«Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, τον θάνατο, τον φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σε αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους», έγραφε ο Εριχ Μαρία Ρεμάρκ στο έργο του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» («Im Westen nichts Neues»), που κυκλοφόρησε το 1929.
Το συγκλονιστικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Ρεμάρκ απεικόνιζε τη ζοφερή, τραυματική πραγματικότητα για τους Γερμανούς στα χαρακώματα: μια ομάδα μαθητών του σχολείου στρατολογούνται οικειοθελώς –ενθουσιασμένοι από τη δόξα του πολέμου– για να χαθούν όλοι στη συνέχεια. Θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γι’ αυτό και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Μάλιστα, έναν χρόνο αργότερα, έγινε η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του από τον ρωσικής καταγωγής σκηνοθέτη Λούις Μάιλστοουν, η οποία απέσπασε Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Θα ακολουθούσαν άλλες δύο σκηνοθετικές απόπειρες: Το 1979 η επανέκδοσή του για την τηλεόραση σε σκηνοθεσία Ντέλμπερτ Μαν βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα 1980 για την καλύτερη παραγωγή. Και τώρα η νέα εκδοχή του Netflix –μια από τις καλύτερες παραγωγές της πλατφόρμας, που γυρίστηκε τη χρονιά του πολέμου στην Ουκρανία– σε σκηνοθεσία του Εντουαρντ Μπέργκερ (η πρώτη από γερμανό σκηνοθέτη), συγκέντρωσε τις περισσότερες υποψηφιότητες για τα βραβεία Bafta, 14 τον αριθμό, ενώ ήρθε δεύτερη στα Οσκαρ με εννέα υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Διεθνούς Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου και Σκηνογραφίας.
Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 1930, όταν η αντιπολεμική ταινία ορόσημο προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, ο Γιόζεφ Γκέμπελς ηγήθηκε μιας επίθεσης εναντίον της. Οι Εθνικοσοσιαλιστές είχαν προειδοποιήσει να μην προβληθεί η ταινία στη Γερμανία, αν και μια πρώτη προβολή της στο Βερολίνο κύλησε αρκετά ομαλά, γράφει ο Τομ Φόρντι στην Telegraph. Η ταινία δεν άρεσε στους γερμανούς κριτικούς, ειδικά στους Δεξιούς, όχι λόγω έλλειψης καλλιτεχνικής αξίας αλλά για τον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε τους γερμανούς στρατιώτες και την απομυθοποίηση του πολέμου. Η ναζιστική εφημερίδα Der Angriff χαρακτήρισε την ταινία «εβραϊκό ψέμα», ενώ αντιθέτως η φιλελεύθερη εφημερίδα Vossische Zeitung ισχυρίστηκε ότι η προβολή είχε προκαλέσει «βαθιά επίδραση στο κοινό».
Το επόμενο βράδυ, στις 5 Δεκεμβρίου 1930, η ταινία έκανε πρεμιέρα στην εντυπωσιακή αίθουσα Μότσαρτ του Βερολίνου. Ο Γκέμπελς και οι φαιοχίτωνές του είχαν αγοράσει το ένα τρίτο των εισιτηρίων. Δέκα λεπτά μετά την έναρξη της προβολής, ο Γκέμπελς σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, δίνοντας το σήμα στους φαιοχίτωνες οι οποίοι προκάλεσαν χάος ουρλιάζοντας «Εξω οι Εβραίοι! Γερμανία, ξύπνα! Ο Χίτλερ είναι προ των πυλών!» και εξαπολύοντας στην αίθουσα αμπούλες βρώμας και λευκά ποντίκια. Ο Γκέμπελς καυχήθηκε αργότερα στο ημερολόγιό του για το πανδαιμόνιο: «Μετά από μόλις δέκα λεπτά, ο κινηματογράφος είναι σαν τρελοκομείο». Ταραχές ξέσπασαν και έξω από το σινεμά, οι οποίες συνεχίστηκαν αρκετές ημέρες με την καθοδήγηση του Γκέμπελς, οπότε γρήγορα η γερμανική κυβέρνηση απαγόρευσε το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο».
«Το απαγόρευσαν γιατί γινόταν ένας πολιτισμικός πόλεμος», λέει στην Telegraph ο Αλεξάντερ Γουότσον, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths. Και προσθέτει: «Δεν το απαγόρευσαν γιατί είναι ανακριβές. Οι Ναζί προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση και η κυβέρνηση ενέδωσε: “Ας το απαγορεύσουμε γιατί είναι κίνδυνος για τη δημόσια τάξη”». Πράγματι, ήταν μια νίκη για τους ανερχόμενους Ναζί. Ο γκαουλάιτερ και μετέπειτα υπουργός Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος εξέδιδε την εφημερίδα Der Angriff, είχε καταλάβει τη δύναμη του κινηματογράφου.
Ενενήντα τρία χρόνια μετά, το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» παραμένει μια συγκλονιστική κινηματογραφική μαρτυρία –παλαιού τύπου– κολασμένης βίας και βαθιάς, ανησυχητικής θλίψης.
Η νέα μεταφορά του Netflix παρουσιάζει την ιστορία σε μια κλίμακα πέρα από τα μέσα και την τεχνολογία της ταινίας του 1930. Επηρεασμένη από το «1917» του Σαμ Μέντες, αλλά και αντίπαλος της, μπαίνει βαθιά στη βρωμιά, τα κότσια και την εκβιομηχάνιση του μαζικού θανάτου. Ωστόσο, λίγες σκηνές της ισοδυναμούν με μια κορυφαία στιγμή της ταινίας του 1930, όπου ο Πάουλ Μπόιμερ (τον ήρωα υποδύθηκε ο Λου Αϊρες), μεταφέρει τον τελευταίο επιζώντα φίλο του σε ασφαλές έδαφος στα μετόπισθεν χωρίς να γνωρίζει ότι είναι ήδη νεκρός, γράφει ο Τομ Φόρντι στην Telegraph. Η σκηνή ήταν προφανώς εμπνευσμένη από ένα πραγματικό περιστατικό: ο Ρεμάρκ είχε μεταφέρει έναν τραυματισμένο σύντροφό του μακριά από το πεδίο της μάχης.
Ο Ρεμάρκ κλήθηκε στον στρατό το 1916, σε ηλικία 18 ετών, και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε στο Δυτικό Μέτωπο, αλλά δεν έφτασε ποτέ μέχρι την πρώτη γραμμή. Τραυματισμένος από θραύσματα χειροβομβίδων στη Μάχη της Φλάνδρας, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, που είχε απομείνει, στο νοσοκομείο. Το έργο του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» ήταν εν μέρει αυτοβιογραφικό αλλά βασίστηκε επίσης σε μαρτυρίες στρατιωτών, τους οποίους είχε γνωρίσει στο αναρρωτήριο.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στα τέλη του 1928 στη βερολινέζικη Vossische Zeitung, όπου παρουσιάστηκε έξυπνα ως αυθεντική αφήγηση της ζωής στα γερμανικά χαρακώματα, τριπλασιάζοντας την κυκλοφορία της φιλελεύθερης εφημερίδας, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες ξεπουλούσε κάθε φορά. Η έκδοση του βιβλίου ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1929.
Η ιστορία έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς εμφανίστηκε σε μια περίπλοκη περίοδο για τη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η χώρα αντιμετώπιζε αποζημιώσεις, ένα κύμα μιλιταρισμού αλλά και την αίσθηση της ήττας. Μέχρι το τέλος του έτους, το «Im Westen Nichts Neues», όπως ήταν ο γερμανικός τίτλος του βιβλίου, είχε πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες.
«Υπάρχουν αμέτρητα πολεμικά μυθιστορήματα!» λέει στην Telegraph ο Χόλγκερ Αφλερμπαχ, καθηγητής Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο βρετανικό πανεπιστήμιο του Λιντς. Γιατί αυτό ξεχώρισε; «Η τρομερή επιτυχία του δείχνει ότι ήταν μια κατάλληλη και ίσως αληθινή ιστορία για το πώς βίωνε τον πόλεμο ο κανονικός στρατιώτης. Δεν πρόκειται για στρατηγούς, δεν πρόκειται για στρατηγική, είναι για απλούς άνδρες».
»Υπάρχει ένα κοινό θέμα σε πολλές από τις αναμνήσεις των στρατιωτών. Εκατομμύρια άνθρωποι βίωσαν απαίσιες εμπειρίες· ίσως πήγαν ως εθελοντές και ανακάλυψαν την πραγματικότητα του πολέμου στην πρώτη γραμμή. Ηταν θυμωμένοι. Αυτός ο θυμός τούς ακολούθησε για χρόνια μετά τον πόλεμο, για το ότι έπρεπε να το περάσουν και για το ότι άλλοι το είχαν αφήσει να συμβεί. Ενιωσαν προδομένοι», λέει ο γερμανός ιστορικός.
Ωστόσο στη Γερμανία το βιβλίο θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο. Η Δεξιά κατηγόρησε τον Ρεμάρκ ότι πρόδωσε τη χώρα του διαλύοντας με το βιβλίο του την εικόνα του πανίσχυρου γερμανικού ηρωισμού, ενώ και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, το απαγόρευσαν επίσης.
Ο Αλεξάντερ Γουότσον, συγγραφέας του βιβλίου «Ring of Steel: Germany and Austria-Hungary in World War I», δίνει μια άλλη εξήγηση: «Ο Ρεμάρκ ήταν πολύ ευπρόσδεκτος στη Βρετανία και τη Γαλλία», λέει, «Ο αντίκτυπος στη Γερμανία –ιδιαίτερα της ταινίας– ήταν πολύ πιο περίπλοκος. Ο Ρεμάρκ παρουσιάζει τον πόλεμο ως κάτι θεμελιωδώς άσκοπο. Μπορούμε να πούμε, “Αυτό είναι τρομερό και δεν έπρεπε να έχει συμβεί” αν έχουμε κερδίσει. Για τους Γερμανούς ήταν πολύ πιο δύσκολο να το δεχτούν γιατί είχαν 2 εκατ. νεκρούς. Πώς να δικαιολογήσεις όλους αυτούς τους θανάτους σε οικογένειες πενθούντων, λέγοντας ότι αυτοί οι θάνατοι σήμαιναν κάτι, όταν βγαίνει ένα βιβλίο που υποστηρίζει ότι ήταν εντελώς άσκοποι;»
Τα δικαιώματα της ταινίας αγοράστηκαν αμέσως από τον Καρλ Λέμλε, έναν Εβραίο γερμανικής καταγωγής και ιδρυτή της Universal Pictures, και ο γιος του Καρλ Λέμλε τζούνιορ ανέλαβε τα ηνία της παραγωγής. Η ταινία –μια ζοφερή, οδυνηρή, αντιηρωική αντιμετώπιση του γιατί ο πόλεμος είναι σίγουρα κόλαση– ήταν ένα ριψοκίνδυνο επιχείρημα για τη Universal. Πρόσφερε, όμως, επίσης τη δυνατότητα να μεταμορφώσει το σχετικά μικρό στούντιο σε σημαντικό παίκτη του Χόλιγουντ.
Αρκετοί σεναριογράφοι δούλεψαν το σενάριο και οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι ο Μάιλστοουν είχε αντισταθεί στις εκκλήσεις να προσθέσει μια ιστορία αγάπης στο μακελειό. Η ταινία του έμεινε ως επί το πλείστον πιστή στο βιβλίο. Ο Ρεμάρκ, εξάλλου, όταν πούλησε τα δικαιώματα, είχε ζητήσει να μην αλλάξει σημαντικά η ιστορία, θέλοντας να διατηρηθεί το αντιπολεμικό της μήνυμα.
Η παραγωγή ξεκίνησε συμβολικά στις 11 Νοεμβρίου 1929, επέτειο της ανακωχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πρώτες σκηνές έπαιζαν με τη μακροχρόνια άποψη των Γερμανών που χαιρέτιζαν τον πόλεμο με ενθουσιασμό. «Οταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914, οι γερμανικές εφημερίδες μιλούσαν για πολεμικό ενθουσιασμό», λέει ο Aλεξάντερ Γουότσον, «Υπήρχαν φωτογραφίες από μεγάλα πλήθη που συγκεντρώνονταν, τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια, και φώναζαν συνθήματα όπως “Κάτω η Ρωσία!”».
Αλλά, όπως λέει, έκτοτε έχει γίνει πολλή έρευνα που δείχνει ότι «στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Γερμανοί ήταν πολύ φοβισμένοι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήθελαν πόλεμο. Υπήρχαν μερικά πατριωτικά πλήθη πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν φοιτητές, και συχνά συγκεντρώνονταν πριν η Γερμανία φανεί ότι μπήκε στον πόλεμο. Συγκεντρώνονταν για να υποστηρίξουν την Αυστρία. Είναι δύσκολο να πούμε αν ήθελαν οι ίδιοι τον πόλεμο», υποστηρίζει.
«Αλλά όταν ξεσπάει ο πόλεμος, οι άνθρωποι πάνε. Η Ρωσία κινητοποιείται πρώτη, οπότε φαίνεται ότι η Γερμανία απειλείται από εισβολή. Οι άνθρωποι στη Γερμανία είπαν: “Δεν θέλουμε να πάμε, αλλά πρέπει να υπερασπιστούμε τη χώρα”. Δεν ήταν ενθουσιασμένοι με τον πόλεμο· φάνηκε σαν ήταν τελικά απαραίτητο να πάνε», λέει ο Γουότσον.
Ιδωμένη με τα σύγχρονα πρότυπα, η πρώτη ταινία φαίνεται περιστασιακά αφελής. Αλλά ακόμη και τώρα, ο πόλεμος στα χαρακώματα και οι σκηνές μάχης είναι μια βροντερή, αποτρόπαια εμπειρία: μάχες σώμα με σώμα, βόμβες που ουρλιάζουν, εκρήξεις που κάνουν τη γη να κροταλίζει, δεκάδες άντρες, που έχουν διαμελιστεί από πυρά πολυβόλων, και κομμένα χέρια, που μένουν πιασμένα σε συρματοπλέγματα, ήταν προάγγελοι των αντιπολεμικών ταινιών που θα ακολουθούσαν, όπως τα έπη «Σταυροί στο Μέτωπο»(« Paths of Glory», 1957), η «Μεγαλύτερη Ημέρα του Πολέμου» («The Longest Day», 1962) και η «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν («Saving Private Ryan», 1998). Η ταινία «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», εξάλλου, ήταν μπροστά από την εποχή της στην προσπάθεια για ιστορική ακρίβεια, γράφει η Telegraph.
Η Universal ξόδεψε περίπου 27.500 δολάρια σε πραγματικές στολές, τουφέκια, μάσκες αερίων και εξοπλισμό πεδίου από τον πόλεμο. Η επική παραγωγή ξεπέρασε τον προϋπολογισμό, που εκτοξεύτηκε από τα προγραμματισμένα 900.000 δολάρια σε 1,4 εκατ. δολάρια. Δημοσιεύματα της εποχής ανέφεραν ότι χρησιμοποιήθηκαν 20 τόνοι πυρίτιδας και 10 τόνοι δυναμίτη, ενώ η Universal ανέφερε επίσης ότι είχαν στρατολογηθεί 2.000 επιπλέον, βετεράνοι από την Αμερικανική Λεγεώνα και διάφορες εθνικότητες.
Μάλιστα, ένας βετεράνος έπαθε σοκ από τις εμπειρίες του και έπρεπε να σταλεί σπίτι του. Τα γυρίσματα ήταν σαν να γινόταν πραγματικός πόλεμος εκτός από ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν πραγματικές σφαίρες. Ωστόσο οι εκρήξεις ήταν πραγματικές και ο σκηνοθέτης Λιούις Μαϊλστόουν παραλίγο να σκοτωθεί σε μία έκρηξη. Ενα γερμανικό κράνος τάφρου τού είχε σώσει τη ζωή αλλά χρειάστηκε να νοσηλευτεί.
Τελικά, το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Mέτωπο» χαιρετίστηκε ως αριστούργημα. Οπως έγραψε ένας αμερικανός κριτικός τον Ιούνιο του 1930, «η Universal Pictures αξίζει τις ευχαριστίες της ανθρωπότητας για το θάρρος της να κάνει την ταινία».
Οσο για τον Ρεμάρκ που έγραψε και άλλα πολεμικά μυθιστορήματα, αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία. Το 1943 οι Ναζί εκτέλεσαν την αδελφή του. Η ταινία δεν προβλήθηκε ξανά στη Γερμανία μέχρι το 1952 και δεν εμφανίστηκε άκοπη μέχρι τη δεκαετία του 1980, αν και, όπως εξηγεί ο Αλεξάντερ Γουότσον, αυτό συνέβη πιθανότατα λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και όχι λόγω συμβολικής δύναμης της ταινίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News