«Πόλεμο» εναντίον του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV) έχουν κηρύξει οι ερευνητές ανά τον κόσμο, με τις φαρμακευτικές εταιρείες να επιδίδονται σε ένα… σπριντ για τη δημιουργία αποτελεσματικών εμβολίων που ομοιάζει με τις εντατικές προσπάθειες και τις υψηλές ταχύτητες που αναπτύχθηκαν εν μέσω πανδημίας. Μια σημαντική λεπτομέρεια, δε, είναι πως η Ελλάδα αναμένεται τους επόμενους μήνες να βρεθεί στον «πυρήνα» των προσπαθειών, καθώς εντός των συνόρων θα τρέξει μια ακόμη μελέτη φάσης ΙΙ.
Κοιτάζοντας τη μεγάλη εικόνα, μόλις τον περασμένο μήνα η φαρμακευτική εταιρεία Moderna ανακοίνωσε πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα από τη δοκιμή φάσης ΙΙΙ εμβολίου σε άτομα άνω των 60 ετών. Αντίστοιχες ήταν και οι ανακοινώσεις των εταιρειών Pfizer και GSK, που πλέον βρίσκονται εν αναμονή των τελικών αποφάσεων των ρυθμιστικών Αρχών.
Μάλιστα, η Pfizer έχει επίσης αναπτύξει εμβόλιο για τον RSV, το οποίο θα χορηγείται στις εγκύους προκειμένου να προστατεύονται από τον ιό τα μωρά που θα φέρουν στον κόσμο..
Ομως, ακόμη κι αν το οπλοστάσιο ενισχυθεί σημαντικά το επόμενο διάστημα, ποιος θα είναι ο αντίκτυπος αυτών των πρώτων εμβολίων κατά του RSV; Θα πειστούν οι κουρασμένοι πολίτες να… τσιμπηθούν εκ νέου και, εν τέλει, τι διαφορά θα κάνουν;
Το «προφίλ» του ιού
Ο RSV προκαλεί στον γενικό πληθυσμό ήπια συμπτώματα που μοιάζουν με κρυολόγημα, εντούτοις έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ύπουλος όταν προσβάλει μωρά και πολύ μικρά παιδιά, αλλά και ηλικιωμένους. Εφέτος, μάλιστα, επέστρεψε δυναμικά, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο πίεσης στα συστήματα Υγείας.
Ηδη από τον περασμένο Νοέμβριο, οι παιδίατροι στην Ελλάδα προειδοποίησαν για τις επιπτώσεις του δυναμικού «comeback» του RSV στον παιδικό πληθυσμό. Η δυναμική πορεία του εντός της κοινότητας αποτυπώθηκε στις ασφυκτικά γεμάτες παθολογικές κλινικές των παιδιατρικών νοσοκομείων, με τον ανήλικο πληθυσμό να βάλλεται από τη συγκυκλοφορία πολλών αναπνευστικών ιών ταυτόχρονα.
Τα δεδομένα, άλλωστε, μαρτυρούν πως ο RSV αποτελεί διαχρονικά έναν σημαντικό εχθρό για τις πιο ευάλωτες ομάδες. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου (μετά την ελονοσία) παγκοσμίως σε μωρά ηλικίας ενός μηνός έως ενός έτους περίπου. Για τους ενήλικες τα στοιχεία είναι πιο θολά: μελέτη του 2022 υπολόγισε ότι περίπου 6.500 άνθρωποι στις ΗΠΑ πεθαίνουν από RSV ετησίως, με τα υψηλότερα ποσοστά σε άτομα άνω των 65 ετών.
Υπό το πρίσμα αυτό, τα υπό ανάπτυξη εμβόλια υπόσχονται ένα διαφορετικό μοντέλο προστασίας, παράλληλα όμως ανακύπτουν και πολλαπλές προκλήσεις. «Το πεδίο δράσης του εμβολίου RSV θα πρέπει να είναι διττό», εξηγεί ο Louis Bont, παιδίατρος με ειδίκευση στα λοιμώδη νοσήματα, από το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο της Ουτρέχτης, στην Ολλανδία. Μιλώντας στην επιστημονικό περιοδικό «Nature», διευκρινίζει ότι αφενός θα πρέπει να παρέχουν προστασία στα μωρά και αφετέρου στους ηλικιωμένους.
Για την ιστορία…
Η αναζήτηση εμβολίου έναντι του RSV ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960. Και είναι γεγονός πως κατά την ερευνητική αυτή διαδρομή καταγράφτηκαν αξιοσημείωτες αποτυχίες. Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Nature», σημείο-σταθμό αποτέλεσε το έτος 2013, όταν αποκρυπτογραφήθηκε η δομή της πρωτεΐνης που χρησιμοποιεί ο ιός για να «αγκυροβολήσει» στα ανθρώπινα κύτταρα. Η παρατήρηση αυτή άνοιξε τον δρόμο για όσα εξελίχθηκαν στη συνέχεια.
Το εμβόλιο της Moderna, που βασίζεται στην τεχνολογία mRNA, διεγείρει την παραγωγή μιας σταθεροποιημένης εκδοχής αυτής της πρωτεΐνης, ενώ τα εμβόλια των Pfizer και GSK εγχέουν απευθείας συνθετικές εκδοχές της. Παρότι στις δοκιμές φάνηκε πως είναι εξίσου αποτελεσματικά, οι επιστήμονες εκτιμούν πως, μόλις εφαρμοστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα, θα φανερωθούν οι όποιες διαφορές τους, τόσο στην προστασία που προσφέρουν όσο και στη διάρκεια της ανοσίας.
Η έρευνα με ελληνική «σφραγίδα»
Λίγο πριν την εκπνοή του 2022, εγκαινιάστηκε η πρώτη και μοναδική στην Ελλάδα Μονάδα Κλινικών Ερευνών του ΑΠΘ, με έδρα το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Στοίχημα εφεξής είναι η χώρα μας να κατακτήσει μια σημαντική θέση στον παγκόσμιο χάρτη των κλινικών ερευνών φάσης Ι.
Ο επιστημονικός υπεύθυνος της μονάδας και αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας στην Ιατρική του ΑΠΘ Γιώργος Παπαζήσης, μιλώντας στο Protagon επιβεβαιώνει πως στη λίστα των συμφωνιών που έχουν ήδη «κλειδώσει», μία αφορά τη διεξαγωγή κλινικής μελέτης εμβολίου έναντι του RSV. Σύμφωνα, δε, με το χρονοδιάγραμμα, αναμένεται να ξεκινήσει εντός το επόμενου τριμήνου – ή, εφόσον προκύψουν καθυστερήσεις λόγω κυρίως γραφειοκρατικών θεμάτων, εντός του επόμενου εξαμήνου.
Ολα ξεκίνησαν όταν πανεπιστήμιο του εξωτερικού εκδήλωσε ενδιαφέρον για τον εντοπισμό ενός οργανωμένου κέντρου που θα είχε τη δυνατότητα να αναλάβει εξ ολοκλήρου το στάδιο φάσης ΙΙ της μελέτης, που μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνει την προσέλκυση των εθελοντών, τις εξειδικευμένες μετρήσεις χυμικής και κυτταρικής ανοσίας, την παρακολούθηση των συμμετεχόντων κ.ο.κ.
«Η έρευνα αφορά σε έναν κλασικό τύπο εμβολίου, με ζώντα αδρανοποιημένο ιό. Θα διεξαχθεί σε δείγμα ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω, με τους εθελοντές να αγγίζουν τους 150», προσθέτει ο καθηγητής. Οπως εξηγεί, εμβόλια έναντι του RSV μελετώνται εδώ και χρόνια. Αντίστοιχα, και ο μεγαλοκυτταροϊός είναι ένας υποψήφιος ιός για τον οποίο αναζητείται εμβόλιο. «Είναι όμως γεγονός πως ο κορωνοϊός έδωσε το έναυσμα να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στους αναπνευστικούς ιούς, με συνέπεια την εντατικοποίηση των προσπαθειών. Αλλωστε, είχε προβλεφθεί ότι μετά το “άνοιγμα” των κοινωνιών θα εκδηλωθεί έξαρση, οπότε ήταν φυσικό επακόλουθο ο RSV να ενταχθεί στον επόμενο στόχο εμβολίων».
Θα δεχθούν οι ευπαθείς να …τσιμπηθούν εκ νέου;
Παρότι οι επιστημονικές εξελίξεις δίνουν ένα τόνο αισιοδοξίας, ένα ακόμη ζήτημα που απασχολεί τους ειδικούς είναι κατά πόσο θα «αγκαλιάσουν» το ή τα νέα εμβόλια εκείνες οι πληθυσμιακές ομάδες που τα χρειάζονται περισσότερο.
Σημείο προβληματισμού αποτελεί το γεγονός πως επτά στους δέκα πολίτες στη χώρα μας άνω των 60 ετών δεν έχουν υποβληθεί σε δεύτερη ή τρίτη αναμνηστική δόση έναντι της λοίμωξης Covid-19, παρότι το ποσοστό της πρώτης ενισχυτικής δόσης άγγιξε το 79,4% στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα. Αντίστοιχα, εφέτος εκτιμάται πως περίπου 1 εκατ. δόσεις εμβολίου έναντι της εποχικής γρίπης θα παραμείνουν αδιάθετες, γεγονός που «καθρεφτίζει» την κόπωση των πολιτών.
Επίσης, είναι αβέβαιο πόσο ισχυρές θα είναι οι συστάσεις που θα απευθύνουν τα κράτη. Στη Νότια Αφρική, για παράδειγμα, ο αντίκτυπος ενός εμβολίου RSV για ηλικιωμένους είναι πιθανό να είναι σχετικά χαμηλός, σύμφωνα με όσα λέει στο περιοδικό «Nature» η Σέριλ Κοέν, επιδημιολόγος και ειδικός σε αναπνευστικές παθήσεις, του πανεπιστημίου Witwatersrand, στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Ενα από τα επιχειρήματα που επικαλείται είναι πως οι ηλικιωμένοι αποτελούν μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της και συνεπακόλουθα δεν αναμένεται να αποτελέσει προτεραιότητα.
Οι αμφιβολίες, εντούτοις, κάμπτονται όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την ασφάλεια των μωρών και των μικρών παιδιών. Η δρ Κοέν υπογραμμίζει πως πρόκειται για «ένα από τα κορυφαία προϊόντα, για τα οποία ανυπομονούμε». Απαριθμώντας ένα προς ένα τα οφέλη, δίνει μεγάλη έμφαση στην αποτροπή του μεγάλου αριθμού νοσηλειών και θανάτων. Και σημειώνει πως, καθώς οι έγκυες είναι σε συχνή επαφή με τα συστήματα Υγείας, τα εμβόλια μπορούν να ενσωματωθούν ομαλά στο πλαίσιο της ρουτίνας που αφορά τη φροντίδα των μελλοντικών μητέρων.
Επιπλέον, η αισιοδοξία για την πρόληψη του RSV στα παιδιά δεν αφορά μόνο τον εμβολιασμό των εγκύων. Μια εναλλακτική είναι η προφυλακτική χορήγησή αντισωμάτων κατά των πρωτεϊνών RSV σε νεογνά. Ενα τέτοιο αντίσωμα, που αναπτύχθηκε από την AstraZeneca και τη Sanofi, εγκρίθηκε για ευρεία χρήση τον Νοέμβριο του 2022. «Υπάρχουν όμως πρακτικές δυσκολίες τις οποίες διαπιστώσαμε και εν μέσω πανδημίας. Η δυσκολία στην παραγωγή τους καθιστά αδύνατη τη διάθεσή τους στον γενικό πληθυσμό, παγκοσμίως», καταλήγει ο κ. Παπαζήσης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News