Το αναπάντεχο και, κυρίως, σπάνιο «αποχωρώ» της Τζασίντα Αρντερν ξάφνιασε όλον τον κόσμο. Η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας ανακοίνωσε ότι πρόκειται να παραιτηθεί (τον επόμενο μήνα) γιατί εξαντλήθηκε, επειδή δεν έχει πια «αρκετή ενέργεια», όπως εξήγησε η ίδια, ούτως ώστε να κάνει σωστά τη δουλειά της. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός πως, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία της πατρίδας της στα 37 της, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να καταστεί πρότυπο ηγεσίας. Η νεαρότερη ηγέτης στον δυτικό κόσμο (όταν ανήλθε στην εξουσία) παρότι ηγούνταν μιας μικρής νησιωτικής χώρας, «έφτασε στη διασημότητα με την ταχύτητα μιας ποπ σταρ», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ντέιμιεν Κέιβ, επικεφαλής του γραφείου των New York Times στο Σίδνεϊ.
Η Τζασίντα Αρντερν ξεχώρισε αμέσως για την ειλικρίνεια και την ευθύτητα με την οποία απευθυνόταν στους συμπολίτες της, για τον δηλωμένο φεμινισμό της και για την προσήλωση της στην αποκαλούμενη «πολιτική της καλοσύνης», θεμέλια της οποίας αποτελούν οι αξίες του σεβασμού και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές τους. Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αναδειχθεί στη διεθνή σκηνή ως κύρια και αυθεντική εκφραστής ενός εναλλακτικού μοντέλου πολιτικής επικοινωνίας σε σχέση με το στομφώδες μοντέλο των ανδρών ηγετών. Η στάση της Αρντερν είχε τόσο μεγάλη απήχηση σε όλον τον κόσμο που σύντομα άρχισε να γίνεται λόγος για «Jacindmania» (μανία με την Τζασίντα) ενώ η ίδια κατέληξε να αποτελεί «παγκόσμιο σύμβολο του αντιτραμπικού φιλελευθερισμού», αναφέρει ο Ντέιμιεν Κέιβ.
Ομως κατά την πρωθυπουργία της κλήθηκε να διαχειριστεί μια σειρά από απρόοπτες και σοβαρές κρίσεις οι οποίες καθόρισαν τη θητεία της. Τον Μάρτιο του 2019 σημειώθηκε η τρομοκρατική επίθεση (με 41 νεκρούς και περισσότερους από 50 τραυματίες) σε τεμένη της Κράιστσερτς, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς εξερράγη το ηφαίστειο Ουκαάρι (22 νεκροί) ενώ στη συνέχεια, με την έλευση της νέας χρονιάς, ξέσπασε η πανδημία η οποία φαίνεται πως σημάδεψε την πρωθυπουργία της.
Αρχικά ανταποκρίθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικά, χάρη στην ειλικρίνεια και τη αμεσότητά της και την ικανότητά της να ενώνει τους Νεοζηλανδούς, «έως ότου τα εκτεταμένα λοκντάουν και οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί έπληξαν την οικονομία, τροφοδότησαν θεωρίες συνωμοσίας και προκάλεσαν αντιδράσεις. Σε ένα μέρος του κόσμου όπου οι περιορισμοί παρέμεναν σε ισχύ, η Τζασίντα Αρντερν έδωσε μάχη για να ξεπεράσει τη σχέση της με την πολιτική της πανδημίας», γράφει ο ανταποκριτής των New York Times στην Αυστραλία.
«Οι άνθρωποι επένδυσαν προσωπικά σε αυτήν, και αυτό ήταν πάντα μέρος της γοητείας της», είπε ο Ρίτσαρντ Σο, καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Massey, στο Πάλμερστον Νορθ, στο βόρειο νησί της Νέας Ζηλανδίας. «Κατέστη τοτέμ, η προσωποποίηση μιας συγκεκριμένης απάντησης στην πανδημία, την οποία άνθρωποι στα απώτατα άκρα του Διαδικτύου αλλά και στα όχι τόσο μακρινά χρησιμοποίησαν εναντίον της», πρόσθεσε.
Ο αρχικός στόχος της κυβέρνησης της Νέας Ζηλανδίας ήταν ομολογουμένως τολμηρός. Εξέχοντες επιδημιολόγοι της χώρας έπεισαν την Τζασίντα Αρντερν ότι θα μπορούσαν καταρχάς να εξαλείψουν τον ιό από τη Νέα Ζηλανδία και στη συνέχεια να μην του επιτρέψουν να εισέλθει ξανά στην πατρίδα τους. Και στις αρχές του 2020 η πρωθυπουργός έπεισε, με τη σειρά της, τους Νεοζηλανδούς – «την ομάδα μας των πέντε εκατομμυρίων» – να αποδεχτούν τα κλειστά σύνορα αλλά και «μια καραντίνα τόσο αυστηρή που απαγορευόταν ακόμη και η ανάκτηση μιας χαμένης μπάλας του κρίκετ από την αυλή ενός γείτονα».
Οταν όμως οι νέες παραλλαγές κατέστησαν αδύνατη την εξάλειψη του ιού, άρχισαν τα δύσκολα. Η υποχρέωση εμβολιασμού – μια ντε φάκτο υποχρέωση για όσους ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται και να ζουν και εκτός των σπιτιών τους – κλόνισαν τη σχέση της Αρντερν με τους πολίτες. Μιλώντας στους New York Times ο Σάιμον Θόρνλεϊ, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Οκλαντ και συχνός επικριτής των κυβερνητικών επιλογών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποστήριξε πως πολλοί Νεοζηλανδοί εξεπλάγησαν από την προθυμία της πρωθυπουργού τους να θέσει ουσιαστικά τους ανεμβολίαστους αντιμέτωπους με τους εμβολιασμένους. «Η δημιουργία μιας κοινωνίας δύο τάξεων και το γεγονός ότι οι προβλέψεις, όσον αφορά την εξάλειψη του ιού, δεν επιβεβαιώθηκαν, αποτέλεσαν ένα σημείο καμπής», εξήγησε.
Παρόμοια διαμορφώθηκε η κατάσταση και σε όλες τις άλλες δημοκρατίες οι κυβερνήσεις των οποίων επέλεξαν τα αυστηρά λοκντάουν και τους υποχρεωτικούς, στην πράξη, εμβολιασμούς. Ομως στη Νέα Ζηλανδία συνέβη κάτι ιδιαίτερο. Η προσηνής πρωθυπουργός της χώρας «κατέστη στόχος, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, όλων όσοι θεωρούσαν την υποχρέωση εμβολιασμού ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», γράφει ο Ντέιμιεν Κέιβ. «Στο Διαδίκτυο, οι θεωρίες συνωμοσίας, η παραπληροφόρηση και οι προσωπικές επιθέσεις οργίασαν: οι απειλές κατά της Τζασίντα Αρντερν αυξήθηκαν πολύ τα τελευταία χρόνια, ειδικά από ομάδες που εναντιώνονται στους εμβολιασμούς», προσθέτει.
Η ένταση κλιμακώθηκε ιδιαίτερα τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ακολουθώντας εν μέρει το παράδειγμα ομοϊδεατών τους στις ΗΠΑ και στον Καναδά, πλήθος εξτρεμιστών αντιεμβολιαστών κατασκήνωσε στους χώρους του κοινοβουλίου στο Ουέλινγκτον για περισσότερες από τρεις εβδομάδες. Τελικά επενέβη η αστυνομία ενώ σημειώθηκαν και βίαια επεισόδια τα οποία έληξαν με περισσότερες από 120 συλλήψεις. Οι πρωτοφανείς σκηνές που εκτυλίχθηκαν σόκαραν τους Νεοζηλανδούς, οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τόση βία, με κάποιους να κατηγορούν τους διαδηλωτές και άλλους την αστυνομία και την κυβέρνηση.
Ο Ντίλαν Ριβ, ένας νεοζηλανδός συγγραφέας και δημοσιογράφος που έγραψε βιβλίο για τη διάδοση της παραπληροφόρησης στην πατρίδα του, σημείωσε ότι στο να καταστεί η Τζασίντα Αρντερν στόχος διάφορων συνωμοσιολογικών αφηγημάτων πιθανότατα συνέβαλε και το διεθνές προφίλ της.
«Το γεγονός ότι είχε ξαφνικά τόσο μεγάλη διεθνή απήχηση και επιδοκιμάστηκε ευρέως για την αντίδρασή της (στην πανδημία) φαινόταν πραγματικά να δίνει ώθηση στους τοπικούς συνωμοσιολόγους. Ελαβαν υποστήριξη για τις ιδέες τους κατά της Αρντερν από ομοϊδεάτες τους σε παγκόσμιο επίπεδο», είπε. Αυτό θα ήταν αδύνατο εάν η νεοζηλανδή πρωθυπουργός δεν ήταν τόσο γνωστή και δεν ασκούσε τόσο μεγάλη επίδραση διεθνώς.
Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία της η Τζασίντα Αρντερν δεν επικαλέστηκε τα γεγονότα αυτά, ούτε αναφέρθηκε στους επικριτές της, αρκέστηκε απλά στο να αναγνωρίσει ότι δεν κατάφερε να μείνει ανεπηρέαστη από την πίεση της δουλειάς της και τις προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει.
«Ξέρω ότι, μετά από αυτήν την απόφαση, θα γίνουν πολλές συζητήσεις σχετικά με το ποιος ήταν ο λεγόμενος πραγματικός λόγος», είπε, προσθέτοντας πως «το μοναδικό ενδιαφέρον στοιχείο που θα βρείτε είναι, μετά από έξι χρόνια με κάποιες μεγάλες προκλήσεις, ότι είμαι άνθρωπος. Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε ό,τι μπορούμε, για όσο διάστημα μπορούμε, και μετά έρχεται η ώρα. Και για μένα ήρθε η ώρα».
Ωστόσο δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς εάν η επιλογή της Αρντερν να παραιτηθεί σχετίζεται τρόπον τινά και με το γεγονός ότι είναι γυναίκα. «Αναφέρει πως πραγματικά δεν της έχουν απομείνει άλλες δυνάμεις και νομίζω ότι εν μέρει συνέβαλε σε αυτό και ο αηδιαστικός βαθμός σεξιστικής και μισογυνιστικής κακοποίησης που υπέστη», ανέφερε σχετικά η Σουζ Γουίλσον, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Massey της Νέα Ζηλανδίας.
Ομως το ότι η Τζασίντα Αρντερν εξαντλήθηκε δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται να ιδιωτεύσει και να εξαφανιστεί. «Δεν νομίζω ότι θα χαθεί από τον κόσμο. Μπορεί να αποκτήσει μια μεγαλύτερη πλατφόρμα», είπε ο καθηγητής Ρίτσαρντ Σο. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να καταλάβει κάποια ανώτερη θέση στη διεθνή σκηνή, όπως έκανε η Χέλεν Κλαρκ, πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας από το 1999 έως το 2008 και μέντορας της Τζασίντα Αρντερν, η οποία μετά το τέλος της πρωθυπουργικής της θητείας ανέλαβε χρέη επικεφαλής του Προγράμματος του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη. Ηδη κάποιοι υποστηρίζουν πως η Αρντερν θα ήταν ιδανική ακόμη και για επικεφαλής του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News