κατεστημένου και ένας αγώνας για τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων.
Ο στενός σύμμαχος του Πούτιν και επικεφαλής της Ομάδας Βάγκνερ, Γιεβγκένι Πριγκόζιν, κατηγορεί ήδη (κάνοντας, μάλιστα, λόγο για προδοσία) τους αντιπάλους του, τον υπουργό Αμυνας Σοϊγκού και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, Βαλέρι Γκερασίμοφ, ότι σκόπιμα στερούν πυρομαχικά από τους μισθοφόρους του που πολεμούν στην Ουκρανία.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο δημοσιογράφος του Politico επισημαίνει πως, παρότι δεν θεωρείται πιθανό, το ενδεχόμενο διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν μπορεί να μη λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τη Δύση. «Η τραγωδία της Ρωσίας είναι ότι δεν ξέρει πού είναι τα σύνορά της» είπε ο Κάρελ Σβάρτσενμπεργκ, ο αριστοκράτης πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τσεχίας, η οικογένεια του οποίου εγκατέλειψε την ελεγχόμενη από την ΕΣΣΔ (πρώην) Τσεχοσλοβακία το 1948.
«Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι αυτό το γεγονός θα μπορούσε γρήγορα να καταστεί τραγικό, όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο», καταλήγει ο Μάθιου Κάρνιτσνιγκ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News