Η ιστορία αρχίζει με ένα κοριτσάκι επτά ετών που κρύβεται σε ένα μυστικό δωμάτιο. Μια γυναίκα τής λέει: «Να είσαι ήσυχη, πολύ ήσυχη, δεν μπορείς να βγάλεις κανέναν ήχο, κανείς δεν πρέπει να ξέρει ότι είσαι εδώ, κανείς! Με ακούς;». Η γυναίκα είναι η νταντά του κοριτσιού, που την πρόσεχε μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά της, στο σπίτι τους.
«Αν κάνεις θόρυβο και το ακούσει κάποιος, μπορεί να σκοτωθούμε όλοι από τους Γερμανούς. Με άκουσες καλά;». Το κορίτσι δεν ξέρει ότι δεν θα ξαναδεί το σπίτι της για χρόνια, ούτε πως δεν θα ξαναδεί τη μητέρα και τη γιαγιά της.
Δεν ξέρει αυτό το μέρος, το σπίτι της νταντάς, ούτε την οικογένεια της νταντάς. Αλλά θα περάσει τα επόμενα δυόμισι χρόνια κρυμμένη σε εκείνο τον μικρό χώρο, χωρίς παρέα, εκτός από ένα παιχνίδι ελέφαντα που ονομάζεται Τζάμπο· και όλα αυτά εξαιτίας ενός θανατηφόρου μυστικού. Το κοριτσάκι, η Ντόλι, είναι Εβραία· αυτά συμβαίνουν το 1943 στο κατεχόμενο από τους Ναζί Αμστερνταμ, γράφει ο Στίβεν Σμιθ στην ιστοσελίδα του BBC.
Στην ιστορία της Ντόλι υπάρχουν αξιοσημείωτοι παραλληλισμοί με τη διάσημη ιστορία της Αννας Φρανκ τον καιρό του πολέμου· πράγματι, την ίδια εποχή, η Αννα κρύβεται σε ένα άλλο σπίτι, κάπου τρία χιλιόμετρα μακριά. Τα δυο κορίτσια δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν έχουν συναντηθεί ποτέ.
Η Αννα και η οικογένειά της πιάστηκαν αιχμάλωτοι τον Αύγουστο του 1944 και στάλθηκαν στο Αουσβιτς. Η μητέρα, ο πατέρας και η γιαγιά της Ντόλι δολοφονήθηκαν επίσης στο Αουσβιτς, αλλά εκείνη επέζησε.
Το «Ημερολόγιο της Αννα Φρανκ» (κυκλοφορεί στα Ελληνικά χωρίς περικοπές από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Ρένας Χάτχουτ), με την αφήγηση της νεαρής κοπέλας, έγινε ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος. Οπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «δεν είναι μόνο η καταγραφή της καθημερινής τραγωδίας των θυμάτων του ναζισμού. Είναι και η έκφραση των ονείρων και των φόβων μιας κοπέλας, που δεν διαφέρουν από τα όνειρα και τις ανησυχίες των εφήβων οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε χώρας»
Η αφήγηση της Ντόλι, από την άλλη πλευρά, για το πώς κατάφερε να επιβιώσει από τον πόλεμο, περιέχεται μεν στα αδημοσίευτα απομνημονεύματά της, αλλά η ιστορία της συνδέεται με ένα έργο τέχνης – και όχι με ένα βιβλίο.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα πρωτοποριακό μοντερνιστικό αριστούργημα, που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας εκστρατείας με στόχο να εδραιωθούν οι αξιώσεις της οικογένειας της Ντόλι για μια συλλογή έργων τέχνης την οποία είχαν χάσει στον πόλεμο.
Ο πίνακας θα βγει προς πώληση την 1η Μαρτίου από τον οίκο Sotheby’s στο Λονδίνο και θα μπορούσε να πιάσει περισσότερα από 35 εκατ. λίρες (40 εκατ. ευρώ), παγκόσμιο ρεκόρ για τον καλλιτέχνη που τον δημιούργησε. Λένε ότι κάθε εικόνα αφηγείται μια ιστορία· η συγκεκριμένη λέει την ιστορία της οικογένειας της Ντόλι: ποιοι ήταν και τι τους συνέβη.
Το έργο έχει τίτλο «Murnau mit Kirche II» («Το Μουρνάου με την Εκκλησία II») και το φιλοτέχνησε το 1910 ο μεγάλος ρώσος ζωγράφος Βασίλι Καντίνσκι. Κάποτε κρεμόταν στον τοίχο της κομψής βίλας όπου έμεναν οι παππούδες της Ντόλι, στο Πότσνταμ, έξω από το Βερολίνο. Μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία δείχνει ότι ο πίνακας του Καντίνσκι είχε τη θέση του στην τραπεζαρία του Ζίγκμπερτ και της Γιοχάνα Μαργκαρέτε Στερν.
Πριν από 100 χρόνια δημιούργησαν μαζί μια επιτυχημένη επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας. Και έκαναν παρέα με μερικούς από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς και στοχαστές της εποχής τους, συμπεριλαμβανομένων των Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα και Αλμπερτ Αϊνστάιν.
Το ζευγάρι εκτιμούσε την τέχνη και είχε πλατύ πνεύμα στα γούστα του. Η συλλογή τους περιελάμβανε, από πίνακες κορυφαίων ολλανδών ζωγράφων της Χρυσής Εποχής μέχρι Πιέρ-Ογκίστ Ρενουάρ και τολμηρούς νεοφερμένους, τότε, όπως ο Εντβαρντ Μουνκ και ο Βασίλι Καντίνσκι. Η διαθήκη του Ζίγκμπερτ περιλαμβάνει έναν κατάλογο με περισσότερα από 100 έργα τέχνης.
Στη διαθήκη του, δίπλα στον Καντίνσκι έγραψε «Landschaft», τη γερμανική λέξη για το τοπίο. Οι Στερν ήταν επίσης ενεργοί στην εβραϊκή κοινότητα. Το 1916 βοήθησαν στη σύσταση μιας οργάνωσης για βοήθεια προς Εβραίους που είχαν εγκαταλείψει την Ανατολική Ευρώπη και ζούσαν πάμφτωχοι στη Γερμανία.
Με την άνοδο των Ναζί, οι Στερν και οικογένειες όπως η δική τους έγιναν στόχοι διώξεων. Μετά τον θάνατο του Ζίγκμπερτ, το 1935, η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Κάποια από τα παιδιά του είχαν ήδη καταφύγει στην Ολλανδία και η Γιοχάνα Μαργκαρέτε ακολούθησε, παίρνοντας μαζί της μερικά από τα έπιπλα και τους πίνακές της.
Οπως πολλές εβραϊκές οικογένειες, οι Στερν συγκέντρωναν κεφάλαια πουλώντας πολύτιμα έργα τέχνης σε χαμηλές τιμές σε αδίστακτους εμπόρους.
Το 1941, η Γιοχάνα Μαργκαρέτε κηρύχθηκε άπατρις από τους Ναζί και έχασε την ιθαγένειά της. Της πρότειναν τη δελεαστική προοπτική της ελευθερίας: θα μπορούσε να αποκτήσει βίζα και θα της επιτρεπόταν να φύγει από την Ολλανδία με την οικογένειά της, με αντάλλαγμα έναν πίνακα του γάλλου καλλιτέχνη Ανρί Φαντέν-Λαρτούρ. Ηταν κόλπο. Εδωσε μεν τον πίνακα, αλλά βίζα δεν υπήρχε.
Η Γιοχάνα Μαργκαρέτε κρύφτηκε, αλλά συνελήφθη το 1943, όπως και οι γονείς της Ντόλι. Στα απομνημονεύματά της, η Ντόλι περιγράφει μια απελπισμένη σκηνή: η μητέρα της και ο πατέρας της την εμπιστεύονται στη φροντίδα της νταντάς της, Αννας, θέλοντας να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για εκείνη προκειμένου να την προστατέψουν από την επερχόμενη φρίκη.
«Ηταν αργά το βράδυ, κοιμόμουν ήδη, όταν η απαλή φωνή της μητέρας μου με ξύπνησε. “Ντολίτσεν, πρέπει να σηκωθείς τώρα. Δεν έχει ξημερώσει ακόμη”. Ηρθε και κάθισε στο κρεβάτι μαζί μου και με τον πατέρα μου. Είπαν ότι έπρεπε να φύγουν για δύο εβδομάδες, επειδή το ήθελαν οι Γερμανοί, αλλά μετά θα επέστρεφαν… Ξαφνικά το κουδούνι χτύπησε πολύ δυνατά και για πολλή ώρα, και ο πατέρας μου άνοιξε την πόρτα. Τρεις αξιωματικοί από την “Grüne Polizei” [ναζιστική αστυνομική δύναμη] εισέβαλαν, με τις μπότες τους να κάνουν δυνατό θόρυβο. Φώναζαν κάθε είδους εντολές δυνατά και άγρια για να βιαστούμε όλοι: “Schnell, Schnell, sonst schiessen wir” [“Γρήγορα, γρήγορα, αλλιώς πυροβολούμε”]. Κρύφτηκα πίσω από την Αννα φοβισμένη, φοβήθηκα πάρα πολύ», έγραψε η Ντόλι στα απομνημονεύματά της αργότερα.
Οι γονείς της Ντόλι έφυγαν. Ηταν η τελευταία φορά που θα τους έβλεπε. Την επόμενη ημέρα έκανε μόνη της την επικίνδυνη διαδρομή μέχρι το σπίτι της Αννας, στην πόλη. Οι Ναζί είχαν εξαναγκάσει τους Εβραίους όπως η Ντόλι να φορούν ένα κίτρινο αστέρι, αλλά η Αννα το είχε ξεράψει από το σακάκι της μικρής και είπε στο κορίτσι ότι από εδώ και πέρα θα την αποκαλούσε θεία. Μέρος του σπιτιού της Αννας χρησίμευε ως ιατρείο και είχε ένα μικρό, κρυφό δωμάτιο, που έγινε το σπίτι της Ντόλι για τους επόμενους 30 μήνες.
Είχε μαζί της δύο βιβλία, μια παιδική Βίβλο και μια συλλογή παραμυθιών, τα οποία διάβαζε και ξαναδιάβαζε. Μια ξεθωριασμένη αφίσα στον τοίχο έγραφε «Ο Θεός τα βλέπει όλα» και η Ντόλι αναρωτιόταν πώς μπορούσε να δει τους πάντες, ακόμα και αυτήν.
«Τα βράδια που υπήρχαν ραντεβού στο ιατρείο, έπρεπε να κάθομαι στο σκοτάδι το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Συχνά τεντωνόμουν στο πάτωμα και μετρούσα τα πόδια των ασθενών που περίμεναν από το κάτω άνοιγμα της πόρτας», θυμόταν.
Η μοναξιά της στιγματίστηκε από τον τρόμο των αστυνομικών επιδρομών. Η Αννα έκρυβε την Ντόλι κάτω από τις σανίδες του δαπέδου ή την έβαζε σε ένα ντουλάπι κάτω από έναν νεροχύτη. Γινόταν αόρατη κάτω από ξεσκονόπανα και σφουγγαρίστρες.
«Οταν οι Γερμανοί αξιωματικοί ήταν μέσα στην κουζίνα, η Αννα έπαιζε την αθώα. Εκανε γερμανικά αστεία και είχε απόλυτο έλεγχο, αλλά μόλις έφευγαν κατέρρεε σαν βρεγμένη σφουγγαρίστρα και έτρεμε ολόκληρη».
Η απόλυτη ησυχία είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα για ένα κοριτσάκι, οπότε, όταν οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν τελικά το Αμστερνταμ, το 1945, και η Ντόλι μπόρεσε να βγει από την κρυψώνα της, η χαρά και η ανακούφισή της εκφράστηκαν με καθημερινούς θορύβους.
«Οπως πολλοί άλλοι, δεν είχα παπούτσια. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε με ξύλινα τσόκαρα (κλογκς) που πουλιόνταν ξαφνικά παντού. Μια ξύλινη σόλα και δυο λουράκια στο πάνω μέρος. Μου άρεσε πολύ το χτύπημα. Μου επιτρεπόταν να είμαι εκεί και όλοι μπορούσαν να το ακούσουν και μου επιτρεπόταν να ξέρω ότι μπορούσα να ζήσω ξανά, εντελώς ζωντανή», έγραψε.
Η Ντόλι, που γεννήθηκε το 1935 και περιλαμβάνεται στα αρχεία των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, έζησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας των 70 της και απολάμβανε τη ζωή της, αν κρίνουμε από τα απομνημονεύματά της.
Επίσημα ολλανδικά έγγραφα δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής έζησε μαζί με την νταντά της, Αννα. Ωστόσο, από όσο γνωρίζουν οι επιζώντες συγγενείς της Ντόλι, κανείς δεν είναι πλέον ζωντανός από εκείνη την οικογένεια, και το BBC δεν μπόρεσε να επαληθεύσει χωριστά την αφήγησή της για τις εμπειρίες της.
Τα νεότερα μέλη της οικογένειάς της ανέλαβαν το έργο της έρευνας για να ανακαλύψουν πού βρίσκεται η αγνοούμενη συλλογή έργων τέχνης των Στερν. Το 2013 ανακάλυψαν ότι υπήρχε ένας πίνακας του Καντίνσκι σε ένα μουσείο στο Αϊντχόφεν. Βρισκόταν εκεί από το 1951. Θα μπορούσε να είναι από τη βίλα του Πότσνταμ;
Οι επιμελητές έριξαν μια νέα ματιά και βρήκαν τη λέξη «Landschaft» σκαλισμένη στο πίσω μέρος του πίνακα. Ηταν ο ίδιος όρος που είχε χρησιμοποιήσει ο παππούς της Ντόλι, Ζίγκερτ Στερν, για να καταγράψει τον Καντίνσκι στη διαθήκη του, και ο γραφικός χαρακτήρας ταίριαζε με τον δικό του.
Η Ντόλι πέθανε πριν επιβεβαιωθεί το εύρημα, αλλά γνώριζε ότι η οικογένειά της βρισκόταν στα ίχνη του χαμένου αριστουργήματος.
Μετά από μια μακρά εκστρατεία, ο πίνακας παραδόθηκε τελικά στην οικογένεια. Θα πωληθεί από τον οίκο Sotheby’s στο Λονδίνο τον επόμενο μήνα και η τιμή του αναμένεται να είναι η υψηλότερη που θα έχει επιτύχει ποτέ έργο του Καντίνσκι.
Τα έσοδα θα μοιραστούν μεταξύ των 13 επιζώντων κληρονόμων των Στερν και θα διατεθούν για περαιτέρω έρευνα για την τύχη των έργων της συλλογής που παραμένουν χαμένα.
Το «Murnau mit Kirche II» είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο στην ιστορία της τέχνης, που θυμίζει ό,τι είχε απορροφήσει ο Ρώσος από τον Σεζάν και τον Βαν Γκογκ στο Παρίσι, αλλά επίσης προβλέπει την επιρροή που θα είχε η δική του δουλειά στον Τζάκσον Πόλοκ, τον Βίλεμ ντε Κούνινγκ και άλλους στη Νέα Υόρκη.
Οι περισσότεροι από τους πρώιμους πίνακες του Καντίνσκι βρίσκονται ήδη σε συλλογές μουσείων και είναι σπάνιο να βγει στην αγορά ένα τόσο ιδιαίτερο έργο όπως αυτό. Ιστορικοί τέχνης λένε ότι ο ζωγράφος διέθετε την παράξενη νευρολογική κατάσταση –ή το χάρισμα– της συναισθησίας: μπορούσε να βλέπει χρώματα και να ακούει μουσική.
Και το ζωηρό χαμένο αριστούργημά του αξίζει να συνδεθεί με την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού που έβρισκε τη χαρά στην καθημερινή μουσική των βημάτων στους απελευθερωμένους δρόμους.
*Η οικογένεια της Ντόλι δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει το επώνυμό της σε αυτό το άρθρο, επιθυμώντας να προστατεύσει την ταυτότητά της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News