Το ότι οι δημοσιογράφοι του Economist αρέσκονται να προκαλούν με τα άρθρα τους είναι γνωστό αλλά και επιθυμητό, δεδομένου ότι προσφέρουν αναμφίβολα τροφή για σκέψη. Στο προηγούμενο, χριστουγεννιάτικο και διπλό, τεύχος του έγκριτου βρετανικού περιοδικού περιλαμβανόταν, για παράδειγμα, ένα εκτενές δημοσίευμα υπό τον τίτλο «The Economics of Thinness» (Τα οικονομικά της Ισχνότητας), στο οποίο εξηγείται πως «είναι οικονομικά λογικό για τις φιλόδοξες γυναίκες να προσπαθούν όσο το δυνατόν περισσότερο να είναι αδύνατες».
H προτροπή ακούγεται σίγουρα εξωφρενική, αλλά το πραγματικό ζήτημα είναι ότι, δυστυχώς, τα στοιχεία φαίνεται να τη δικαιολογούν, τουλάχιστον από οικονομική άποψη. «Το αφήγημα σύμφωνα με το οποίο οι έξυπνες και φιλόδοξες γυναίκες, που μπορούν να υπολογίζουν την αξία τους στην αγορά εργασίας με βάση την ευφυΐα ή την εκπαίδευσή τους, δεν πρέπει να δίνουν σημασία στη σιλουέτα τους, είναι δύσκολο να διατηρηθεί μετά την εξέταση στοιχείων ως προς την αλληλεπίδραση του βάρους τους με τον μισθό ή το εισόδημά τους», γράφει ο Economist.
Η παραπάνω σχέση ισχνότητας-πλούτου καταγράφεται μόνο στα εύπορα κράτη, καθώς στις φτωχότερες χώρες οι πλούσιοι άνθρωποι τείνουν να είναι πιο ευτραφείς. Και στις πλούσιες χώρες, το «όσο πιο αδύνατος, τόσο υψηλότερες οι απολαβές» ισχύει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, για τις γυναίκες. Αυτό σημαίνει πως οι πλούσιες γυναίκες είναι πολύ πιο λεπτές από τις φτωχές, ενώ ο πλούσιοι άνδρες είναι ευτραφείς όσο και οι φτωχοί.
Ο Economist επικαλείται την περίφημη Γουόλις Σίμπσον. Η γυναίκα για χάρη της οποίας ο βασιλιάς Εδουάρδος Η’ απαρνήθηκε τον θρόνο του, φέρεται να είπε κάποτε πως μια γυναίκα «δεν μπορεί ποτέ να είναι πολύ πλούσια ή πολύ αδύνατη». Λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα στοιχεία, αποφαίνεται πως μια γυναίκα μπορεί να είναι ή και αδύνατη και πλούσια ή τίποτε από τα δύο.
«Μυριάδες μελέτες αποκαλύπτουν ότι οι υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες αμείβονται χειρότερα από τις πιο αδύνατες συνομήλικές τους, ενώ υπάρχει μικρή διαφορά στους μισθούς μεταξύ παχύσαρκων ανδρών και ανδρών που ιατρικά χαρακτηρίζονται ως “φυσιολογικοί”. Υπάρχουν εξαιρέσεις: μια σουηδική μελέτη διαπίστωσε ότι οι παχύσαρκοι άνδρες κέρδιζαν λιγότερα, αλλά όχι οι παχύσαρκες γυναίκες. Ωστόσο, έρευνες στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στον Καναδά και στη Δανία δείχνουν ότι οι υπέρβαρες γυναίκες έχουν χαμηλότερους μισθούς. Το τίμημα για μια παχύσαρκη γυναίκα είναι σημαντικό, καθώς της κοστίζει περίπου το 10% του εισοδήματός της», αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Oι διακρίσεις με βάση τη φυλή και το φύλο έχουν περιοριστεί την τελευταία δεκαετία. Το βάρος αποτελεί εξαίρεση — οι στάσεις απέναντι στα υπέρβαρα άτομα έχουν καταστεί πολύ πιο αρνητικές
Ωστόσο, υφίσταται και ένα άλλο δεδομένο, ακόμη πιο αποκαρδιωτικό και ανησυχητικό: «Οι ανώτερες εκτιμήσεις όσον αφορά τις μισθολογικές προσαυξήσεις για μια γυναίκα που είναι αδύνατη, είναι τόσο σημαντικές ώστε μπορεί να θεωρήσει σχεδόν εξίσου σημαντικό το να χάσει βάρος όσο και το να αποκτήσει πρόσθετη εκπαίδευση. Η προσαύξηση για την απόκτηση μεταπτυχιακού είναι περίπου 18%, μόνο 1,8 φορές μεγαλύτερη από την προσαύξηση που θα μπορούσε θεωρητικά να κερδίσει μια παχύσαρκη γυναίκα χάνοντας περίπου 30 κιλά – χονδρικά, τα κιλά που θα έπρεπε να χάσει μια μετρίως παχύσαρκη γυναίκα μεσαίου αναστήματος, ούτως ώστε ιατρικά να χαρακτηρίζεται “φυσιολογική”».
Φαίνεται πως με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση, αντί να βελτιώνεται, καθίσταται χειρότερη, δεδομένου ότι «οι διακρίσεις σε βάρος των υπέρβαρων γυναικών δεν περιορίστηκαν με την παράλληλη αύξηση του αριθμού τους». Αρκετοί ειδικοί υποστήριζαν ότι, λόγω της αύξησης του αριθμού ανδρών και γυναικών που χαρακτηρίζονται ως υπέρβαροι, θα μπορούσε να μειωθεί το μισθολογικό χάσμα μεταξύ παχύσαρκων και λιπόσαρκων. Ωστόσο, φαίνεται πως ο στιγματισμός των παχύσαρκων ατόμων κατέστη ακόμη πιο έντονος, παράλληλα με την αύξηση του αριθμού τους, ενώ το γεγονός ότι την ίδια ώρα η ισχνότητα καθίστατο ολοένα πιο σπάνια συνέβαλε στην αύξηση των αμοιβών όλων όσοι χαρακτηρίζονται ως αδύνατοι.
Ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες, σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε ο αμερικανός οικονομολόγος Ντέιβιντ Λέμπερτ για λογαριασμό του Γραφείου Στατιστικών της Εργασίας στις ΗΠΑ, «καθώς οι πιο ευτραφείς γυναίκες γερνούν, υφίστανται τις σωρευτικές συνέπειες ετών μισθολογικών διακρίσεων», ενώ όσον αφορά άλλα, εξίσου σημαντικά και εξοργιστικά στοιχεία, «οι αρχικοί μισθοί τους είναι χαμηλότεροι και κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας λαμβάνουν λιγότερες αυξήσεις και προαγωγές».
Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ παχύσαρκων και λιπόσαρκων γυναικών στις ΗΠΑ οφείλεται εν μέρει στο ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που καλούνται να καταβάλλουν οι εργοδότες για τους υπέρβαρους εργαζόμενους τους είναι υψηλότερες από εκείνες που καταβάλλουν για εκείνους το βάρος των οποίων χαρακτηρίζεται ως «φυσιολογικό». Αλλά το γεγονός αυτό δεν εξηγεί το γιατί μισθολογικά οι παχύσαρκες γυναίκες πλήττονται περισσότερο από τους παχύσαρκους άνδρες.
Oι γυναίκες αντιλαμβάνονται με ακρίβεια ότι η αποτυχία τους να χάσουν βάρος ή να παραμείνουν λεπτές θα έχει, κυριολεκτικά, κόστος για αυτές
Ομως, το φαινόμενο έχει τις αιτίες του και σε άλλους, λιγότερο πρακτικούς παράγοντες, όπως αποδεικνύουν οι περιοδικές μελέτες του Χάρβαρντ με θέμα τις αποκαλούμενες «σιωπηρές προκαταλήψεις»: εδώ και χρόνια, ερευνητές ενός εκ των κορυφαίων πανεπιστημίων στον κόσμο ζητούν από τους συμμετέχοντες «να συσχετίσουν άτομα διαφορετικής φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή βάρους με λέξεις όπως “καλός” ή “κακός”. Και γενικά τα ευρήματα τείνουν προς θετική κατεύθυνση — οι διακρίσεις με βάση τη φυλή και το φύλο έχουν περιοριστεί την τελευταία δεκαετία. Οι αρνητικές συσχετίσεις όσον αφορά τους ομοφυλόφιλους έχουν μειωθεί κατά το ένα τρίτο. Το βάρος αποτελεί εξαίρεση — οι στάσεις απέναντι στα υπέρβαρα άτομα έχουν καταστεί πολύ πιο αρνητικές».
Οσον αφορά τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Economist λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, σίγουρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ενθαρρυντικά: «Σε αυτό το πλαίσιο, τα επιχειρήματα που προβάλλονται συχνά ως προς τους λόγους που οι γυναίκες και τα κορίτσια αισθάνονται τέτοια πίεση για να είναι αδύνατες και υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση όταν δεν είναι, είναι θλιβερά ελλιπή. Ισως οι γυναίκες να αισθάνονται άσχημα με τον εαυτό τους επειδή συγκρίνονται με τις γαζέλες που συχνάζουν στα εξώφυλλα των περιοδικών – και εξαπατώνται, καθώς πιστεύουν ότι αυτές οι φωτογραφίες δεν είναι επεξεργασμένες και αυτές οι σιλουέτες είναι εφικτές. Ισως οι γονείς τους ή ένας γιατρός να σχολίασαν το βάρος τους όταν ήταν μικρές. Αλλά εκτός από αυτού του είδους τις πιέσεις, υφίσταται και το ισχυρό κίνητρο της αγοράς: οι γυναίκες αντιλαμβάνονται με ακρίβεια ότι η αποτυχία τους να χάσουν βάρος ή να παραμείνουν λεπτές θα έχει, κυριολεκτικά, κόστος για αυτές», συνοψίζει ο Economist.
«Είναι λογικό, από οικονομικής πλευράς, να αφιερώνουν όλοι χρόνο στην εκπαίδευση, γιατί προσφέρει ξεκάθαρα πλεονεκτήματα στην αγορά εργασίας, αλλά και όσον αφορά μελλοντικούς μισθούς. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται να είναι λογικό για τις γυναίκες να επιδιώκουν να είναι αδύνατες. Η προσοχή στο τι και πόσο τρώνε και οι δαπάνες για εξεζητημένα προγράμματα γυμναστικής είναι επενδύσεις που αποδίδουν. Για τους άντρες δεν είναι», συμπληρώνει.
Δεδομένου ότι η παχυσαρκία εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως δεν είναι κακό να προσφέρονται κίνητρα στις γυναίκες ώστε να χάσουν βάρος. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Economist, αυτή η γνώμη «βασίζεται σε δύο ασταθείς λογικούς πυλώνες», καθώς εικάζεται, πρώτον, πως «το σωματικό βάρος βρίσκεται απόλυτα στον έλεγχο κάθε ανθρώπου», και, δεύτερον, ότι «η ντροπή είναι ένα αποτελεσματικό κίνητρο», για να χάσει κάποιος κιλά. Υπάρχουν όμως πολλά στοιχεία που καταρρίπτουν αμφότερους τους ισχυρισμούς.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως δεν είναι δυνατό και επιθυμητό σε ορισμένες περιπτώσεις να χάσει μια γυναίκα μερικά κιλά – όπως, άλλωστε, και ένας άνδρας. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα πολλά που πρέπει να μπαίνουν στη ζυγαριά. «Σκεφτείτε το τεράστιο κόστος που έχει το στίγμα, η ντροπή ή ο φόβος του υπερβολικού βάρους για όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια που περνούν τη ζωή τους ανησυχώντας μη γίνουν υπέρβαρες. Είναι αδύνατο, εφόσον κυκλοφορείς ως γυναίκα, να μην παρατηρείς τον χρόνο, την ενέργεια και τα χρήματα που επενδύουν οι γυναίκες για να καταγράφουν τι τρώνε, να διαβάζουν βιβλία περί σωστής διατροφής και να παρακολουθούν μαθήματα γυμναστικής. Οποιος έχει δοκιμάσει μια δίαιτα αποτοξίνωσης με χυμούς ή με λαχανόσουπα θα γνωρίζει ότι η επιδίωξη της ισχνότητας μπορεί να αποβεί εις βάρος άλλων σημαντικών πραγμάτων που ίσως θέλουν να κάνουν τα κορίτσια και οι γυναίκες, όπως το να επικεντρώνονται στη μελέτη, να εργάζονται ή να απολαμβάνουν το φαγητό τους. Σύμφωνα με ορισμένες έρευνες, τα κορίτσια ηλικίας μόλις έξι ετών αναγνωρίζουν πως οφείλουν να είναι αδύνατα. Και στη συνέχεια, ως έφηβες, μεταδίδουν την ανορεξία και τη βουλιμία η μία στην άλλη, σαν ιό», γράφει η Τζία Τολεντίνο, συγγραφέας του βιβλίου «Trick Mirror».
«Η τραγωδία είναι πως δεν υπάρχει διέξοδος. Οι περισσότερες γυναίκες δείχνουν να προσπαθούν να συμμορφωθούν. Κάποιες επιλέγουν να μην το κάνουν. Αλλά φαίνεται πως αμφότεροι οι δρόμοι συνεπάγονται μεγάλο κόστος», καταλήγει ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News