«Ξέρετε τι μου έμεινε από τον έρωτα της ζωής μου; Ενα σακουλάκι με αυτά που φόραγε»…
«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή»
«Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Η τελευταία του λέξη ήταν “γιατί”. Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος»…
«Νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καίγονταν. Ηταν οι γονείς μου»…
«Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου, μερικούς μήνες μετά, κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο. Ζητώ δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιώτη, που ήταν φίλη μου, για όλους όσους χάθηκαν άδικα»…
«Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Ημασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μάς έκαψε στις 18.40, δηλαδή δυόμισι ώρες μετά την έναρξή της»…
«Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν τέσσερις μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγος μου… Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω»…
«Αυτό συνέβη στις 19.30 και μέχρι τις 21.00 κείτονταν κάτω. Τα ξέρω αυτά, γιατί η γειτόνισσα κατάφερε να επιβιώσει και έδωσε συνέντευξη και τα έμαθα. Ο ανάπηρος σύζυγός της απανθρακώθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένεια, στης οποίας το αμάξι βρισκόταν. Αργότερα πέθανε κι εκείνη από επιπλοκές»…
«Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω με τα χέρια του ανοιχτή αγκαλιά»…
Δεν ξέρω αν έχουμε καταλάβει ακριβώς τι συμβαίνει εδώ και δύο μήνες στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας. Ακόμα και αν προσπεράσουμε το γεγονός ότι αυτά που ακούγονται από τους μάρτυρες, για την ελληνική Δικαιοσύνη, άρα και για την ελληνική Πολιτεία, αφορούν τελικά πλημμελήματα και όχι κακουργήματα –δύσκολο να το προσπεράσεις, αλλά για χάρη της συζήτησης ας το επιχειρήσουμε– πρόκειται για μια, σχεδόν καθημερινή, αποκαθήλωση του ελληνικού κράτους –και των αντιπροσώπων του εκείνη την κρίσιμη περίοδο.
Μιλάμε για τη δίκη των «υπευθύνων» για την εθνική τραγωδία που συνέβη εκείνο το φρικτό απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι, μερικά μόλις χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Μια δίκη που έχει ξεκινήσει εδώ και δύο μήνες, αλλά εδώ δεν έχουμε ούτε πορείες, στάσεις εργασίας και κλειστούς δρόμους, ούτε #JusticeForZackie και φωταγωγήσεις ακριβοθώρητων ιδρυμάτων. Μια δίκη που περνάει κάτω από τα ραντάρ της new age κοινωνικής ευαισθησίας.
Μιλάμε για καρτερικές μαρτυρίες ανθρώπων που έχασαν δικούς τους εκείνο το απόγευμα. Ανθρωποι που καθώς διηγούνταν στους δικαστές όσα έζησαν, έφεραν ακόμα οι ίδιοι τα εγκαύματα στο κορμί και στο πρόσωπό τους, άνθρωποι που κάθε μέρα και κάθε νύχτα είναι αντιμέτωποι με τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες, άνθρωποι που μόνο με βαριά φαρμακευτική αγωγή μπορούν να σταθούν –όπως μπορούν– στα πόδια τους.
Για αυτούς όμως δεν κλαίνε πολλοί, ούτε υπάρχει ευρύ κύμα συμπαράστασης σε πολύχρωμα social media –βλέπετε, εδώ ο φταίχτης δεν είναι οι νέοι εχθροί, η πατριαρχία, ο ρατσισμός ή αστυνομική βία, εδώ τα θύματα δεν ομαδοποιούνται: ο φονιάς στο Μάτι δεν έκανε διακρίσεις, τους έκαψε ή τους έπνιξε όλους, γυναίκες, άνδρες, μωρά, γέρους και γριές, ανθρώπους που αγαπιούνταν ως το φρικτό τέλος.
Αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν κλαίνε πολλοί, επειδή αυτή δίκη έχει και –αν όχι κυρίως– πολιτικό αποτύπωμα. Ανεξίτηλο. Και κάθε μέρα το ξαναθυμόμαστε, όσοι έχουμε το σθένος και την ηθική να το κάνουμε.
Διότι σε αυτή τη δίκη, όλοι οι μάρτυρες, όλοι, έχουν περιγράψει πώς τους άφησαν να καούν, αν δεν τους οδήγησαν κατευθείαν στη φωτιά. Πως κανείς δεν τους ειδοποίησε και πως κάποιοι από τους 100 και βάλε νεκρούς θα είχαν γλιτώσει και θα ζούσαν τώρα. Πως τα πάντα είχαν καεί, πως οι άνθρωποι είχαν πεθάνει και όλοι ήξεραν για δεκάδες νεκρούς, όταν κάποιοι έδιναν μια φαιδρή παράσταση, προσθέτοντας μια εθνική ντροπή στον εθνικό εφιάλτη.
Σε αυτή τη δίκη δεν αποκαλύπτεται μόνο η κυνική γελοιότητα εκείνων που έστησαν την on camera «ενημέρωση» του Αλέξη –«τι ώρα θα αρχίσουν τα πτητικά μέσα;»– Τσίπρα στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής, αλλά και η ογκώδης άγνοια, αν όχι η τρομακτική υποκρισία του Πρωθυπουργού της χώρας εκείνη τη νύχτα.
Ο κόσμος και τα media στέκονται ιδιαίτερα στις εικόνες του Συντονιστικού, με τον κ. Τσίπρα να κάνει ανούσιες ερωτήσεις ενώ τα πάντα είχαν καεί. Είναι όντως συγκλονιστική αυτή η εικόνα ενός Πρωθυπουργού σε σύγχυση, αλλά ας πούμε ότι ισχύει η δικαιολογία που επικαλέστηκε μήνες αργότερα, ότι οι κάμερες έκαναν πολλούς από τους παρόντες να χάσουν τη μιλιά τους. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν τα όσα ψέλλιζε ο κ. Τσίπρας στην αίθουσα, αλλά οι δηλώσεις του μετά τη σύσκεψη, όταν πια είχε, υποτίθεται, ενημερωθεί για την ύπαρξη πολλών νεκρών.
Η ώρα στο ακριβό ρολόι του έγραφε 00:28, είχε μπει η 24η Ιουλίου 2018, και ο κ. Τσίπρας, ως Πρωθυπουργός της χώρας, απευθύνθηκε στο πανελλήνιο, λέγοντας: «Θέλω να απευθύνω έκκληση και προς τους πολίτες που βλέπουν τις περιουσίες τους να βρίσκονται σε κίνδυνο, αυτό που προέχει δεν είναι ετούτη την ώρα η περιουσία, το σπίτι, το αυτοκίνητο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία από κάθε άλλο και κάθε τι είναι η ανθρώπινη ζωή».
Με βάση τα όσα έχουν ακουστεί αυτές τις τελευταίες εβδομάδες στο δικαστήριο, είχαν περάσει έως και έξι ώρες από τους πρώτους νεκρούς, η φωτιά στην Ανατολική Αττική είχε ήδη κάψει ό,τι είχε να κάψει και οι άνθρωποι, όσοι δεν είχαν καεί πάλευαν πια με τα κύματα να σωθούν.
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι στο Συντονιστικό ο κ. Τσίπρας δεν είχε ακόμα ενημερωθεί από τους αμίλητους υπουργούς του, μετά, απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό, είχε το θράσος να εκστομίζει και πάλι γενικόλογα φληναφήματα περί αξίας της ανθρώπινης ζωής.
Μια αξία που ευτελίστηκε τόσο εκείνη τη νύχτα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News