Η φράση-μαχαιριά που πρωτάκουσα στα άγουρα εφηβικά μου χρόνια όταν έκανα μαζί με φιλαράκι, πολύ πιο ψημένο από μένα, την παρθενική μου γύρα στα κάλαντα.
«Aγιος Βασίλης έρχεται, και δεν μας καταδέχεται!»
Ψαράκι του αφρού ήμουνα. Αρτι αφιχθείς απ’ τα βάθη της Αφρικής, για να γνωρίσουμε τον τόπο μας, έλεγε ο μπαμπάς. Αύγουστο φτάσαμε, Δεκέμβριο κάναμε τα πρώτα μας Χριστούγεννα. Ανήμερα της γιορτής, χτύπησε το κουδούνι, και ανοίγοντας άκουσα τα πρώτα μας κάλαντα. «What a ridiculous thing», αναφώνησα. Δηλαδή, πόσο γελοίο!
Ηταν η πρώτη αντίδραση ενός αγγλομεγαλωμένου παιδιού που, ως τότε αγαπούσε και γιόρταζε τα Χριστούγεννα αλλιώς. Ημουν και στη χορωδία του σχολείου μου στο Σόλσμπερι (Ροδεσία), που είχε τον βαρύ τίτλο σερ Ουίνστον Τσέρτσιλ, που δεν κατάλαβα ποτέ γιατί στην Ελλάδα τον κάναμε «Τσόρτσιλ»!
Τέτοιες κι άλλες πολλές παρόμοιες ridiculous απορίες μού ξέφευγαν αστραπιαία όποτε έβλεπα ή άκουγα στη πρωτόγνωρη πατρίδα μου ό,τι θεωρούσα αλλόκοτο.
Τη δεύτερη, όμως, χρονιά στην Ελλάδα, έχοντας πια αποκτήσει και φίλους, βγήκα για πρώτη φορά στην γύρα με το τριγωνάκι μου, και με ένα πουγκί που μου’ φτιαξε η μαμά για να βάζω τα ψιλά μέσα. Ξεκινήσαμε από την απάνω γειτονίτσα, κατόπιν σχεδίου. Που είχε ως εξής: Ψαρεύουμε πρώτα στα άγνωστα νερά και ερχόμαστε μετά στα δικά μας, συγγενείς, φίλους και γείτονες, που είναι και πιο σιγουράκια.
Ελα όμως που το ίδιο σύστημα εφάρμοζαν και οι άλλες παρέες. Οι οποίες μάλιστα, έχοντας φοβερό know-how και αέρα, σάρωναν όλα τα σπίτια προτού εμείς ψελλίσουμε καν το «τρίγωνα, κάλαντα». Τά’ριχναν μάλιστα στο άψε-σβήσε, και με το που έπεφτε το νόμισα το άρπιζαν και έφευγαν σφαίρα την επόμενη πόρτα.
Εμείς ήμασταν κάπως πιο προσεκτικοί. Περιμέναμε να περάσει τουλάχιστον κανά 20λεπτο προτού χτυπήσουμε το ίδιο κουδούνι με τους πριν. Έτσι μας δασκάλεψε ο μπαμπάς του φίλου μου, που ήταν μάλιστα και στρατιωτικός, και ήξερε από σχέδιο δράσης. Παρόλα αυτά δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο «μας τά’παν άλλοι» που ήρθε απότομα από μέσα! Ένα χαστούκι ξεδιάντροπο!
«Και λοιπόν;», λέω τώρα εκ του ασφαλούς. «Ανοιξε ρε μίζερε τη πόρτα. Ακου τη φωνή παιδιών και αν δεν έχεις φράγκα δώσε ένα σοκολατάκι». Όχι «υγείας» όμως, που είναι γεμάτη πίκρα… Και που τότε την είχαμε για φάρμακο.
Ευτυχώς όμως, ήταν μειοψηφία οι ξινοί άνθρωποι. Αλλά μας έμεινε η… απόρριψη. Η φράση που, λίγο πιο μετά, μεγαλώνοντας, και αφήνοντας τα κάλαντα στην πιο νέα γενιά, βρήκαμε μπροστά μας ξανά και ως εξυπνάδα της πολιτικής ορολογίας. Το «μας τα’ παν κι άλλοι» ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι απορριπτικοί έκοβαν κάθε κουβέντα ή και κάθε πρόταση προτού καν την σκεφτούν. Για παράδειγμα, κάποιος προσπαθούσε να τους πει κάτι διαφορετικό, του τύπου «κοίτα να δεις, υπάρχει και αυτή η προοπτική», ή «εμείς πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε αυτό αντί εκείνο», και εκείνοι, κάνοντας τη γνωστή χειρονομία «καλά τώρα», άλλαζαν θέμα!
Προσπάθησα πολλές φορές να βρω και να μελετήσω αυτά που «μας τα ’παν κι άλλοι», αλλά πάντα δυσκολευόμουν. Τι μας είπαν δηλαδή, που δεν θέλεις να ξανακούσεις; Και αν, εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνείς, εσύ ποια άποψη έχεις;
Γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν απλώς μια ατάκα παντός καιρού, εντελώς εξυπνακίστικη, και χωρίς καμία πραγματική ουσία. Κι όταν μετέπειτα άρχισα να ανακατεύομαι και με την δημοσιογραφία (το «ανακατεύομαι» το εννοώ κυριολεκτικά), πείστηκα πέραν αμφιβολίας ότι αυτή η απαξιωτική φράση ήταν πράγματι ένα επιφανειακό και τσαμπουκαλίδικο «επιχείρημα» για να τελειώνει η συζήτηση. Επίσης, αποτελεί και μια αέναη, ίσως και βολική παραδοχή ότι «τίποτα δεν αλλάζει σ’ αυτόν τον τόπο». Οπότε, ποιο το νόημα να μας τα πεις και εσύ;
Η ουσία είναι ότι δεν ήθελαν να ακούσουν. Ούτε τα κάλαντα, ούτε την άλλη άποψη. Δεν έμαθαν να ακούν. Όπως και δεν έμαθαν ποτέ τους καλούς τρόπους και υπεύθυνη συμπεριφορά. Ο τσιφούτης της γειτονιάς δεν φανερωνόταν καν. Κι ο απορριπτικός της πολιτικής, πέταγε την ατάκα του «φεύγοντας». Έκλεινε τη συζήτηση, κι αποχωρούσε με αίσθημα νίκης. Αγενής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News