Η απόφαση της Ιαπωνίας για σχεδόν διπλασιασμό των αμυντικών δαπανών της χώρας μέσα στην επόμενη πενταετία επιδεικνύει πολιτικό ρεαλισμό και πρακτικό ντετερμινισμό. Η ερώτηση-κλειδί που προκύπτει τώρα είναι πώς θα δαπανηθούν τα χρήματα.
Στην ανανεωμένη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας και Εθνικής Αμυνας, η ιαπωνική κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι πρέπει να συνεχίσει να συνεργάζεται με τους συμμάχους της –ιδίως με τις ΗΠΑ, με τις οποίες έχει κοινή συμφωνία ασφαλείας σε ισχύ από το 1951– εάν θέλει να υπερασπιστεί τη χώρα και να συνεισφέρει στη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Η κυβέρνηση έχει δημοσίως δηλώσει την αποφασιστικότητά της να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην αυτοάμυνα της Ιαπωνίας και να αποτρέψει άλλους «παίκτες» που θα επιχειρήσουν «μονόπλευρες αλλαγές στο στάτους κβο» της περιοχής. Αυτή η δέσμευση στην αποτροπή είναι η πιο σημαντική αποστολή που η χώρα έχει ποτέ αναθέσει στον εαυτό της.
Αυτό σημαίνει αποτροπή μιας πιθανής επίθεσης, συμβατικής ή πυρηνικής, από τη Βόρεια Κορέα και αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας (όπως στην περίπτωση με τις τέσσερις Νήσους Κουρίλες, που η Σοβιετική Ενωση κατέλαβε τις τελευταίες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Πάνω απ’ όλα όμως, σημαίνει αποτροπή κινήσεων της Κίνας είτε έναντι της Ταϊβάν, είτε έναντι των ιαπωνικών Νήσων Νανσέι, στρατηγικά ευρισκομένων κοντά στην περιοχή.
Ολοι γνωρίζουν ότι η φράση «μονομερείς αλλαγές στο στάτους κβο», που περιλαμβάνεται στο έγγραφο, αφορά κυρίως μια πιθανή κινεζική εισβολή ή αποκλεισμό της Ταϊβάν. Ο πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα έθεσε το ίδιο ζήτημα όταν, στη διάσκεψη «Διάλογος στη Σάγκρι–Λα», τον περασμένο Ιούνιο στη Σιγκαπούρη, κατά τη διάρκεια της κεντρικής ομιλίας του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η σημερινή Ουκρανία μπορεί να γίνει η αυριανή Ανατολική Ασία».
Για όσους από εμάς μεγαλώσαμε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η λέξη «αποτροπή» είναι συνυφασμένη με την πυρηνική απειλή και το τρομακτικό μεν, αλλά ταυτόχρονα καθησυχαστικό δόγμα της «αμοιβαία εγγυημένης καταστροφής». Ομως, η Ιαπωνία δεν έχει αυτή την επιλογή. Η φημολογία περί πιθανής απόκτησης πυρηνικών όπλων είναι ακριβώς αυτό: φημολογία.
Οι Ιάπωνες δεν σκοπεύουν να διαβούν αυτόν τον «Ρουβίκωνα» σύντομα – και σίγουρα όχι υπό την ηγεσία του Κισίντα, που έχει καταγωγή από τη Χιροσίμα. Αλλά το νέο αμυντικό δόγμα της χώρας αντανακλά και μια νηφάλια αναγνώριση: η Ιαπωνία δεν μπορεί να επαφίεται εσαεί στην προστασία που της προσφέρουν οι ΗΠΑ, είτε αυτή είναι πυρηνική είτε άλλου είδους.
Αυτή η συνειδητοποίηση εκ μέρους των Ιαπώνων θα έχει ακόμα μεγαλύτερη ισχύ σε περίπτωση που η χώρα δεν σκοπεύει να προσφέρει μια σημαντική συνεισφορά στις προσπάθειες αποτροπής της Κίνας, της Ρωσίας και της Βορείου Κορέας στο μέλλον. Για αυτόν τον λόγο, η νέα στρατηγική της περιλαμβάνει μια αξιοσημείωτη αναφορά στην απόκτηση και κατασκευή «δυνατοτήτων αντεπίθεσης».
Με άλλα λόγια, το νέο αμυντικό δόγμα της Ιαπωνίας σημαίνει τη δημιουργία μιας πυραυλικής δύναμης, που οι πιθανοί της αντίπαλοι καταλαβαίνουν πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άμεσα αντίποινα, ή ακόμα και για προληπτικά χτυπήματα. Παρότι η ιδέα των προληπτικών πυραυλικών επιθέσεων παραμένει αμφιλεγόμενη, ο πρωταρχικός στόχος δεν είναι να χρησιμοποιηθούν, αλλά να γίνει γνωστό το ενδεχόμενο χρήσης τους. Αυτή είναι και η ουσία της αποτροπής.
Οι δύο πιο πιθανοί μελλοντικοί αντίπαλοι της Ιαπωνίας είναι η Ρωσία και η Βόρεια Κορέα. Ομως, ο ανταγωνιστής της εκ Νότου, η Κίνα, παρουσιάζει μια δυσκολότερη πρόκληση. Η Ιαπωνία δεν έχει κρύψει την αντίθεσή της στην επεκτατική πολιτική του Πεκίνου, ούτε την πρόθεσή της να υποστηρίξει τις ΗΠΑ με τις αμυντικές της δυνάμεις στην περίπτωση μιας διαμάχης με την Κίνα.
Αλλά, όπως προανέφερα, η αποτροπή σε θερμά θέατρα συγκρούσεων βασίζεται στην ικανότητα μιας χώρας να αναπτύξει πιστοποιημένα ταχεία και ισχυρή ικανότητα ανταπόδοσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, η Ιαπωνία οφείλει να εκμοντερνίσει και να επεκτείνει τις δυνάμεις της σε στεριά, θάλασσα και αέρα.
Παρότι τόσο οι ναυτικές της δυνάμεις όσο και η ένοπλη ακτοφυλακή της δρουν αποτελεσματικά εντός των τεράστιων ορίων των νησιωτικών περιμέτρων της, κανένα από τα τρία σώματα ασφαλείας της Ιαπωνίας δεν διαθέτει κάποια σημαντική βάση ή αποθήκη ανεφοδιασμού στα νότια Νησιά Νανσέι, που βρίσκονται κοντά στην Ταϊβάν.
Χωρίς αντίστοιχες βάσεις, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πόσο ισχυρές θα γίνουν οι ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις, καθώς θα παραμένει τεράστια πρόκληση η ταχεία ανάπτυξή τους στις πιθανότερες ζώνες σύγκρουσης. Ακόμα πιο δύσκολη θα είναι η δυνατότητα να πεισθούν οι κινέζοι στρατηγοί ότι η Ιαπωνία έχει πραγματικά τη δυνατότητα μιας ταχείας κινητοποίησης. Αν η χώρα χρειάζεται εβδομάδες ή και μήνες για να υλοποιήσει μια γενική και συντονισμένη επιστράτευση, ο στόχος της αποτροπής έχει ουσιαστικά απενεργοποιηθεί.
Η κοινή χρήση των αμερικανικών ναυτικών βάσεων στο κεντρικό νησί Χόνσου και στο νοτιότερο νησί της Οκινάουα θα βοηθούσε σημαντικά. Αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση για τους Ιάπωνες είναι να δείξουν στην Κίνα ότι σε μια πιθανή εισβολή στην Ταϊβάν θα βρισκόταν αντιμέτωπη με ισχυρή στρατιωτική αντίσταση από κοντινές ιαπωνικές δυνάμεις. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη δημιουργία κανονικών στρατιωτικών βάσεων στα νοτιότερα νησιά της.
* Ο Bill Emmot είναι πρώην διευθυντής του Economist και προεδρεύει του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών και της Ιαπωνικής Κοινωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από το Project Syndicate αποκλειστικά για την Ελλάδα
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News