«Θα ήθελα να ξεκινήσει η βραδιά με τιμή εκκίνησης τα 50 εκατ. ευρώ». Ετσι είχε ξεκινήσει πέρυσι τον Μάιο, διά στόματος Ολιβερ Μπάρκερ, εκπροσώπου του γνωστού οίκου Sotheby’s, η διαδικασία δημοπρασίας της περιβόητης Mercedes-Benz 300 SLR Uhlenhaut Coupé, για την οποία γράφαμε δικαίως τέτοια εποχή. Το «δικαίως» κολλάει στο ότι τούτο το αριστούργημα μόλις είχε σπάσει το απόλυτο ρεκόρ πώλησης αυτοκινήτου. Στην ιστορία. Εβερ.
Τα 50 εκατομμύρια που είχε προτείνει ο Μπάρκερ ως τιμή εκκίνησης, έτσι για την όρεξη της βραδιάς, ήταν ήδη περισσότερα από το αντίστοιχο ποσόν που είχε πουληθεί, το 2018, το μέχρι τότε ακριβότερο αυτοκίνητο στον κόσμο, μία Ferrari 250 GTO του 1962. Λίγοι βρίσκονταν στη δημοπρασία της 300 SLR Uhlenhaut, πολύ λίγοι ήξεραν περί τίνος επρόκειτο και ελάχιστοι επιτρεπόταν να βρίσκονται καν στον χώρο όπου διεξήχθη. Η οποία δημοπρασία, για την ιστορία, έλαβε χώρα εντός της ιδιοκτησίας Mercedes.
Τελικά, αφού οι προσφορές άρχισαν να ανεβαίνουν σε δυσθεώρητα ύψη –70 εκατ. ευρώ, 80 και ούτως καθεξής–, το σφυρί χτύπησε τρεις φορές τελεσίδικα στα εξωφρενικά 135 εκατ. ευρώ. Ο νέος ιδιοκτήτης, φυσικά, παρέμεινε άγνωστος. Στην οικονομική αφρόκρεμα τέτοιου επιπέδου η προβολή δεν είναι ζητούμενο, αλλά κατάρα.
Η συγκεκριμένη 300 SLR ήταν το ένα από τα μόλις δύο αντίτυπα που κατασκευάστηκαν ποτέ. Το άλλο το κράτησε η εταιρεία και, αν δε συμβεί πυρηνικός πόλεμος, πρόκειται να παραμείνει για πάντα στην ιδιοκτησία της. Η Uhlenhaut δεν είναι, φυσικά, το μόνο κόσμημα στην πανάκριβη «μπιζουτερί» της Mercedes. Οπως διαβάσατε στον πρόλογο, πέραν του Μουσείου της, στο οποίο έχει πρόσβαση το κοινό, υπάρχουν και κάποιες άλλες αίθουσες, χωμένες σε δρόμους της Στουτγάρδης. Εκεί φυλάσσεται ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της. Ενα, τουλάχιστον, αντίτυπο από κάθε μοντέλο ή ιδιαίτερη κατασκευή που φτιάχτηκε ποτέ με το αστέρι στο καπό.
Οι συγκεκριμένες κτιριακές εγκαταστάσεις δεν χτυπούν στο μάτι, δεν κραυγάζουν το περιεχόμενό τους και δεν έχουν καμία σχέση με τον αρχιτεκτονικό μινιμαλιστικό φουτουρισμό του επίσημου Μουσείου της Mercedes, που βρίσκεται επίσης στην πόλη. Περισσότερο μοιάζουν με περίκλειστες αποθήκες. Χωρίς παράθυρα, φωτιστικά εφέ ή περίτεχνα σπιράλ από μπετόν και κρύσταλλα.
Εννοείται, όσοι έχουν τη μοναδική ευκαιρία να μπουν για λίγο εντός, όπως οι Financial Times, κλείνουν προκαταβολικά τα κινητά. Εδώ δεν χωρούν αναμνηστικές φωτό και σέλφις. Οχι, δεν ελέγχονται διά της βίας ή με ογκώδεις σωματοφύλακες, αλλά με τη διακριτική επιβολή μιας ανώτερης εξουσίας ενός μυστικού κύκλου. Μου θυμίζει τη σκηνή στο επικό «Μάτια Ερμητικά Κλειστά», με τον Τομ Κρουζ να αναγκάζεται να βγάλει τη μάσκα έχοντας παρεισφρήσει λάθρα στη μασονικού τύπου αποκρυφιστική σύναξη. Δεν τον έπιασαν από τον λαιμό, ούτε καν υψώθηκε ο τόνος φωνής για να τον πείσουν. Ε, κάπως έτσι και εδώ. Εχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι στην Καπέλα Σιξτίνα, στο παρεκκλήσι του Πάπα, στο Βατικανό. Εδώ είναι ο ίδιος ο χώρος, η ιστορία και τα τεχνουργήματά του που επιβάλλουν τον σεβασμό. Δεν χρειάζονται «φουσκωτοί».
Μέσα στα Helige Hallen στεγάζεται όλη η διαδρομή της εταιρείας. Εργα τέχνης σε τροχούς, μονοθέσια της Formula 1, τέρατα του Γερμανικού Πρωταθλήματος Τουρισμού (DTM), προχωρημένα κόνσπετ, σπάνια προπολεμικά, το ασημένιο αγωνιστικό που κάποτε ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, ο σημαντικότερος οδηγός αγώνων της εποχής, οδήγησε στο γαλλικό γκραν πρι του ’54 με μέση ταχύτητα κάποια 186 χλμ./ώ., η λευκή ML 430 του Πάπα, το λεγόμενο «Popemobile», η κλασική κούκλα, γύρω στο 1930, του Μαχαραγιά του Κασμίρ, ακόμα και η Mercedes 190 E 2.3-16 με την οποία ο σχετικά άγνωστος τότε Αϊρτον Σένα κέρδισε στην πίστα του Νίρμπουργκρινγκ τους μεγάλους σταρ της εποχής, όταν η εταιρεία οργάνωσε έναν αγώνα με πρωταθλητές και οδηγούς της F1, με αφορμή το λανσάρισμα του μοντέλου, το 1984. Είναι όλα εδώ. Η κληρονομιά είναι το μέλλον. Εστω και αν πλέον είναι ψηφιακό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News