Παρότι υποψήφιος διδάκτορας της εγκληματολογίας ο Μπράιαν Κόμπεργκερ φαίνεται πως επέδειξε αξιοσημείωτη (και μοιραία για τον ίδιο) αδιαφορία για τις σύγχρονες τεχνικές που χρησιμοποιούν οι αστυνομικές αρχές για την εξιχνίαση εγκλημάτων.
Ο 28χρονος κατηγορούμενος για τη δολοφονία, τον περασμένο Νοέμβριο, τεσσάρων συγκατοίκων, τριών φοιτητριών και ενός φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Αϊνταχο, οι οποίοι δέχτηκαν αλλεπάλληλες μαχαιριές ενώ κοιμόντουσαν, παγιδεύτηκε μέσω πασίγνωστων, τουλάχιστον σε όλους όσοι παρακολουθούν αστυνομικές σειρές, μεθόδων που χρησιμοποιούν οι διωκτικές αρχές σε όλον τον κόσμο: οι διώκτες του αναζήτησαν υλικό από κάμερες που κατέγραψαν την πορεία του αυτοκινήτου του, εντόπισαν δεδομένα στο κινητό του που τον τοποθετούν στον τόπο του εγκλήματος, συνέδεσαν γενετικό υλικό που είχαν στη διάθεσή τους από την οικογένεια του Κόμπεργκερ, χάρη σε αρχεία DNA διαθέσιμα σε γενεαλογικούς ιστοτόπους.
Σύμφωνα με δηλώσεις των ανακριτικών αρχών, παρότι μελετούσε επί χρόνια τις τεχνικές των αστυνομικών, ο δράστης του άγριου τετραπλού φονικού άφησε πίσω του μια σειρά από ίχνη, καθώς παρακολουθούσε αρχικά και επιτέθηκε στη συνέχεια στα θύματά του. Αποφάσισε, για παράδειγμα, να απενεργοποιήσει το κινητό του τηλέφωνο του κατά τη διάρκεια των φόνων, γεγονός που, αναμενόμενα, ενέτεινε τις υποψίες των αρχών ότι εκείνος διέπραξε το φρικιαστικό έγκλημα. Η αστυνομία ανέφερε επίσης πως ο Κόουμπεργκερ δεν δίστασε να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος, λίγες ώρες μετά τους φόνους.
Ωστόσο, παρότι η αστυνομία δηλώνει πως αυτός είναι ο δράστης, κατηγορώντας τον για τέσσερις ανθρωποκτονίες από πρόθεση, βασικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: «Υπήρχε σχέση μεταξύ του ενδιαφέροντος του φοιτητή Εγκληματολογίας για τους κατά συρροή δολοφόνους και τους φόνους που διέπραξε; Και γιατί μια συγκάτοικος που επέζησε, περίμενε ώρες για να καλέσει την αστυνομία, αφού φέρεται συνάντησε τον δολοφόνο έξω από το δωμάτιό της μέσα στη νύχτα;», διερωτάται, μαζί με τις οικογένειες των θυμάτων, ο Κρις ΜακΓκρίλ του Guardian US.
Τα φρικιαστικά μαχαιρώματα, μέχρι θανάτου, των τεσσάρων νεαρών θυμάτων στο σπίτι τους, στη Μόσχα, μια μικρή πόλη στο δυτικό άκρο του Αϊνταχο, τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Νοεμβρίου, συγκλόνισαν την Αμερική και οδήγησαν στη διεξαγωγή μια πρωτοφανούς, για τα χρονικά της πολιτείας, αστυνομικής έρευνας στην οποία συμμετείχαν και δεκάδες πράκτορες του FBI.
Η Κέιλι Γκοντσάλβες και η Μάντισον Μόγκεν, αμφότερες ηλικίας 21 ετών, βρίσκονταν στο ίδιο κρεβάτι στον τρίτο όροφο του σπιτιού, όταν δέχτηκαν αλλεπάλληλες μαχαιριές με ένα μακρύ μαχαίρι, σύμφωνα με την έκθεση του ιατροδικαστή. «Ηταν φίλες από την έκτη δημοτικού», είπε ο πατέρας μίας εκ των δύο φοιτητριών, κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας στη μνήμη των θυμάτων, μπροστά σε περισσότερους από 1.000 ανθρώπους. «Κάθε μέρα διάβαζαν μαζί, έρχονταν μαζί στο σπίτι μας μαζί, μοιράζονταν τα πάντα. Και στο τέλος πέθαναν μαζί, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι. Και είναι κρίμα και πονάει», πρόσθεσε απαρηγόρητος
Η 20χρονη Ζάνα Κέρνοντλ και ο συνομήλικος φίλος της Ιθαν Τσάπιν, κοιμόντουσαν στο πάτωμα, όταν, σύμφωνα πάντα με την αστυνομία, ο Κόουμπεργκερ, εισέβαλε στο δωμάτιό τους και τους σκότωσε. Την ώρα του φονικού στο σπίτι βρίσκονταν ακόμη δύο κοπέλες, η Μπέθανι Φάνκε και η Ντίλαν Μόρτενσεν, οι οποίες, ωστόσο, γλίτωσαν, προς μεγάλη έκπληξη των αστυνομικών, από το δολοφονικό μένος του δράστη, παρότι η δεύτερη συνάντησε, μάλιστα, τον δολοφόνο, καθώς έφευγε από σπίτι.
Στην αστυνομία η νεαρή φοιτήτρια ανέφερε ότι ξύπνησε γύρω στις τέσσερις το πρωί και άκουσε φωνές στους πάνω ορόφους. Αρχικά σκέφτηκε πως μία από τις συγκατοίκους της έπαιζε με τον σκύλο της αλλά μετά άκουσε μία άλλη να λέει «κάποιος είναι εδώ».
Αρχικά η Μόρτενσεν έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα κρεβατοκάμαράς της αλλά δεν είδε τίποτα. Λίγο αργότερα άκουσε κάτι σαν κλάμα και έναν άνδρα να λέει: «Δεν πειράζει, θα σε βοηθήσω». Σε μια κάμερα ασφαλείας ενός γειτονικού σπιτιού καταγράφηκε ένα κλαψούρισμα, ένας δυνατός γδούπος και ένα γάβγισμα. Ξανακοιτώντας έξω από το δωμάτιό της, η φοιτήτρια είδε αυτήν τη φορά έναν άντρα ντυμένο στα μαύρα που φορούσε κάτι που έμοιαζε με μάσκα του σκι πάνω από τη μύτη και το στόμα του. Κατά την κατάθεσή της σημείωσε επίσης πως είχε προλάβει να προσέξει τα πυκνά φρύδια του δράστη. Εχοντας, όμως, κοκαλώσει από τον φόβο, καθώς ο δολοφόνος την προσπέρασε, εγκαταλείποντας, τελικά, το σπίτι από την πίσω πόρτα, το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να κλειδωθεί στο δωμάτιό της.
«Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα μυστήρια της υπόθεσης. Γιατί ούτε η Μόρτενσεν ούτε η Φάνκε κάλεσαν αμέσως την αστυνομία; Πέρασαν σχεδόν άλλες οκτώ ώρες, έως ότου μία από τις δύο να καλέσει το 100, για να ζητήσει βοήθεια για “για ένα άτομο που είχε χάσει τις αισθήσεις του», συνοψίζει ο δημοσιογράφος του Guardian.
Τελικά στις έρευνες για την εξιχνίαση των δολοφονιών συμμετείχαν περισσότεροι από πενήντα πράκτορες του FBI. Αλλά αρχικά την ευθύνη την έφερε η αστυνομική διεύθυνση της μικρής πόλης του Αϊνταχο. «Με το που εισήλθα στο συγκεκριμένο υπνοδωμάτιο, μπορούσα να δω δύο γυναίκες σε ένα μονό κρεβάτι. Τόσο η Γκοντσάλβες όσο και η Μόγκεν ήταν νεκρές με ορατές μαχαιριές», κατέθεσε ο Μπρετ Πέιν, ένας από τους αστυνομικούς που έφτασαν πρώτοι στο σπίτι, γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι. Σχεδόν αμέσως παρατήρησε δίπλα στο άψυχο σώμα της μία εκ των δύο φοιτητριών ένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο ο δολοφόνος μοιραία άφησε πίσω του, κάτι που έμοιαζε με δερμάτινη θήκη μαχαιριού, η οποία εστάλη αμέσως στο εργαστήριο του εγκληματολογικού.
Παράλληλα, αστυνομικοί, ελέγχοντας οπτικό υλικό από κάμερες στη ευρύτερη περιοχή εντόπισαν ένα λευκό Hyundai Elantra να περνάει τρεις φορές μπροστά από το σπίτι, πριν σταθμεύσει, τελικά, έξω από αυτό, την τέταρτη φορά, λίγο μετά τις τέσσερις τα ξημερώματα. Επειτα από μόλις δεκαέξι λεπτά το αυτοκίνητο έφυγε, αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα, σύμφωνα με την αστυνομία.
Δύο εβδομάδες μετά τις δολοφονίες, ένας αστυνομικός εντόπισε ένα λευκό Hyundai Elantra στην πόλη Πάλμαν της πολιτείας Ουάσιγκτον, περί τα δεκαπέντε λεπτά με το αυτοκίνητο από τη Μόσχα, την πόλη όπου έλαβε χώρα το τετραπλό φονικό. Το ύποπτο όχημα ήταν παρκαρισμένο έξω από την κατοικία ενός φοιτητή του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον ονόματι Μπράιαν Κόμπεργκερ ενώ το πρώτο που πρόσεξαν στο δίπλωμα οδήγησής του 28χρονου φοιτητή οι αστυνομικοί που έσπευσαν να τον ελέγξουν, ήταν τα πυκνά του φρύδια.
Σχεδόν αμέσως την προσοχή των διωκτικών αρχών τράβηξαν οι σπουδές και τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα του Κόμπεργκερ. Το περασμένο καλοκαίρι ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία και την εγκληματολογία στο καθολικό Πανεπιστήμιο DeSales της Πενσιλβάνια, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο φερόμενος ως δράστης της τετραπλής δολοφονίας. Μάλιστα αποφοίτησε με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Κάθριν Ράμσλαντ, μια ψυχολόγο με ειδίκευση στην εγκληματολογία, γνωστή για την αλληλογραφία της με τον Ντένις Ράντερ, έναν από τους πιο διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους των ΗΠΑ. Και το φθινόπωρο άρχισε το διδακτορικό του στο τμήμα ποινικής δικαιοσύνης και εγκληματολογίας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, όπου ξεχώρισε μεταξύ των συμφοιτητών του, λόγω του έντονου ενδιαφέροντος του για τους κατά συρροή δολοφόνους.
Αλλά ο Κόμπεργκερ ενδιαφερόταν επίσης και για την πρακτική διάσταση του έργου των αστυνομικών αρχών, υποβάλλοντας αίτηση, κατά την έναρξη των σπουδών του στο Πάλμαν, για πρακτική άσκηση στο αστυνομικό τμήμα της πόλης, με το σκεπτικό ότι θα ήθελε να συνδράμει μικρά αστυνομικά τμήματα στη συλλογή και την ανάλυση δεδομένων. Τον αποτροπιασμό των αρχών προκάλεσε επίσης το γεγονός πως μετά τις δολοφονίες ο κατηγορούμενος, πλέον, Κόμπεργκερ, συνέχισε να παρακολουθεί τα μαθήματά του, παρευρισκόμενος ακόμη και σε συζητήσεις συμφοιτητών του για την τετραπλή δολοφονία στη Μόσχα.
Παρότι η αστυνομία είχε ταυτοποιήσει το αυτοκίνητο, αρχικά δεν προέβη στην κατάσχεσή του. Τον προηγούμενο μήνα ο 28χρονος δολοφόνος φοιτητής ταξίδεψε, μάλιστα, με το ίδιο όχημα, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, από την Ουάσιγκτον μέχρι την Πενσιλβάνια, όπου βρίσκεται το πατρικό του. Εν τω μεταξύ πράκτορες του FBI είχαν εύκολα διαπιστώσει πως το κινητό του τηλέφωνο είχε απενεργοποιηθεί λίγο πριν την επίθεση και επανεργοποιηθεί περί τα πενήντα λεπτά αργότερα, σε ένα δρόμο έξω από την πόλη.
Στη συνέχεια ανακαλύφθηκε επίσης ότι ο Κόμπεργκερ είχε μεταβεί στην περιοχή κοντά στο σπίτι των θυμάτων τουλάχιστον δέκα φορές, νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, κατά τους μήνες πριν από την επίθεση. Εντύπωση προκάλεσε και το ότι ο κύριος ύποπτος είχε επιστρέψει κοντά στον τόπο του εγκλήματος περίπου πέντε ώρες αργότερα και πριν ειδοποιηθεί η αστυνομία.
Κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής των ερευνών, η όποια πρόοδος σημειωνόταν δεν κοινοποιούνταν από τις αρχές, γεγονός που εξόργισε τις οικογένειες των θυμάτων ενώ όσο δεν εντοπιζόταν κάποιος ύποπτος τόσο αυξανόταν ο φόβος στην μικρή πόλη, με αρκετούς φοιτητές και φοιτήτριες να επιλέγουν να την εγκαταλείψουν, θεωρώντας ότι κυκλοφορούσε ελεύθερος ένας κατά συρροή δολοφόνος. Ωστόσο οι αρχές γνώριζαν πολύ καλά ποιον είχαν στο στόχαστρό τους.
Στη δερμάτινη θήκη που ξέχασε ο δράστης δίπλα σε ένα από τα θύματά του εντοπίστηκε δείγμα DNA το οποίο οδήγησε το FBI στην ευρύτερη οικογένεια του Κόμπεργκερ, με μυστικούς πράκτορες να συλλέγουν απορρίμματα από το πατρικό του φερόμενου δολοφόνου για να επιβεβαιώσουν το πολύτιμο εύρημά τους, με το γενετικό υλικό στη δερμάτινη θήκη να ταιριάζει κατά 99,98% με το DNA του πατέρα του.
Στο τέλος, έπειτα από πολυήμερη παρακολούθηση, την 30η Δεκεμβρίου, στις δύο τα ξημερώματα, αστυνομικοί εισέβαλαν από πόρτες και παράθυρα στο σπίτι του υπόπτου και τον συνέλαβαν. Την προηγούμενη Πέμπτη, ενώπιον δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος περιορίστηκε στο να αναγνωρίσει ότι εάν κριθεί ένοχος, κινδυνεύει να καταδικαστεί ακόμη και σε θάνατο. Πάντως ο δικηγόρος του σημείωσε πως ο πελάτης του «ανυπομονεί να αθωωθεί» ενώ οι συγγενείς των θυμάτων και μαζί τους ολόκληρη η Αμερική, εξακολουθούν να διερωτώνται γιατί έκανε ό,τι έκανε ο 28χρονος υποψήφιος διδάκτορας της εγκληματολογίας και φερόμενος ως κατά συρροή δολοφόνος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News