Τα δεδομένα για τη μείωση του κινεζικού πληθυσμού «αναδύθηκαν μέσα από τη δημοσκοπική ομίχλη του Πεκίνου, με την ορμή ενός γεγονόος που αλλάζει τον ρου της ιστορίας», γράφει σε άρθρο του στη La Repubblica ο ιταλός οικονομολόγος και αρθρογράφος, ανώτερος εξωτερικός συνεργάτης του Brookings Institution, Κάρλο Μπασταζίν.
Το ότι ο κινεζικός πληθυσμός στο εξής θα μειώνεται συνεχώς, έως και κατά 50% μέχρι το 2100, το είχε ήδη υπολογίσει ο ΟΗΕ σε πρόσφατη έκθεσή του. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε μία μόλις γενιά, τον ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η Κίνα από δημογραφική άποψη, θα τον διαδραματίζει η Ινδία.
«Είναι σύνηθες να ακούμε από διανοούμενους προσκείμενους στην κινεζική κυβέρνηση μια απλή γνώμη για το πώς λειτουργεί ο κόσμος: εσείς οι Ευρωπαίοι σκέφτεστε βαθιά, οι Αμερικανοί σκέφτονται ευρύτερα, αλλά εμείς οι Κινέζοι σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα», γράφει ο Μπασταζίν. Ομως, το πρόβλημα όσον αφορά τον πληθυσμιακό σχεδιασμό στην Κίνα «είναι ότι και τα λάθη τείνουν να έχουν μακροχρόνιες συνέπειες», προσθέτει.
Αναφέρεται, φυσικά, στην πολιτική του ενός παιδιού, η οποία εφαρμόστηκε στην Κίνα από το 1980 έως το 2016 και είχε ως αποτέλεσμα. όχι τόσο τον αποτελεσματικό έλεγχο του κινεζικού πληθυσμού. όσο τη μεταλλαγή της στάσης και της νοοτροπίας των Κινέζων όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο της κάθε άλλο παρά ομαλής διαχείρισης της πανδημίας, αναδείχθηκε μια «γεροντική διάθεση», η οποία φέρνει τους Κινέζους πιο κοντά στους Ιάπωνες, παρότι οι Κινέζοι διαθέτουν ακόμη περιορισμένες ικανότητες οικονομικής αυτοπραγμάτωσης.
Οσον αφορά τους κινδύνους που εγκυμονεί η μείωση του κινεζικού πληθυσμού, κατά τη διάρκεια του 20ού συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος τον περασμένο Οκτώβριο «δεν ειπώθηκε λέξη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπασταζίν, σημειώνοντας ενδεικτικά πως «υπολογίζεται ότι υπάρχουν 60 εκατομμύρια άδεια διαμερίσματα και ημιτελείς κατασκευές που αποκρύπτουν πιθανές απώλειες, οι οποίες ισούνται με το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Κίνας».
Οπότε, γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά ότι προτεραιότητα του Πεκίνου είναι η ανάπτυξη τεχνολογιών αιχμής. Επειδή «μόνον έτσι μπορεί η Κίνα να αντισταθμίσει το μικρότερο εργατικό δυναμικό και να εξασφαλίσει την παραγωγικότητα που ένας γηράσκων πληθυσμός θα δυσκολευόταν διαφορετικά να επιτύχει», εξηγεί ο ιταλός οικονομολόγος.
Επιπλέον, ο τεχνολογικός ανταγωνισμός είναι ο πυρήνας της σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνας, ενώ και οι όποιες στρατηγικές ασφαλείας του Λευκού Οίκου καταδεικνύουν εδώ και χρόνια ως ύψιστη προτεραιότητα «την επιβράδυνση του κινεζικού τεχνολογικού άλματος».
Οι πρόσφατοι περιορισμοί των ΗΠΑ στις εξαγωγές ημιαγωγών στην Κίνα «αποσκοπούν στο να καθυστερήσουν την ανάπτυξή της έως ότου τη σταματήσουν τα δημογραφικά στοιχεία», εξηγεί ο Μπασταζίν. «Οι δραματικές στρατιωτικές εντάσεις γύρω από την Ταϊβάν, τον κορυφαίο παραγωγό ημιαγωγών προηγμένης τεχνολογίας, έχουν τον ίδιο σκοπό».
Σε αυτή τη διελκυστίνδα εμπλέκεται, φυσικά, και η Ευρώπη, η οποία, για «πολιτιστικούς και εμπορικούς λόγους», δεν συμμερίζεται, τουλάχιστον απόλυτα, «το αμερικανικό όραμα ενός κόσμου χωρισμένου σε εχθρικά μπλοκ». Oι περιοριστικές πολιτικές που εγκρίθηκαν από το Κογκρέσο τον Αύγουστο του 2022 πλήττουν και τους Ευρωπαίους, όπως και οι τεράστιες επιδοτήσεις με στόχο την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ημιαγωγών. «Πρόκειται για παραβιάσεις της αρχής της μη διάκρισης, στην οποία βασίζεται η παγκοσμιοποίηση. Με αυτόν τον τρόπο ο κόσμος ερμηνεύεται ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος στο οποίο κάποιος κερδίζει μόνο εις βάρος των άλλων», γράφει ο ιταλός επιστήμονας.
Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου πρόκειται να διεξαχθούν δύο συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με στόχο τον καθορισμό της ευρωπαϊκής απάντησης στη συνεχιζόμενη τεχνολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο. Το τελευταίο διάστημα κερδίζει έδαφος η «γαλλικής έπνευσης ιδέα περί απάντησης στις ΗΠΑ με τα ίδια όπλα: χαλάρωση των περιορισμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, ούτως ώστε το Βερολίνο και το Παρίσι να στηρίξουν τις βιομηχανίες τους», εξηγεί ο Μπασταζίν.
Ο καγκελάριος Ολαφ Σoλτς χάραξε επίσης μια κατεύθυνση για την ίδρυση ενός ευρωπαϊκού κρατικού επενδυτικού ταμείου με στόχο τη συνδρομή όλων των κρατών-μελών της ΕΕ, μέσω της χρηματοδότησης των βιομηχανικών πολιτικών τους με την έκδοση κοινού χρέους. Χαρακτηρίζοντας τις κρατικές ενισχύσεις ως μερική λύση στην ίδρυση ενός ευρωπαϊκού επενδυτικού ταμείου εντός του τρέχοντος έτους, αναφέρθηκε και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, από το Νταβός. Η ΕΕ πρόκειται επίσης να διαπραγματευθεί με τις ΗΠΑ ορισμένες παρεκκλίσεις, υπέρ της φυσικά, από όλα όσα ορίζονται στον νέο σχετικό νόμο του Τζο Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ (IRA).
Ολα τα παραπάνω συνθέτουν, σύμφωνα με τον Κάρλο Μπασταζίν, μια εύλογη στρατηγική. «Στη συνέχεια, ωστόσο, θα είναι καθήκον των Ευρωπαίων να σκεφτούν βαθιά, ευρέως και μακροπρόθεσμα», ούτως ώστε, πρώτον, «να πείσουν τον πρόεδρο Μπάιντεν ότι θα ήταν αυτοκτονικό να αρχίσει η διατλαντική συμμαχία να θεωρείται μόνον ως μια στρατιωτική συμφωνία», δεύτερον, «να εξασφαλίσουν μια παρόμοια συμφωνία και για την οικονομία, στο πλαίσιο ενός πολυμερούς οράματος που θα καθιστά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ελκυστικές και σε τρίτες χώρες», και τρίτον, «ξεκινώντας με την κλιματική κρίση και τους κανόνες για την τεχνολογία, να προσφέρουν και στην Κίνα μια θεώρηση των παγκόσμιων σχέσεων ως ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News