Σημεία των καιρών: τα μουσεία αποικιοκρατικών χωρών, όπως η Βρετανία, καλούνται να αναδιοργανώσουν τις συλλογές τους, να επανεξετάσουν τα εκθέματά τους, να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με τους παλιά περιζήτητους και τώρα αμφιλεγόμενους χορηγούς, να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους.
Αυτό τονίζει δημοσίευμα των Times που υπογράφει ο Στίβεν Σμιθ, το οποίο εντάσσει σε αυτό το πλαίσιο και την μεγάλη συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στο Βρετανικό Μουσείο και την ελληνική κυβέρνηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη σοβαρή συζήτηση εδώ και μια γενιά βρίσκεται σε εξέλιξη με την Ελλάδα αναφορικά με το μέλλον των Γλυπτών του Παρθενώνα που φυλάσσονται στο Βρετανικό Μουσείο», ενώ υπάρχουν εκκλήσεις και για τον επαναπατρισμό της περίφημης συλλογής του Μουσείου με τα Χάλκινα του Μπενίν στην Αφρική, σημείωσε χαρακτηριστικά ο Σμιθ.
Επιστρέφοντας, τον Νοέμβριο, έξι αντικείμενα τέχνης στη Νιγηρία, το Μουσείο Χόρνιμαν στο Λονδίνο, έγινε το πρώτο κρατικά χρηματοδοτούμενο ίδρυμα που προχώρησε στο βήμα αυτό.
«Τα πάντα από τους χορηγούς έως την προέλευση των εκθεμάτων είναι ναρκοπέδιο», γράφει η βρετανική εφημερίδα.
«Μέχρι πρόσφατα, τα μουσεία αποτελούσαν σκονισμένες αποθήκες παλαιών βεβαιοτήτων που όσο και αν το προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να είναι “σέξι” ή άξια ειδησεογραφικής αναφοράς».
Στις μέρες μας όμως, αυτό έχει αλλάξει. Πλέον, συγκεντρώνουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και γίνεται θέμα συζήτησης ό,τι και αν κάνουν. Ανοίγοντας και πάλι τις πόρτες τους μετά την πανδημία, πρέπει να βρουν τρόπους να προσελκύσουν τους επισκέπτες στους εκθεσιακούς τους χώρους. Τα χρήματα είναι λίγα, η βρετανική κυβέρνηση έχει άλλες προτεραιότητες και τα μουσεία αναγκάστηκαν να πάρουν αποστάσεις από δωρητές, όπως οι πετρελαϊκές εταιρείες και οι φαρμακευτικές δυναστείες, των οποίων η χορηγία δεν θεωρείται πλέον αποδεκτή.
Τον τελευταίο καιρό, οι θεματοφύλακες αυτών των ιδρυμάτων βρέθηκαν επίσης αντιμέτωποι με ερωτήματα σχετικά με την προέλευση και το ίδιο το μέλλον των συλλογών τους.
«Εχοντας επαναπαυτεί για χρόνια στο να θεωρούμε τα μουσεία ως εθνικούς θησαυρούς, νιώθουμε σοκ που κάποιες πτυχές τους θεωρούνται από μερικούς ένα όνειδος βαμμένο στο αίμα, τέκνο του δουλεμπορίου ή της αυτοκρατορικής λεηλασίας», τόνισε ο βρετανός δημοσιογράφος.
Ο Ντάνιελ Γουάις, απερχόμενος διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, γράφει στο νέο του βιβλίο «Why the Museum Matters» («Γιατί είναι σημαντικό το Μουσείο»):
«Η τρέχουσα συγκυρία έχει επιφέρει άνευ προηγουμένου προκλήσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον θεμελιώδη σκοπό, την αποτελεσματικότητα και το δημόσιο λειτούργημα των μουσείων».
Η Λόρα Πάι, διευθύντρια των επτά Εθνικών Μουσείων στο Λίβερπουλ, λέει στους Times ότι αυτά τα ινστιτούτα είναι μέρος της βρετανικής κοινωνίας εδώ και 150 χρόνια. «Ομως, πρέπει να παραμείνουμε σημαντικοί για το σύγχρονο κοινό μας, πρέπει οι επισκέπτες μας να βλέπουν τον εαυτό τους στις προθήκες μας».
Η ίδια είναι εναντίον της τάσης της εποχής να αφαιρούνται εκθέματα από τις συλλογές, αλλά αντίθετα τονίζει ότι πρέπει να εξηγούνται επαρκώς στο ιστορικό τους πλαίσιο. «Γνωρίζουμε περισσότερα για αυτά τα αντικείμενα, από ό,τι πριν 20-30 χρόνια και η γλώσσα επίσης αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου. Δεν είμαστε οπαδοί της απομάκρυνσης αγαλμάτων αλλά της καλύτερης ερμηνείας τους. Το θέμα είναι τι κάνεις με τις συλλογές σου. Αν δεν θέτεις αυτό το ερώτημα στον εαυτό σου, τότε είσαι απλά μία αποθήκη», είπε χαρακτηριστικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News