Στα 84 χρόνια του, ο Γέρζι Σκολιμόφσκι έχει ξεκάθαρα διάθεση για πάρτι: η τελευταία ταινία του πολωνού βετεράνου σκηνοθέτη με τίτλο «Eo» είναι μια αλληγορία πάνω στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα με πρωταγωνιστή ένα γαϊδουράκι· για την ακρίβεια έξι γαϊδουράκια έπαιξαν τον ρόλο του Εο σε μια ιστορία για τις βαρβαρότητες, τη γλυκύτητα και την παραξενιά της ανθρωπότητας, που αποδίδεται χωρίς μεν ειδικά εφέ αλλά με θεατρικότητα και στλιζαρισμένες σκηνές.
Μπορεί η οδύσσεια ενός γαϊδάρου να μην είναι πολύ ελκυστική για να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, το «Eo» του Σκολιμόφσκι, όμως, κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο της Επιτροπής (Jury Prize) στο τελευταίο φεστιβάλ Καννών, από κοινού με το «The Eight Mountains» των Φίλιξ Βαν Γκρένιγκεν και Σάρλοτ Βάντερμερς. Και σίγουρα είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης που έχει παραλάβει βραβείο στις Κάννες με την ατάκα «Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γαϊδάρους μου» στην ευχαριστήρια ομιλία του.
Μετά την απελευθέρωσή του από το τσίρκο, ο εν λόγω γάιδαρος, περιπλανιέται στη σύγχρονη Πολωνία, συναντά τους κατοίκους της -από εκτροφείς γουνοφόρων ζώων μέχρι χούλιγκανς του ποδοσφαίρου, στοργικά παιδιά, αριστοκράτες και ακτιβιστές- και προσπαθεί να επιβιώσει αναζητώντας την αγάπη και τη συμπόνια σε έναν εχθρικό κόσμο. Ολα γίνονται αντιληπτά μέσα από τα βαθιά, σκοτεινά, εμφατικά μη ανθρώπινα μάτια του Ιo – αλλά το τι ακριβώς μας προκαλεί, και με τι ισοδυναμεί με το ταξίδι του, αφήνεται σε εμάς να το ξεκαθαρίσουμε, γράφει στην Telegraph ο κριτικός κινηματογράφου Ρόμπι Κόλινς.
Προφανώς το έργο του Σκολιμόφσκι είναι ένα εκκεντρικό project, που μπορεί να το δει κάποιος είτε ως χαλαρό ριμέικ είτε ως συνέχεια του μπρεσονικού «Au Hasard Balthazar» (1966). Το «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» του Ρομπέρ Μπρεσόν ήταν μια ελεύθερη μεταφορά της ιδέας του «Ηλίθιου» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι με ήρωα έναν γάιδαρο, τον Μπαλταζάρ. Κάθε επεισόδιο της ζωής του Μπαλταζάρ συμβολίζει ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Ο ίδιος ο Μπρεσόν μάλιστα σχολίασε αργότερα πως ο Μπαλταζάρ συμβόλιζε τη χριστιανική πίστη.
Αλλά ο Σκολιμόφσκι απομακρύνεται από τη χριστιανική αλληγορία του Μπρεσόν· ασπαζόμενος τον ειδωλολατρικό σουρεαλισμό, ο πολωνός σκηνοθέτης μετατρέπει το ταξίδι του Εο από ζωή ενός αγίου σε γήινη αλητεία (στο στυλ του μυθιστορήματος πικαρέσκο). Σκεφτείτε τον Εο σαν Δον Κιχώτη: υπάρχουν ακόμη και ανεμόμυλοι στους οποίους ο ήρωάς μας μπορεί να επιτεθεί, ή μάλλον να τριποδίσει χαλαρά σε μια πλαγιά που περιβάλλεται από βλοσυρές οικολογικές τουρμπίνες πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Μπρεσόν -spoiler alert- ο γάιδαρός του ξαπλώνει και πεθαίνει, ενώ ο Σκολιμόφσκι ξεκινά τη δική του με μια ανάσταση. Κάτω από ένα κόκκινο στροβοσκοπικό φως ο Ιο πείθεται προφανώς να επιστρέψει και πάλι στη ζωή από την Κασσάνδρα, την ιδιοκτήτριά του (Σάντρα Ντρζιμάλσκα), πράγμα που αποδεικνύεται ότι είναι μέρος μιας σκηνής η οποία στην κορύφωσή της δίνει σκοπό στην ύπαρξη του ζώου.
Ωστόσο, μετά από μια αλλαγή στη νομοθεσία για την καλή διαβίωση των ζώων, το τσίρκο κλείνει, ο Εο φεύγει και η μοίρα τον οδηγεί σε ένα ειδυλλιακό καταφύγιο γαϊδάρων, στον στάβλο μιας κόμισσας (Ιζαμπέλ Ιπέρ), σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου για το πρωτάθλημα και από εκεί σε μια φάρμα για αγελάδες και σε μια παραμυθένια άγρια φύση κάπου στην Ευρώπη. Μερικές φορές οι άνθρωποι είναι σκληροί μαζί του και άλλοτε ευγενικοί, ενώ άλλες φορές δεν υπάρχουν καθόλου άνθρωποι.
Σε ένα πυκνό δάσος, η κάμερα του Σκολιμόφσκι παρακολουθεί αράχνες να φτιάχνουν ιστούς και βατράχους να πηδάνε σε φεγγαρόλουστες λιμνούλες –μια ασεβής παρωδία της διάσημης σκηνής με τη βάρκα στο ποτάμι στη «Νύχτα του Κυνηγού» (1955) του Τσαρλς Λότον, στην οποία τα παιδιά του Μπεν Χάρπερ φεύγουν με τη βάρκα για να γλυτώσουν από τα νύχια του Χάρι Πάουελ (Ρόμπερτ Μίτσαμ).
Η μίμηση (pastiche) -με πρωταγωνιστή ένα γαϊδουράκι- ενός φιλμ νουάρ 73 ετών είναι ακριβώς το είδος της ασυνήθιστης απόλαυσης στην οποία ειδικεύεται το «Εο»: υπάρχει ακόμη μια σεκάνς στην οποία η Ιζαμπέλ Ιπέρ εμφανίζεται στιγμιαία σαν μια μαραμένη, ημιαιμομικτική ιταλίδα κόμισσα, και το επιθανάτιο όραμα κάποιου μακρινού ρομποτικού απογόνου, με τις υδραυλικές του οπλές να ανακατεύουν τη λάσπη για να φορτιστούν.
Παράξενη, όμορφη, συγκινητική και παιχνιδιάρικη, γράφει ο βρετανός κριτικός της Telegraph, αυτή η ταινία έχει μια μοναδικότητα που αξίζει να αγαπηθεί, και ένα βάθος που αποκαλύπτεται –πολύ εύστοχα– στα ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News