«Δώστε μας τα όπλα σας και εμείς θα ανακτήσουμε ό,τι είναι δικό μας», δήλωσε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι τον προηγούμενο μήνα απευθυνόμενος στις παγκόσμιες ελίτ, στην ετήσια σύνοδο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στο Νταβός.
Είναι αλήθεια πως από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία οι Δυτικοί σύμμαχοι του Κιέβου κάνουν ακριβώς αυτό: δεν σταματούν να το προμηθεύουν με κάθε είδους όπλα –αντιαρματικούς πυραύλους, οβίδες, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τεθωρακισμένα οχήματα, αντιαεροπορικά συστήματα, προηγμένους εκτοξευτήρες πυραύλων–, ενώ πρόσφατα αποφασίστηκε να αποσταλούν στην Ουκρανία και άρματα μάχης.
«Σε κάθε στάδιο το Κίεβο ζητούσε περισσότερα για να απωθήσει τους ρώσους εισβολείς και σχεδόν σε κάθε στάδιο η Δύση αποδεχόταν τις ουκρανικές απαιτήσεις, αν και ίσως όχι με την ταχύτητα που θα ήθελε η Ουκρανία», γράφει ο Ισάν Θαρόρ της Washington Post σε ανάλυσή του.
Σημειώνει επίσης πως μετά την επίλυση του ζητήματος των αρμάτων μάχης, σημείο τριβής μάλλον θα αποτελέσει η επιθυμίας της Ουκρανίας να αποκτήσει μαχητικά αεροσκάφη πολλαπλών χρήσεων, τα οποία το Κίεβο υποστηρίζει πως χρειάζεται, καταρχάς για να αποκρούσει μια νέα μεγάλη ρωσική επίθεση, αλλά και για να ανακτήσει πρώην εδάφη του στα νοτιοανατολικά της χώρας, περιλαμβανομένης και της Κριμαίας, την οποία προσάρτησε η Ρωσία το 2014.
Ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της εβδομάδας εάν θα έστελνε F-16 στους Ουκρανούς, ο Τζο Μπάιντεν απάντησε κατηγορηματικά «όχι», ενώ βρετανοί αξιωματούχοι σημείωσαν, πιο διαλλακτικά, πως «δεν θα ήταν πρακτικό» να παρέχονταν τέτοιου τύπου μαχητικά αεροσκάφη στην Ουκρανία. Ωστόσο, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είπε σε δημοσιογράφους πως, όσον αφορά την αρωγή των Ουκρανών στον αγώνα τους κατά των Ρώσων, «εξ ορισμού δεν αποκλείεται τίποτα».
«Τέτοια είναι η Δυτική ρητορική αφοσίωση στην πολεμική προσπάθεια που καταβάλλουν οι Ουκρανοί. Η Δύση φαίνεται να ενστερνίζεται πλήρως τον αγώνα της Ουκρανίας για την κυριαρχία της, καθώς και το μαξιμαλιστικό όραμα του Κιέβου για νίκη», συνοψίζει ο σχολιαστής της Washington Post.
Γιατί, όμως, χαρακτηρίζει τη Δυτική αφοσίωση ρητορική; Διότι η Δύση εξακολουθεί να μην έχει μια ξεκάθαρη στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου. «Οι Δυτικοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι ο πόλεμος πρέπει (και πιθανότατα μόνον έτσι μπορεί) να τερματιστεί διπλωματικά. Αλλά κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος ρωτά έναν Δυτικό πολιτικό ή διπλωμάτη πώς φαντάζεται το τέλος του πολέμου, σχεδόν πάντα δίνονται οι ίδιες απαντήσεις: πως εναπόκειται στην Ουκρανία να καθορίσει τους όρους της ειρήνης (παρότι χωρίς ξένη βοήθεια, μόνοι τους, πιθανώς δεν θα κατάφερναν να αντισταθούν), πως η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται να διαπραγματευτεί καλόπιστα, πως το πιο σημαντικό τώρα είναι να εξοπλίσουμε την Ουκρανία επαρκώς, ούτως ώστε σε ένα θεωρητικό μελλοντικό τραπέζι διαπραγματεύσεων να είναι το δυνατόν πιο ισχυρή», γράφει ο Θαρόρ.
Στην ανάλυσή του επικαλείται μια νέα μελέτη που αμφισβητεί την παραπάνω στρατηγική, προειδοποιώντας συγχρόνως πως υπάρχει ο κίνδυνος να εμπλακούν οι ΗΠΑ, και κατά συνέπεια οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, σε μια ατέρμονη σύρραξη, που θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να κλιμακωθεί μοιραία.
Στην έκθεση με τίτλο «Αποφεύγοντας έναν μακροχρόνιο πόλεμο: Η πολιτική των ΗΠΑ και η πορεία της σύρραξης Ρωσίας-Ουκρανίας». που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την έγκυρη RAND Corporation, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, υποστηρίζεται ότι όσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο πιο πιθανό καθίσταται το ενδεχόμενο κλιμάκωσης που θα μπορούσε να οδηγήσει τη Ρωσία σε άμεση σύγκρουση με το ΝΑΤΟ, αλλά και να αναγκάσει στη συνέχεια το Κρεμλίνο να καταφύγει στη χρήση πυρηνικών όπλων. Οπότε, αντί να καθιστούν σχεδόν αναπόφευκτη τη συνέχιση του πολέμου, οι Δυτικές δυνάμεις θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να πείσουν τα εμπόλεμα κράτη να αρχίσουν να διαπραγματεύονται.
Πρόκειται για μια άποψη που έχει ήδη εκφραστεί από πολλούς (δημοσιογράφους, πολιτικούς, αναλυτές κλπ.), μεταξύ των οποίων και ο κατεξοχήν βετεράνος και πρώην «γκουρού» της αμερικανικής διπλωματίας Χένρι Κίσινγκερ. Τι καθιστά, λοιπόν, τη μελέτη της RAND Corporation ενδιαφέρουσα; Το ότι είναι η πιο εμπεριστατωμένη πρόταση για αλλαγή της αμερικανικής (και κατ’ επέκταση της Δυτικής) πολιτικής στην Ουκρανία που προωθείται από μια δεξαμενή σκέψης της Ουάσινγκτον.
Ο Θαρόρ εξηγεί πως οι συντάκτες της μελέτης, οι πολιτικοί επιστήμονες Σάμιουελ Σάραπ και Μιράντα Πριμπ, δεν αναφέρονται ούτε στη «δημοκρατία» ούτε στο «κράτος δικαίου» ή στις Δυτικές «αξίες» επιλέγοντας να παρουσιάσουν την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο πολέμου: «Ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία έχουν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν την “απόλυτη νίκη” όπως την ορίζει η καθεμία, ωστόσο και οι δύο χώρες εμφανίζονται αισιόδοξες όσον αφορά τη δυνατότητά τους να κερδίσουν μακροπρόθεσμα, ενώ είναι απαισιόδοξες όσον αφορά το τι μπορεί να ακολουθήσει μια κατάπαυση του πυρός ή μια αβέβαιη ειρήνη».
Την ίδια ώρα, όσο περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες, ολοένα περισσότεροι διερωτώνται για πόσο καιρό ακόμη θα είναι σε θέση η Δύση να συνδράμει στρατιωτικά και οικονομικά την Ουκρανία. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, οι περισσότεροι Αμερικανοί ήδη πιστεύουν πως οι ΗΠΑ είναι υπέρ το δέον αλληλέγγυοι προς τους μαχόμενους Ουκρανούς, ενώ στη μελέτη της RAND Corporation επισημαίνεται και μια άλλη σκληρή αλήθεια: πως η συνέχιση του πολέμου συνεπάγεται συνέχιση και των δεινών του ουκρανικού λαού, αλλά και του οικονομικού πανικού, αν όχι χάους, όπως γράφει ο αμερικανός δημοσιογράφος, στην Ευρώπη.
Επιπλέον, υφίσταται, φυσικά, και το ζήτημα των πυρηνικών όπλων. Επί μήνες οι Ουκρανοί, κάνοντας λόγο για άσκηση ακροσφαλούς διπλωματίας από την πλευρά της Ρωσίας, παροτρύνουν τους λαούς που τους υποστηρίζουν να μη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις πυρηνικές απειλές της Μόσχας. «Είναι μια τακτική εκφοβισμού», υποστήριξε πρόσφατα μιλώντας σε ανταποκριτές της Washington Post στο Κίεβο ο Κιρίλο Μπουντάνοφ, επικεφαλής της ουκρανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών.
«Η Ρωσία είναι μια χώρα από την οποία μπορείς να περιμένεις πολλά, αλλά όχι μια απόλυτη ανοησία. Λυπάμαι, αλλά δεν πρόκειται να συμβεί. Η εξαπόλυση μιας πυρηνικής επίθεσης θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο μια στρατιωτική ήττα για τη Ρωσία, αλλά την κατάρρευση της Ρωσίας. Και το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό», εξήγησε και σίγουρα δεν αποκλείεται να έχει δίκιο.
Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός, όπως επισημαίνουν οι Σάραπ και Πριμπ στη μελέτη τους, ότι εξακολουθεί να υφίσταται το ενδεχόμενο ενός θερμού πολέμου με τη χώρα που διαθέτει το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο. Μια περαιτέρω κλιμάκωση των εχθροπραξιών, ακόμη και αν προκαλούνταν από λανθασμένους τακτικούς υπολογισμούς μέσα στο χάος του πολέμου, θα μπορούσε γρήγορα να οδηγήσει τις χώρες του ΝΑΤΟ σε μια ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρωσία. Και σε αυτή την περίπτωση, δεδομένης της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο συμβατικός στρατός της Μόσχας, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να καταφύγει το Κρεμλίνο στη χρήση πυρηνικών όπλων.
«Ορισμένοι αναλυτές αμφιβάλλουν ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επιτεθεί σε μια χώρα του ΝΑΤΟ, καθώς χάνει ήδη εδάφη από τις ουκρανικές δυνάμεις και με μια ενδεχόμενη επίθεση θα εμπλεκόταν σε πόλεμο με την πιο ισχυρή στρατιωτική συμμαχία του κόσμου. Ωστόσο, εάν το Κρεμλίνο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εθνική ασφάλεια της χώρας κινδυνεύει σοβαρά, θα μπορούσε κάλλιστα να επιδιώξει την κλιμάκωση λόγω έλλειψης καλύτερων εναλλακτικών επιλογών», γράφουν οι δυο αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες, διερωτώμενοι για ποιο λόγο να ρισκάρει η Δύση έναν τέτοιο πόλεμο με τη Ρωσία, δεδομένου ότι ακόμη και αν η σύρραξη τερματιστεί με τους Ρώσους να διατηρούν τα εδάφη που έχουν καταλάβει έως σήμερα, το Κρεμλίνο θα έχει ηττηθεί.
«Ο πόλεμος έχει ήδη υπάρξει τόσο καταστροφικός για τη Ρωσία, που η περαιτέρω σταδιακή αποδυνάμωσή της δεν αποτελεί πλέον τόσο σημαντικό όφελος για τα συμφέροντα των ΗΠΑ όσο στις προηγούμενες φάσεις της σύρραξης», γράφουν οι Σάραπ και Πριμπ. «Θα χρειαστούν χρόνια, ίσως και δεκαετίες, για να ανακάμψουν ο ρωσικός στρατός και η οικονομία από τη ζημιά που έχουν ήδη υποστεί», προβλέπουν.
Παρόμοια άποψη εξέφρασε στον Economist ο Κρίστοφερ Τσίβις, ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Carnegie Endowment for International Peace, η οποία εδρεύει επίσης στην Ουάσινγκτον. «Εάν οι διαπραγματεύσεις πάγωναν τις γραμμές των δύο πλευρών εκεί που βρίσκονται σήμερα, ο Πούτιν θα κατέβαλλε πολύ υψηλό τίμημα για πολύ περιορισμένα κέρδη. Οι ένοπλες δυνάμεις του επέδειξαν την ανικανότητά τους σε όλον τον κόσμο. Η Ρωσία είναι πλέον ένα κράτος-παρίας και η σχέση της με την Ευρώπη –επί αιώνες η πιο σημαντική– έχει καταστραφεί. Οι κυρώσεις θα επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας για τα επόμενα χρόνια, ακόμη και αν τελικά μετριαστούν ως αντάλλαγμα για παραχωρήσεις από το Κρεμλίνο», έγραψε ο αμερικανός ειδικός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News