Από το 1949 η Γερμανία είχε μόνο εννέα καγκελάριους, αλλά 20 υπουργούς Αμυνας. Ο τελευταίος, μόλις ανέλαβε καθήκοντα. Μία ημέρα μετά την παραίτηση της Κριστίνε Λάμπρεχτ –με αφορμή μια γκάφα αλλά και λόγω ανεπάρκειας– ο Ολαφ Σολτς ανέθεσε το εξαιρετικά κρίσιμο χαρτοφυλάκιο στον Μπόρις Πιστόριους, έναν από τους ισχυρότερους πολιτικούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ο οποίος έως την Τετάρτη ήταν υπουργός Εσωτερικών της Κάτω Σαξονίας.
Στη γραπτή δήλωσή του για τον διορισμό του, ο γερμανός καγκελάριος, χαρακτηρίζοντας τον παλιό σύντροφο –αλλά και αντίπαλό του στην κούρσα για την ηγεσία του SPD– «εξαιρετικό πολιτικό», σημείωσε ότι «ασχολείται με την πολιτική ασφάλεια εδώ και χρόνια» και εξέφρασε την πεποίθηση ότι «είναι ακριβώς το κατάλληλο πρόσωπο για να ηγηθεί των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας (Bundeswehr) σε αυτή την κρίσιμη καμπή».
Είναι αλήθεια πως ο 62χρονος Μπόρις Πιστόριους δείχνει να γνωρίζει ότι καλείται να φέρει εις πέρας μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή. «Το υπουργείο Αμυνας αποτελεί μεγάλη πρόκληση, ακόμη και σε καιρό ειρήνης, Αλλά είναι μεγαλύτερη πρόκληση σε περιόδους που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εμπλέκεται, έστω και έμμεσα, σε έναν πόλεμο», δήλωσε ο νέος υπουργός Αμυνας της Γερμανίας –και πιο ξεκάθαρος δεν θα μπορούσε να είναι– αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκοντα.
Το παρατήρησε αμέσως η Süddeutsche Zeitung, επισημαίνοντας ότι «έως τώρα, οι εκπρόσωποι των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ απέφευγαν να μιλούν για εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο». Το βάπτισμα του πυρός για τον Μπόρις Πιστόριους θα είναι άμεσο, δεδομένου ότι πολύ σύντομα θα κληθεί να λάβει εξαιρετικά κρίσιμες αποφάσεις για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και την αποστολή βαρέων αρμάτων μάχης (Leopard) στο Κίεβο, με στόχο την ενίσχυση του ουκρανικού οπλοστασίου.
Εως σήμερα, ο Ολαφ Σολτς απέφευγε να πράξει κάτι τέτοιο, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου και επικαλούμενος το επιχείρημα ότι, λόγω του παρελθόντος της, η Γερμανία δεν θα μπορούσε να είναι η πρώτη χώρα που θα αποστείλει στην Ουκρανία τόσο προηγμένα και επιθετικά όπλα.
Πλέον, όμως, δεδομένου ότι η Βρετανία και η Γαλλία ανακοίνωσαν επίσης ότι θα παράσχουν στους Ουκρανούς άρματα μάχης, το Βερολίνο επανεξετάζει, ή μάλλον αλλάζει τη στάση του, εξαιτίας και των πιέσεων που ασκούνται εντός της γερμανικής κυβέρνησης, με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες να ζητούν από τον Σολτς, είτε να αποστείλει απευθείας άρματα μάχης Leopard στην Ουκρανία, είτε να εξουσιοδοτήσει γι’ αυτό χώρες όπως η Πολωνία και η Φινλανδία, που διαθέτουν Leopard και είναι πρόθυμες να προσφέρουν ορισμένα από αυτά στο Κίεβο.
Σύμφωνα, όμως, με την Süddeutsche, το ζήτημα των βαρέων αρμάτων μάχης, αν και όχι δευτερεύον, πάντως σίγουρα δεν είναι το φλέγον. «Δεδομένης της αγάπης των Γερμανών για τον συμβολισμό, συζητείται τώρα η Leopard 2 στο Κίεβο. Ωστόσο, ο γερμανικός στρατός δεν διαθέτει ικανό αριθμό τέτοιων βαρέων αρμάτων μάχης ώστε να στείλει και στην Ουκρανία: αν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις καλούνταν να αποκρούσουν μια επίθεση ανάλογη με αυτή της Ρωσίας, θα έπαυαν να αντιστέκονται μετά από λίγες ημέρες», επισημαίνεται καταρχάς στο δημοσίευμα.
Ωστόσο, το πραγματικά επείγον ζήτημα αφορά, σύμφωνα πάντα με την εφημερίδα του Μονάχου, τη στάση της Γερμανίας όσον αφορά τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της, αλλά και το ενδεχόμενο μιας άμεσης εμπλοκής της σε έναν πόλεμο, κάτι αδιανόητο επί σχεδόν οκτώ δεκαετίες – κυρίως λόγω των γερμανικών ενοχών για τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των φόβων αρκετών άλλων χωρών για τυχόν επανάληψή της (αλλά και επειδή κάποια στιγμή οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν πως ήταν ιδιαίτερα βολικό να είναι μια χώρα δίχως Αμυνα, καθώς έτσι εξοικονομούσαν χρήματα και ανέπτυσσαν ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με όλους στη Δύση, αλλά και στην Ανατολή, χαίροντας ταυτόχρονα της προστασίας του ΝΑΤΟ).
Πάντως, επρόκειτο αναμφίβολα για μια δικομματική επιλογή. «Είναι αλήθεια ότι μέχρι τις παραμονές του επιθετικού πολέμου του Πούτιν, το SPD, το οποίο μετέχει συνήθως στις κυβερνήσεις, επικαλέστηκε ως πολιτική ειρήνης τη μη τήρηση δικών του ψηφισμάτων για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων. Είναι αλήθεια ότι το 2014 το ίδιο το κόμμα είχε εγκρίνει τον νατοϊκό στόχο του 2% (σ.σ.: του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες), αντιδρώντας στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Ομως, στη συνέχεια, το SPD ενήργησε ωσάν αυτός ο στόχος να ήταν μια επινόηση του Ντόναλντ Τραμπ», γράφει η Süddeutsche.
«Το γεγονός, όμως, ότι κορυφαίοι πολιτικοί των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) επιτίθενται τώρα στην κυβέρνηση επειδή εγκατέλειψε την Μπούντενσβερ και προμήθευσε την Ουκρανία με ανεπαρκή όπλα, συνιστά υποκρισία. Η Ενωση και η καγκελάριός της (η Ανγκελα Μέρκελ) δεν είχαν καμία πρόθεση να προσεγγίσουν τον στόχο του 2%. Από το 2005 έως το 2021, όλοι οι υπουργοί Αμυνας, υπό τους οποίους δημιουργήθηκαν τα περισσότερα από τα “επιχειρησιακά κενά” –μερικά εκ των οποίων είναι γκροτέσκα– προήλθαν από την CDU/CSU», υπενθυμίζει η βαυαρική εφημερίδα.
Ωστόσο, υπεύθυνος για την ταχεία προσαρμογή της Γερμανίας στο πνεύμα των καιρών –σε επίπεδο στρατιωτικό, πολιτικό, αλλά και ιστορικό– δεν μπορεί, φυσικά, και δεν γίνεται να είναι μόνο ο Μπόρις Πιστόριους, καθώς άλλος είναι ο καγκελάριος της Γερμανίας και κατά συνέπεια αυτός καλείται να επωμιστεί τις περισσότερες ευθύνες. Σε αυτό το ζήτημα εστιάζει την προσοχή της η Κοστάντσε Στελτσενμούλερ των Financial Times, η οποία προτρέπει τον Ολαφ Σολτς να σταθεί στο ύψος της «Zeitenwende», της ιστορικής καμπής για την οποία έκανε ο ίδιος λόγο, όσον αφορά τον επανακαθορισμό της πολιτικής ασφαλείας της Γερμανίας και τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της (μέσω της σύστασης ενός ειδικού ταμείου ύψους 100 δισ. ευρώ).
«Το Βερολίνο πραγματοποίησε τον άθλο της πλήρους αποσύνδεσής του από τις ρωσικές εισαγωγές ορυκτών καυσίμων μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο. Στην Αμυνα οι επιδόσεις του είναι πολύ λιγότερο εντυπωσιακές», γράφει η γερμανίδα αρθρογράφος της βρετανικής εφημερίδας. «Ο Σολτς δεν σχεδίαζε να γίνει καγκελάριος εν καιρώ πολέμου. Τώρα, αυτή είναι η δουλειά για την οποία θα τον κρίνει η Ιστορία», επισημαίνει. Πάντως, η παραδοχή του νέου υπουργού Αμυνας της Γερμανίας περί «έμμεσης εμπλοκής» της πατρίδας του σε πόλεμο, καταδεικνύει πως το Βερολίνο έχει πλέον πλήρη γνώση της κατάστασης.
Τη νέα πραγματικότητα για τους Γερμανούς δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν ακόμα και οι Ρώσοι: «Οι σχέσεις Μόσχας – Βερολίνου είναι εκ νέου εχθρικές. Στη γερμανική συλλογική συνείδηση, η εικόνα μιας οπισθοδρομικής, αντιδραστικής και επιθετικής Ρωσίας αποκαθίσταται γρήγορα, ενώ στη ρωσική συλλογική συνείδηση, στο φόντο των εικόνων [στο Διαδίκτυο] οπλικών συστημάτων που παραδίδονται στην Ουκρανία από τη Γερμανία, οι μνήμες από την εισβολή του Χίτλερ καθίστανται και πάλι επίκαιρες», έγραψε πρόσφατα σε άρθρο του ο Ντμίτρι Τρένιν, στρατηγικός αναλυτής προσκείμενος στο Κρεμλίνο (ο οποίος, ωστόσο, εκτιμάται και στη Δύση) και μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας της Ρωσίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News