Οι εννέα κύκλοι της Κόλασης του Δάντη. Το πνευματικό ταξίδι του συγγραφέα μέσα από τρία βιβλία και ο ζωώδης συμβολισμός. Η λεοπάρδαλη, το λιοντάρι και ο λύκος, ως αντιπρόσωποι της λαγνείας, της υπερηφάνειας και της φιλαργυρίας.
Η έμπνευση του Ντάνιελ Ρόζμπερι, επικεφαλής σχεδιαστή του οίκου Schiaparelli, είναι σαφής και την έχει καταθέσει δημοσίως. Το θέμα είναι γιατί δεν την παίρνει κανείς στα σοβαρά. Τα ψεύτικα κεφάλια ζώων που είδαμε στο σόου του οίκου στη γαλλική Εβδομάδα Μόδας, και που εδώ και λίγες ημέρες βρίσκονται στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας συζήτησης, φτιάχτηκαν στο χέρι από αφρό, ρητίνη, μαλλί, μετάξι και γούνα. Αλλά είναι τόσο ρεαλιστικά στην όψη, που σου προκαλούν ρίγος – εκτός αν είσαι από εκείνους τους κυνηγούς ζώων που κρεμούν τα κεφάλια των θηραμάτων τους πάνω από το τζάκι. Αυτό ακριβώς ήθελε ο Ρόζμπερι για τη συλλογή του: να μην είσαι ποτέ σίγουρος ποιος έφτιαξε το κομμάτι που κοιτάς. Το είπε ξεκάθαρα: «Ηταν φύση; Ή μήπως ήταν άνθρωπος;».
Εφτιαξε τρομακτικά αληθοφανή λούτρινα, που θα τα ζήλευε κάθε δημιουργός ειδικών εφέ. Αν τα βλέπαμε σε μια καλλιτεχνική performance, σε ένα σόου νέων σχεδιαστών που προσπαθούν με πενιχρά μέσα να εκφράσουν τη δημιουργικότητα και το ταλέντο τους, ίσως να κρίναμε διαφορετικά το θέαμά τους. Αλλά κοτσαρισμένα σε διάσημους ώμους μοντέλων και influencers, επάνω σε ρούχα που το καθένα από αυτά κοστίζει έναν μισθό (όχι τον κατώτερο, προφανώς), αποκτούν μια αντιαισθητική προοπτική που ακυρώνει τον σκοπό τους.
Ο Ρόζμπερι ήθελε να αναδείξει τη «δόξα της φύσης», όπως είπε. Κατανοητό, αλλά πώς είναι δυνατόν να σε πείσει η πρόθεση του δημιουργού όταν τη βλέπεις να μπλέκεται τόσο απροκάλυπτα με την κενή δόξα της Κάιλι Τζένερ; Κανείς δεν βλέπει επάνω στο λούτρινο λιοντάρι στον ώμο της τη δόξα της φύσης. Αντιθέτως, βλέπει τον εμπαιγμό της – και τον δικό μας μαζί. Μια υπερπλούσια πλαστική κούκλα, πιο ψεύτικη από το λούτρινο που φοράει, η οποία ξοδεύει έναν σκασμό καύσιμα για να πηγαίνει μέχρι το περίπτερο με το ιδιωτικό της τζετ, κάθεται στην πρώτη σειρά θεατών ως επίτιμη καλεσμένη και φοράει την έμπνευση του σχεδιαστή. Τη φοράει γιατί είναι από τους λίγους που μπορούν να την αγοράσουν.
Κάπου εκεί τελειώνουν όλα για τον μέσο θεατή, ο οποίος σκρολάρει από τον φθαρμένο καναπέ του. Τι βλέπει τελικά; Ενα μάτσο κακόγουστες εικόνες, οι οποίες είναι κακόγουστες επειδή έχουν απογυμνωθεί από κάθε δημιουργική ιδέα και το μόνο που μοιάζει να θέλουν είναι να μπουν βιαίως στο πεδίο προσοχής σου. Ενα clickbait σε μορφή πασαρέλας, που φωνάζει απεγνωσμένα «θέλω να γίνω viral». Το κατάφερε.
Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, δεν το φωνάζει μόνο ο Schiaparelli. Δεν το φωνάζουν μόνο τα σόου της υπερβολής, της δυστοπίας και του κιτς που βλέπουμε όλο και πιο συχνά από μεγάλους οίκους μόδας. Το φωνάζουμε όλοι. Είναι το μότο της εποχής και είμαστε εγκλωβισμένοι στην τροχιά του. Η μισή υφήλιος προσπαθεί να μπει στο οπτικό πεδίο της άλλης μισής, και το κάνει με όποιον τρόπο μπορεί.
Ναι, η μόδα γίνεται όλο και περισσότερο έρμαιο ενός ακραίου, υπερφίαλου εντυπωσιασμού. Ο οποίος, όμως, ανακυκλώνεται από εμάς τους ίδιους που θυμώνουμε και τελικά πετυχαίνει να στρογγυλοκαθίσει στο επίκεντρο της προσοχής. Πόσες φορές, αλήθεια, δίνουμε αυτή τη θέση, την πρωταγωνιστική, σε ιδέες και πράξεις που εκφράζονται αλλιώς; Πόσο συχνά, στο παιχνίδι των εντυπώσεων, κερδίζει ο παίκτης που παίζει με άλλες αξίες και με μιαν άλλη αισθητική; Ας το παραδεχτούμε. Συμβαίνει σπανίως. Ενα κάρο σόου μόδας γίνονται στον πλανήτη, αλλά τα λούτρινα κεφάλια του Ρόζμπερι μονοπώλησαν τη συζήτηση.
Ας συνεχίσουμε να ρίχνουμε ανάθεμα στον Schiaparelli. Απλώς θα γίνει λίγο πιο viral από όσο ήδη έγινε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News