Θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από τους πρώτους έξι μήνες μου σε ψυχοθεραπεία. Ανακαλώ ψήγματα από όσα έλεγα, ανεπαρκή να δημιουργήσουν ένα ενιαίο αφήγημα, σαν εικόνες από όνειρο. Αν δεν είχα κάποιες φωτογραφίες από την αίθουσα αναμονής του παλιού γραφείου της ψυχολόγου μου για να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του, θα μπορούσα να θεωρήσω ότι τα είχα δει όλα στον ύπνο μου.
Εκείνο που δεν μπορώ να ξεχάσω, όμως, είναι η πρώτη συνεδρία μου. Οταν έφτασα στη διεύθυνση που είχα σημειώσει δίπλα στην επαφή της τότε υποψήφιας θεραπεύτριάς μου, ήμουν πολύ μπερδεμένη. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν στεκόμουν έξω από μια τυπική είσοδο πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας. Αυτό που αντίκριζα ήταν ένα άδειο οικόπεδο.
Με λεπτομέρειες που δεν θυμάμαι πλέον, εκείνη μου εξήγησε στο τηλεφώνημα που της έκανα πανικόβλητη, ότι είχα κάνει λάθος στη διεύθυνση. Αυτό δεν έβγαζε νόημα· οι οδοί δεν έμοιαζαν φωνητικά, ούτε οι αριθμοί ήταν παρόμοιοι με οποιονδήποτε τρόπο.
Στο μισάωρο που απέμεινε από τη συνεδρία μου, η ψυχολόγος πρόλαβε να μου εξηγήσει, ανάμεσα σε λίγα ακόμα πράγματα, ότι αυτό που μόλις συνέβη δεν ήταν ένα απλό ατύχημα. Ηταν ένα τρανταχτό παράδειγμα αυτού που στη γλώσσα τους λέγεται παραπραξία ή φροϋδικό ολίσθημα και στη δική μας «δεν θέλεις βαθιά μέσα σου να είσαι εδώ και σημείωσες ασυνείδητα λάθος διεύθυνση με σκοπό να αποφύγεις τη συνάντηση».
Υπάρχει η περίπτωση, δηλαδή, όπως ήταν η δική μου, να αναζητήσει κανείς ψυχοθεραπεία χωρίς να έχει συμβιβαστεί με το γεγονός ότι υπάρχει κάτι που τον κάνει να τη χρειάζεται. Η δυσκολία αυτής της συνειδητοποίησης, η οποία επηρεάζει τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας αυτή καθαυτή, φέρνει συχνά αυτόν που την αναζητά προ εκπλήξεως, γιατί παραμένει ασυμβίβαστη με πολλά από τα κελεύσματα της σύγχρονης κοινής γνώμης, τα οποία και ο ίδιος κοινωνεί και μπορεί και να αναπαράγει.
Η ψυχοθεραπεία δεν είναι απλώς απενοχοποιημένη, αλλά και επιθυμητή, η ψυχική υγεία συνοψίζεται και πακετάρεται σε λεζάντες του Instagram, σε βιβλία αυτοβοήθειας και κύκλους σεμιναρίων πολυεθνικών εταιρειών. Αυτή η απλούστευση συμβαίνει κατά τη διαδικασία του μεταβολισμού διαφόρων απόψεων πάνω σε έννοιες, πολιτικές και πρακτικές από το ευρύ κοινό (η ψυχοθεραπεία είναι καλή, το να βιάζεις είναι κακό κ.ο.κ.) και είναι δείκτης της αποδοχής τους, έστω σε ένα πρώτο επίπεδο.
Ο στόχος της ψυχοθεραπείας
«Η ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα είναι ένα χρόνιο αίτημα και τελευταία, ακόμα μεγαλύτερο», είναι ένα από τα πρώτα που μου λέει ο Δημήτρης Σακελλάρης, ψυχίατρος- ψυχαναλυτής και επιστημονικά υπεύθυνος του Κέντρου Ημέρας για την Ψυχολογική Υποστήριξη Ασθενών με Καρκίνο της ΕΚΨ «Π. Σακελλαρόπουλος». «Στο μυαλό, όμως, των περισσότερων ανθρώπων υπάρχει σύγχυση γύρω από τον ορισμό της».
«Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν για προβλήματα, σκέψεις και συναισθήματα που δεν μπορούν να μοιραστούν με άλλους, και να καταλάβουν κιόλας και το νόημά τους», μου λέει σχετικά με τους λόγους για τους οποίους κάποιοι αναζητούν θεραπεία. «Πολλές φορές, βέβαια, πηγαίνουν νομίζοντας ότι κάνουν θεραπεία, χωρίς να κάνουν ουσιαστικά, αντιστεκόμενοι σε αυτήν».
Οι αντιστάσεις μπορεί να πάρουν διάφορες μορφές: την άρνηση κάποιου να μιλήσει, τις συνεχείς ακυρώσεις ραντεβού, το να μιλάει κανείς συνέχεια χωρίς να αφήνει χώρο στον θεραπευτή του, το να λογοκρίνει τη σκέψη του. Αυτές χρειάζεται να καμφθούν, ώστε η ψυχοθεραπεία να πετύχει τον στόχο της.
«Η ψυχοθεραπεία είναι μια εργασία που έχει στόχο την αλλαγή», εξηγεί ο κ. Σακελλάρης. «Είναι μια εργασία που κάνουν δύο άνθρωποι οι οποίοι έχουν συμφωνήσει ένα πλαίσιο και συναντιούνται με έναν στόχο: να αλλάξει ο θεραπευόμενος».
Πλαίσιο, η βασική αρχή της ψυχοθεραπευτικής σχέσης
Το πλαίσιο ή θεραπευτικό συμβόλαιο είναι κάτι με το οποίο έρχεται (ή τουλάχιστον πρέπει να έρχεται) σε επαφή όποιος ξεκινάει θεραπεία και αποτελεί την αρχική συμφωνία που κάνουν μεταξύ τους θεραπευτής και θεραπευόμενος σχετικά με το πώς θα προχωρήσει η σχέση τους.
Η συμφωνία αυτή αφορά τον χρόνο και τον τόπο της συνάντησης, τη συχνότητα των συναντήσεων, κάποιες σταθερές απουσίες του θεραπευτή, την αμοιβή (αν υπάρχει) και άλλους κανόνες, όπως σχετικά με τις ακυρώσεις, τις αλλαγές και τις αναπληρώσεις συνεδριών.
Το πλαίσιο, εκτός του να ορίζει τι περιλαμβάνει η σχέση τους, εξαιρεί και όσα δεν περιλαμβάνει. «Εδώ και δεκαετίες είναι δεδομένο ότι δεν επιτρέπεται με κανέναν τρόπο κάποιος να κάνει άλλου τύπο σχέση με τον θεραπευόμενό του, εκτός του θεραπευτικού πλαισίου», υπογραμμίζει ο κ. Σακελλάρης. «Προφανώς, απαγορεύεται η οποιαδήποτε ερωτικοποίηση της σχέσης, γιατί υπάρχουν και τέτοια. Απαγορεύεται ακόμα η αποδοχή δώρων ή οποιασδήποτε οικονομικής συναλλαγής, πέρα από την αμοιβή που έχουν συμφωνήσει».
Ακόμα, το πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό «να είναι σταθερό –χωρίς να γίνεται δογματικό– γιατί εκεί μέσα θα εκτυλιχθούν αρκετά σύνθετες και πολύπλοκες διαδικασίες, που αφορούν και τον θεραπευόμενο και τον θεραπευτή», επισημαίνει ο κ. Σακελλάρης.
Οι προσδοκίες γύρω από την ψυχοθεραπεία
Παρά το γεγονός ότι είναι κοινή παραδοχή των περισσότερων ανθρώπων ότι «η αλλαγή δεν είναι εύκολο πράγμα», όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ.Σακελλάρης, «αυτό πολλές φορές δεν είναι ξεκάθαρο στο μυαλό τους. Υπάρχουν φαντασιώσεις του τύπου “ο ψυχοθεραπευτής θα μας αγγίξει με ένα μαγικό ραβδί και θα γίνουμε καλά”». Η πραγματικότητα της ψυχοθεραπείας απέχει κατά πολύ. Είναι μια δύσκολη και επίπονη διαδικασία, που απαιτεί αφοσίωση, δέσμευση, πολύ χρόνο και πολύ χρήμα – το τελευταίο εξαιτίας μιας χρόνιας παράλειψης της Δημόσιας Υγείας της χώρας.
Με αυτόν τον τρόπο, οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες είναι λογικές σε έναν βαθμό. Υπάρχουν γιατί κανείς δεν ξέρει τι να περιμένει από μια ψυχοθεραπεία εάν δεν έχει έρθει ξανά σε επαφή με ψυχολόγο, π.χ. στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος ή με σχετικό υλικό για την προάσπιση της ψυχικής υγείας.
«Μπορεί να είναι τελείως ξένο για τον θεραπευόμενο το να έχει απέναντί του έναν άγνωστο άνθρωπο και να πρέπει να εκθέσει προσωπικά στοιχεία, συναισθήματα, σκέψεις, τι συμβαίνει στη ζωή του», μου εξηγεί η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και συνεργάτις του Κέντρου Ημέρας για την Ψυχολογική Υποστήριξη Ασθενών με Καρκίνο της ΕΚΨ «Π. Σακελλαρόπουλος», Σοφία Ματιάτου. «Μπορεί να είναι πρωτόγνωρη εμπειρία, τόσο το να έχει κάποιον να τον ακούσει, όσο και να ακούσει ο ίδιος τον εαυτό του να μιλάει για ό,τι του συμβαίνει».
Συχνά, για να βοηθηθεί αυτή η πρώτη, αμήχανη και μονομερής γνωριμία, οι ψυχολόγοι, συνεχίζει, «περιγράφουμε στους ανθρώπους ποια είναι η διαδικασία ψυχοθεραπείας, πώς κανείς ωφελείται από αυτήν, τι θα κάνουμε εδώ, χωρίς να μπλέκουμε με όρους και έννοιες που δεν τους είναι χρήσιμες».
Στην περίπτωση που ένας ψυχολόγος δεν το κάνει από μόνος του, «αυτά είναι ερωτήματα που μπορεί να τα απευθύνει και ένας υποψήφιος θεραπευόμενος. “Τι θα κάνουμε εδώ πέρα; Εμένα με δυσκολεύει το τάδε και με φέρνει σε εσάς σήμερα”».
Παρά το γεγονός ότι η ψυχολόγος μου μού εξήγησε ακριβώς τι θα κάναμε και εγώ υποπτευόμουν τι συνέβαινε με εμένα, μου πήρε κάτι περισσότερο από δύο μήνες για να αρχίσω να πηγαίνω σταθερά στις συνεδρίες μου και να αρχίσω να αφήνομαι ελεύθερα σε συνειρμούς που θα με οδηγούσαν, αναπάντεχα, σε όσα με απασχολούσαν πραγματικά.
Η κυρία Ματιάτου εξηγεί πως μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να σχετίζεται και με το «κατά πόσο ο θεραπευόμενος μπαίνει σε μια σχέση ανοιχτά και “καλοπροαίρετα” ή με μια σχετική δυσπιστία». Ο θεραπευόμενος δεν το κάνει «ούτε άδικα, ούτε δίκαια· είναι, λογικά, μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζει γενικότερα τις σχέσεις του, η οποία συνδέεται με τις εμπειρίες και τα βιώματά του. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, δηλαδή, ότι μπαίνουμε σε μια θεραπευτική σχέση, με τον τρόπο που σχετιζόμαστε με όλους τους ανθρώπους».
Η σωστή αναζήτηση θεραπευτή
Ενας καλός δείκτης είναι να πληροί ο θεραπευτής απέναντί του κάποια βασικά κριτήρια. Ενα από αυτά, για τον κ. Σακελλάρη, είναι, πέρα από τους ακαδημαϊκούς τίτλους, η εκπαίδευση του θεραπευτή σε κάποια εταιρεία η οποία αναλαμβάνει την εκπαίδευση ψυχολόγων και ψυχιάτρων. «Είναι το ελάχιστο», επισημαίνει. «Ενας άνθρωπος που κάνει μια πρώτη συνάντηση, μπορεί να το ρωτήσει αυτό. Το να παίζει κανείς την τύχη του και να μη ρωτάει, είναι κι αυτό στοιχείο ψυχοπαθολογίας».
Αυτό, φυσικά, δεν εγγυάται ότι θα είναι ο σωστός ή ο κατάλληλος. Ούτε το κύρος ενός φορέα με τον οποίο μπορεί να συνεργάζεται ένας θεραπευτής, ούτε οι διθυραμβικές κριτικές σε κάποια ιστοσελίδα, ούτε καν η πρόοδος ενός γνωστού σου που τον εμπιστεύθηκε μπορούν να εγγυηθούν ότι αυτή η σχέση θα δουλέψει για τον καθένα προσωπικά.
«Εκεί παίζει ρόλο το ατομικό κριτήριο, η κρίση του ανθρώπου μέσα στη σχέση», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Ματιάτου, αναφερόμενη στην ψυχοθεραπευτική σχέση. «Η ελευθερία της βούλησης του θεραπευόμενου είναι σημαντική, ώστε, παρά την έλλειψη εμπειρίας με την ψυχοθεραπευτική διαδικασία και παρά τις προσωπικές δυσκολίες που στέλνουν κάποιον στη –συγχρόνως αναπαυτική και άβολη– πολυθρόνα του θεραπευόμενου, να καλλιεργηθεί η έννοια του υποκειμένου και της προσωπικής ευθύνης». Σκοπός του είναι να μπορεί το άτομο να αναγνωρίσει αν μια σχέση –και η θεραπευτική– τον ωφελεί ή όχι.
Γιατί μπορεί, πράγματι, η δυσπιστία να είναι απόλυτα βάσιμη, να μην πρέπει δηλαδή να εμπιστευθούμε τον άνθρωπο που κάθεται στην απέναντι πολυθρόνα. «Ο κλάδος μας δεν είναι ιδανικός, επειδή είναι κλάδος ψυχοθεραπείας», εξηγεί η κυρία Ματιάτου. «Σε όλους τους χώρους υπάρχουν περισσότερο κατάλληλοι και λιγότερο κατάλληλοι».
Το ρίσκο της εξιδανίκευσης του ψυχοθεραπευτή
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κάποιος θεραπευόμενος που βρίσκεται σε ανάγκη να αρχίσει να εμπιστεύεται τον θεραπευτή και να καλλιεργηθεί μια σχέση εξάρτησης, αντί να επιδιωχθεί η ανεξαρτησία και η αυτονόμηση του θεραπευόμενου. Οταν ο θεραπευόμενος αρχίσει να το συνειδητοποιεί, θα έχει ήδη επενδύσει πολλά σε αυτή τη σχέση, με μεγάλο οικονομικό, χρονικό και συναισθηματικό κόστος.
«Υπάρχει ένα συναίσθημα δέους που μπορεί να προκαλεί ένας θεραπευτής στον θεραπευόμενο», περιγράφει η κυρία Ματιάτου. «Οχι πάντα· κάποιες φορές, σε κάποιους θεραπευόμενους. Μπορεί να έχει μια εικόνα για τον θεραπευτή, μια φαντασίωση ενός σεβάσμιου ανθρώπου που ξέρει και θα τον βοηθήσει».
Ακόμα, παρά το γεγονός ότι ένας θεραπευόμενος δεν μαθαίνει σχεδόν τίποτα για τον θεραπευτή του –ειδικά στην περίπτωση της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας που υπηρετούν η κυρία Ματιάτου και ο κ. Σακελλάρης–, σημαίνει πολλά για αυτόν.
Γι’ αυτό «εμείς χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας την έννοια της μεταβίβασης», λέει ο κ. Σακελλάρης. «Η μεταβίβαση είναι αυτό που νιώθει ο θεραπευόμενος για τον θεραπευτή. Γιατί διακινούνται συναισθήματα, σκέψεις, φαντασιώσεις, πράγματα ψυχικής τάξεως, που δεν αφορούν τόσο τον θεραπευτή.
»Ο θεραπευτής παίρνει σιγά σιγά, για την ψυχική οικονομία του θεραπευόμενου, τη θέση ενός πολύ σημαντικού προσώπου, που μπορεί να είναι ο γονιός, ο αδελφός, οποιοδήποτε από τα βασικά πρόσωπα στη ζωή ενός ανθρώπου. Μπορεί δηλαδή κανείς να νιώσει μίσος, αγάπη, έρωτα, χιλιάδες συναισθήματα για τον θεραπευτή του, αλλά δεν αφορούν τον ίδιο. Είναι μεταβιβάσεις».
Εχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη και έχοντας καταλάβει αυτή τη θέση στο μυαλό του θεραπευόμενου, ο θεραπευτής έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τεράστια επιρροή. «Με έναν τρόπο, ο θεραπευόμενος κουβαλάει τον θεραπευτή μέσα του και θέλει να ταυτιστεί μαζί του για να ενισχύσει συγκεκριμένα κομμάτια και πτυχές του», μου λέει η κυρία Ματιάτου. «Αλλά ο θεραπευτής θα πρέπει να αφήσει τον θεραπευόμενο ελεύθερο να είναι ό,τι θέλει εκείνος και να αντισταθεί στο να τον σαγηνεύσει με οποιονδήποτε τρόπο».
Η διασφάλιση της ελεύθερης βούλησης του θεραπευόμενου
Ενας από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να σαγηνεύσει ένας θεραπευτής τον θεραπευόμενο είναι καθοδηγώντας τον βάσει της δικής του ηθικής πυξίδας, προβάλλοντας πάνω σε έναν άνθρωπο που είναι ευάλωτος στη διάρκεια των συνεδριών τα δικά του θέλω.
«Πολλές φορές ακούω θεραπευτές που θέλουν να επιβάλουν το σωστό. Το σωστό όμως για τον ψυχοθεραπευτή δεν σημαίνει ότι είναι σωστό και για τη ζωή του θεραπευόμενου», εξηγεί ο κ. Σακελλάρης. «Παρά το γεγονός ότι η πρωταρχική τάση των θεραπευόμενων είναι να εξιδανικεύουν τον θεραπευτή τους, αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Είναι κανονικοί θνητοί, όπως όλοι, αντιμετωπίζουν προβλήματα, κάνουν λάθος επιλογές. Αρα, δεν δικαιούνται να δίνουν οδηγίες».
Σε αντίθεση με τους θεραπευόμενους, οι οποίοι μπαίνουν σε μια θεραπευτική σχέση όπως και σε κάθε σχέση, «ένας θεραπευτής έχει πολύ πιο σαφή όρια», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Ματιάτου. «Ο θεραπευτής δεν πάει στη σχέση όπως είναι. Δεν μεταφέρει τα βιώματα, τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του στη σχέση με τον θεραπευόμενο. Αυτό προϋποθέτει να έχει κάνει ο ίδιος θεραπευτική δουλειά. Είναι, βέβαια, γνήσιος, με την έννοια της αυθεντικότητας της προσωπικότητάς του, έχει ζωντάνια, δεν είναι ρομπότ, δεν αντιγράφει ένα εγχειρίδιο, αλλά ό,τι δεν είναι χρήσιμο στον θεραπευόμενο δεν πρέπει να το εισπράττει ο τελευταίος».
Αναδεικνύεται μέσα από όλα αυτά, όπως αναφέρει ο κ. Σακελλάρης, «η ανάγκη να μην ξεκινάει κανείς την ψυχοθεραπεία παθητικά, να αναρωτηθεί και να σκεφτεί γιατί πρόκειται για μια σημαντική επένδυση».
Οταν μπήκα σε ένα ταξί για να πάω στη λάθος διεύθυνση για την πρώτη μου συνεδρία, δεν είχα ιδέα για τίποτε από όλα αυτά. Δεν έκανα καμία από τις σωστές ερωτήσεις, αλλά στάθηκα τυχερή. Κάτι τόσο καταλυτικό όσο η ψυχική υγεία, όμως, δεν θα έπρεπε να αφήνεται στην τύχη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News