Κάθε χρόνο, το ξέρουν πια οι παλιοί μου αναγνώστες, αφιερώνω ένα μου κείμενο στην πρώτη αμυγδαλιά που ανάβει στα μάτια μου. Θυμάμαι, πόσο καλά τη θυμάμαι την περσινή μου αμυγδαλιά. Είχαμε περάσει άπειρες ώρες σε μια Δομή για γυρίσματα της «ΚΕΡΑΙΑΣ». Τα μάτια μου είχαν φορτώσει σκηνές άγριες, αδιανόητες, σοκαριστικές, λίγες ωστόσο και τρυφερές, γλυκά μελαγχολικές. Ενα γκρι ζόρικο, ακόμα απάλευτο. Είχε φτάσει η ώρα αργά, χωρίς να το καταλάβουμε πώς πέρασε.
Χαιρετήσαμε, μα ανοίγοντας την πόρτα, με έκπληξη είδαμε χιόνι. Χιόνιζε! Κατέβασα το κεφάλι, κάτι ανασήκωσα που κρατούσα, στοιχειωδώς να με σκεπάσει, ενώ σκεφτόμουν «αν δεν πουντιάσω σήμερα δεν θα πουντιάσω ποτέ», γιατί φορούσα μόνο ένα μεταξωτό πουκάμισο, δρομέας έφτασα στο αυτοκίνητο, χώθηκα στο κάθισμα, έτριψα τα χέρια και τα χουχούλιαζα με χνώτο, έβαλα μπροστά ανάβοντας θέρμανση και συγχρόνως τα φώτα, «μωρέ, νύχτωσε» μονολόγησα και ξαφνικά…
Τι απέραντη ομορφιά! Τι απέραντη ομορφιά!
Ανάμεσα στους καθαριστήρες που έσπρωχναν το χιόνι που σκέπαζε το τζάμι, είδα μια ολάνθιστη αμυγδαλιά αναμμένη! Ούτε ξέρω πόση ώρα στάθηκα να την κοιτάζω! Αυτό, αυτό το μεγαλειώδες είχε συμβεί πέρσι. Μα φέτος… Μοιραίο λάθος. Λάθος. Ολα λάθος!
Καιρό πριν, πολύ καιρό, άρχισαν να μου στέλνουν φωτογραφίες από ανθισμένες αμυγδαλιές. Και έτσι κινητοποιήθηκα κι εγώ να τις ψάχνω. Πώς, γαμώτο, αναιδώς έσπαγα τη «συμφωνία» της έκπληξης; Ποιος βρήκε έρωτα αν τον ψάχνει απεγνωσμένα;
«Μα τι έγιναν φέτος οι αμυγδαλιές;» αναρωτήθηκα ακόμα και χθες, ενώ έτρεχε το αυτοκίνητο και ήμασταν μέσα εκείνη, εκείνος κι εγώ. «Δεν έχω δει ούτε μία!» συνέχισα. «Περίμενε… Δεν μπορεί. Εχουν ανθίσει. Προχθές είδα μια, κι άλλη κι άλλη και μάλιστα σε σκέφτηκα. Περίμενε» είπε εκείνη και στιγμιαία συγκινήθηκα ότι σέβεται τις επιθυμίες μου και πάντα σπεύδει να μου τις ικανοποιήσει. Κοίταζα πια τριγύρω, όπως κυνηγός σε κυνήγι ενώ κατευθυνόμασταν στην έξοδο για Αττική Οδό. «Να, να μία!» είπα κάποια στιγμή.
Ανυδρα το είπα. Θήραμα η αμυγδαλιά. Μπαμ, πάει. Μαζί μάς εξόντωσα. Τόσο βλακωδώς ανίερα που φέρθηκα σβήνοντας την έκπληξη. Ανυδρη, κενή αισθήματος. Ποιος, πότε με άδειασε τόσο; Ολη ένα κρυφά φοβισμένο γκρι και μαζί αδιάφορο γκρι. Με είδα σαν αυτές που αγωνιωδώς αναζητούν έναν έρωτα και σίγουρα δεν τον βρίσκουν, γιατί στα μάτια και στο κούτελο αναγράφει με μεγάλα γράμματα «Απελπισμένα διαθέσιμη».
Τουλάχιστον πήρα το μάθημά μου. Αμυγδαλιά μου, συγνώμη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News