Τα δύο και πλέον τελευταία χρόνια, διάστημα κατά το οποίο τα εμβόλια έναντι της Covid είναι διαθέσιμα, η βασική… συνταγή τους τροποποιήθηκε μόνο μία φορά. Ο ιός, από την άλλη, έχει αλλάξει τόσες φορές, που ήδη έχει «καταναλώσει» πέντε γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, με κάθε παραλλαγή να αναπτύσσει ακόμη πιο υψηλές ταχύτητες μετάδοσης από την αμέσως προηγούμενή της. Μήπως όμως δεν είναι αυτό το εξελικτικό… σπριντ η μοναδική αιτία που η ανοσία μένει κολλημένη στο παρελθόν; αναρωτιέται στο περιοδικό The Atlantic η ειδική σε θέματα υγείας αθρογράφος του Katherine J. Wu
Ηταν το 1960 όταν ο ανοσολόγος Tόμας Φράνσις, στο άρθρο του «Περί δόγματος του “προπατορικού” αντιγονικού αμαρτήματος» περιέγραψε πρώτη φορά το μπλοκάρισμα του ανοσοποιητικού συστήματος και την αδυναμία του να αντιμετωπίσει μια μόλυνση εξαιτίας παλαιότερης μόλυνσης με παρόμοιο μικρόβιο, θυμίζει η Wu . Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Οτι ο οργανισμός προσηλώνεται στην πρώτη εκδοχή του ιού με την οποία διασταυρώνεται –είτε μέσω φυσικής νόσησης είτε μέσω εμβολιασμού–, με αποτέλεσμα να παραμένει με άμυνες παρωχημένες ενόσω ο ίδιος ο ιός εξελίσσεται και μεταλλάσσεται.
Εξήντα τρία χρόνια μετά, και ενόσω ο SARS-CoV-2 επιμένει να μας ταλαιπωρεί, ορισμένοι επιστήμονες αρχίζουν να εκφράζουν την ανησυχία πως αυτή η «αμαρτία» πιθανόν να υπομονεύει την προστασία που παρέχουν τα εμβόλια «νέας γενιάς» (δηλαδή τα νέα δισθενή εμβόλια, που περιέχουν και την Ομικρον).
Η γρίπη των παιδικών μας χρόνων
Ξετυλίγοντας το… αμαρτωλό κουβάρι από την αρχή, το Atlantic σημειώνει ότι όλα ξεκίνησαν όταν ο Tόμας Φράνσις παρατήρησε ότι οι αρχικές λοιμώξεις από τη γρίπη που αντιμετώπισαν οι άνθρωποι στα παιδικά τους χρόνια θα μπορούσαν να είναι αιτία που το ανοσοποιητικό παρουσιάζει εξασθενημένη ανοσολογική απάντηση όταν αντιμετωπίζει αργότερα στη ζωή τα επόμενα στελέχη του ίδιου ιού. «Βασικά, η πρώτη γρίπη που κολλάς στη ζωή σου είναι αυτή στην οποία ανταποκρίνεσαι πιο μανιωδώς, μακροπρόθεσμα», εξηγεί ο Γκάμπριελ Βικτόρα, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο Rockefeller των ΗΠA, μιλώντας στο περιοδικό.
Ομως, δεν χρειάζεται να εμβαθύνει κανείς στα επιστημονικά δεδομένα για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια καθηλωμένη στο παρελθόν ανοσολογική αντίδραση πιθανόν να είναι προβληματική εάν στο μεταξύ κυκλοφορήσει ένα κατά πολύ διαφορετικό στέλεχος του ίδιου ιού. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το πρώτο καρδιοχτύπι: ακούγεται σαν το μοριακό ισοδύναμο ενός ερωτοχτυπημένου εφήβου που αγκιστρώνεται στον πρώτο του παιδικό έρωτα, με αποτέλεσμα να μην αποφοιτά ποτέ από το ανοσολογικό δημοτικό σχολείο.
Από την άλλη, βέβαια, το σώμα, ορθώς, είναι ρυθμισμένο έτσι ώστε να μην ξεχνά ποτέ. Μια βαθιά ριζωμένη αμυντική αντίδραση είναι ιδιαίτερα πρακτική, δεδομένου ότι αυξάνει τις πιθανότητες, την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί ο ίδιος εισβολέας, να εντοπιστεί άμεσα και να αντιμετωπιστεί γρήγορα. Είναι ο κατάλληλος μηχανισμός για να διασφαλίσει ο οργανισμός ότι δεν θα ξεγελαστεί δύο φορές από το ίδιο παθογόνο, καταλήγει ο δρ Βικτόρα.
Αλλωστε, οι ιοί δεν αναδημιουργούν τον εαυτό τους μεμιάς. Επομένως, τα κύτταρα του ανοσοποιητικού όπου αποθηκεύεται η μνήμη, σε πολλές περιπτώσεις δύνανται να εξαλείψουν αρκετούς εισβολείς για να αποτρέψουν τα χειρότερα αποτελέσματα μιας μόλυνσης. Ετσι, άλλωστε, εξηγείται ότι ακόμη και όταν η αποτελεσματικότητα των εμβολίων της γρίπης διαπιστώνεται ορισμένες χρονιές χαμηλή, λόγω της ασυμφωνίας ανάμεσα στα στελέχη του ιού στο εμβόλιο και σε εκείνα που κυκλοφορούν, παραμένουν στην πρώτη γραμμή, καθώς αποδειγμένα συμβάλλουν σημαντικά στην αποσυμπίεση των συστημάτων υγείας.
«Αντιγονική αμαρτία» ή «αποτύπωμα»;
Συνυπολογίζοντας τα οφέλη της ανοσολογικής μνήμης, η Wu επισημαίνει ότι δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που αντιδρούν με την αρνητική ονομασία «αντιγονική αμαρτία», που δόθηκε στον κατά τα άλλα σοφό μηχανισμό του ανοσοποιητικού συστήματος να αποθηκεύει χρήσιμες πληροφορίες. «Πραγματικά μισώ αυτόν τον όρο», της λέει ο Ντίπτα Μπατατσάρια, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Ο ίδιος, όπως και άλλοι συνάδελφοι του, προτιμούν να χρησιμοποιούν πιο ουδέτερους όρους, όπως «αποτύπωμα».
«Δεν πρόκειται για κάποιο περίεργο ανοσολογικό φαινόμενο», προσθέτει ο Ράφι Αχμέντ, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο Emory. Και συμπληρώνει με νόημα ότι στην πραγματικότητα ο μηχανισμός αυτός είναι ένα παράδειγμα εγχειριδίου για το πώς μπορεί να αντεπεξέλθει ένα υψηλής λειτουργίας ανοσοποιητικό σύστημα.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας H1N1, το 2009, πολλοί ηλικιωμένοι, οι οποίοι κατά κανόνα είναι και πιο ευάλωτοι, τα κατάφεραν καλύτερα από το αναμενόμενο έναντι εκείνου του στελέχους. Η αιτία; Ερευνητές είχαν δείξει ότι προηγούμενη έκθεση σε συγκεκριμένα στελέχη ιού γρίπης είχε ως αποτέλεσμα τη διασταυρούμενη προστασία μέσω ανοσολογικής μνήμης.
Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί και αρνητική αλληλεπίδραση σε διαφορετικές συνθήκες: μια παλαιότερη λοίμωξη με άλλους τύπους ιού της γρίπης να οδηγήσει σε εξασθενημένη ανοσολογική απάντηση. Ο ανοσολόγος Scott Hensley, του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, δανείζεται στρατιωτική ορολογία για να περιγράψει πώς ο μηχανισμός αυτός μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. «Τα ανοσοκύτταρα-βετεράνοι, εκπαιδευμένα σε προηγούμενες παραλλαγές και στελέχη, τείνουν να είναι πιο γρήγορα από τα νεοσύλλεκτα. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των έμπειρων στρατιωτών, τόσο πιο πιθανό είναι να εκτοπίσουν τους αρχάριους μαχητές, στερώντας τους την εμπειρία στο πεδίο της μάχης»…
Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι αυτοί οι… βετεράνοι πιθανόν να μπλοκάρουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων «νέας γενιάς» έναντι της λοίμωξης Covid. Ο προβληματισμός τους εντείνεται από τα συμπεράσματα μελετών που δείχνουν ότι η απόκριση στις αναμνηστικές δόσεις έναντι της BA.5 είναι μετρίως πιο αποτελεσματική από εκείνη του πρώτου σχήματος έναντι της Covid 19.
Πρόσφατη μελέτη σε πειραματόζωα (ποντίκια), στο εργαστήριο του δρ Βικτόρα, φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτές τις ανησυχίες. Συγκεκριμένα, τα Β κύτταρα μνήμης δείχνουν να μην μπορούν να «ξεπεράσουν» τις αρχικές εντυπώσεις της πρωτεΐνης ακίδας του SARS-CoV-2 που αποθήκευσαν κατά την πρώτη έκθεσή τους. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη την ενισχυτική δόση. Και, όπως λέει, θα τα επαναλάβει όταν κυκλοφορήσει το επόμενο, επικαιροποιημένο εμβόλιο. Γιατί; Ο κορονοϊός εξελίσσεται γρήγορα, αλλά και το ανοσοποιητικό σύστημα προσαρμόζεται αναλόγως. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που υποβάλλονται σε αναμνηστικές δόσεις «νέας γενιάς» μπορούν ακόμα να αναμένουν ότι θα προστατεύονται καλύτερα από τις παραλλαγές της Ομικρον, συγκριτικά με εκείνους που δεν επισκέπτονται τα εμβολιαστικά κέντρα.
Νέα ερωτήματα για τα επικαιροποιημένα εμβόλια
Η επιστημονική κοινότητα, σε κάθε περίπτωση, δεν σταματά να θέτει ερωτήματα, στα οποία επιχειρεί να απαντήσει, συνεχίζει η Wu. Ο Ράφι Αχμέντ εκτιμά ότι οι δύο δόσεις με επικαιροποιημένα εμβόλια πιθανόν να μπορούσαν να αποδεσμεύσουν το σώμα από τα παλιά αποτυπώματα.
Μία ακόμη σημαντική παράμετρος είναι η χρονική απόσταση που πρέπει να διατηρείται ανάμεσα στους εμβολιασμούς. Ο Ντίπτα Μπατατσάρια πιθανολογεί ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί το μοντέλο της γρίπης και στην περίπτωση της Covid, δηλαδή ο εμβολιασμός να είναι ετήσιος. Οι πρόσφατες μελέτες του, που δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, υπαινίσσονται ότι το σώμα μπορεί να «ξεχάσει» παλιές παραλλαγές, αν απλώς του δοθεί περισσότερος χρόνος. Συνεπώς, η ελαφρώς παρατεταμένη αναμονή θα μπορούσε να προσφέρει στους κατώτερους «στρατιώτες» του ανοσοποιητικού συστήματος την ευκαιρία να προετοιμάσουν μια ειδική απόκριση έναντι της Ομικρον.
Σε έναν μελλοντικό, ιδανικό κόσμο, οι επιστημονικές νίκες μπορεί να είναι τόσο πρωτοποριακές ώστε τα εμβόλια να καλύπτουν τις ξεχωριστές ανάγκες καθενός από εμάς, καταλήγει το Atlantic. Τα εμβόλια κατά της γρίπης, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εξατομικεύονται λαμβάνοντας υπόψη τα στελέχη στα οποία εκτέθηκαν για πρώτη φορά τα μωρά, με βάση το έτος γέννησης. Τα εμβόλια έναντι της Covid να προσφέρουν προστασία έναντι και των μελλοντικών μεταλλάξεων. Εως τότε, όμως, οι επιστήμονες προσπαθούν άοκνα να βρουν την έξοδο από την τρέχουσα υγειονομική κρίση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News