«Το 2022 ολοκληρώνεται με έναν πόλεμο που συνεχίζει να πυρπολεί την Ευρώπη και με τον αυξανόμενο φόβο ότι το 2023 οι πόλεμοι στην Ευρώπη γίνουν δύο», γράφει ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι της La Repubblica σε ανάλυσή του. Αναφέρεται στο γεγονός πως, ενώ μαίνεται με αμείωτη ένταση ο πόλεμος που ξέσπασε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μέρα με τη μέρα αυξάνεται ο κίνδυνος μιας σερβικής εισβολής στο Κόσοβο.
Ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει πως οι δύο κρίσεις θα μπορούσαν να συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η Πρίστινα, πρωτεύουσα του Κοσόβου, κατηγορεί το Βελιγράδι ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Κρεμλίνου, ενώ ο κοσοβάρος πρωθυπουργός Αλμπιν Κούρτι υποθέτει ανοιχτά ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα μπορούσε να υποδαυλίζει εντάσεις ανάμεσα στη Σερβία και την πατρίδα του, ούτως ώστε να αποσπάσει την προσοχή του ΝΑΤΟ από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την υποστήριξη που παρέχει στο Κίεβο.
Ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς έχει ήδη θέσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας σε «ύψιστη πολεμική ετοιμότητα», ενώ αυξάνεται και η στρατιωτική παρουσία των Σέρβων κατά μήκος των συνόρων με το Κόσοβο (τα οποία δεν αναγνωρίζει το Βελιγράδι). «Θα λάβουμε όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να προστατεύσουμε τον λαό μας και να διατηρήσουμε την ενότητα της Σερβίας», δήλωσε ο Βούτσιτς, ενώ ο Μίλος Βούτσεβιτς, υπουργός Αμυνας της Σερβίας, υπογράμμισε πως οι σερβικές ένοπλες δυνάμεις είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν ένοπλη βία, όχι μόνο για την προστασία της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Σερβίας και όλων των πολιτών της, αλλά και για να αποτρέψει «το πογκρόμ και τον τρόμο εναντίον Σέρβων, οπουδήποτε και αν ζουν».
Σύμφωνα με τον Φραντσεσκίνι, τα λόγια του σέρβου υπουργού «απηχούν τις δικαιολογίες που χρησιμοποίησε τον περασμένο Φεβρουάριο το Κρεμλίνο για να επιτεθεί στην Ουκρανία: την υπεράσπιση των πολιτών της Ρωσίας όπου κι αν βρίσκονται, τις αρχές μιας άλλης χώρας που χαρακτηρίζονται ως “τρομοκράτες”», γράφει, αναφερόμενος στους ισχυρισμούς του Βελιγραδίου περί τρομοκρατίας κατά των Σέρβων του Κοσόβου.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, ο ιταλός αρθρογράφος υπενθυμίζει πως η Σερβία ήταν η μεγαλύτερη και η πιο ισχυρή από τις έξι δημοκρατίες (η Σλοβενία, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και η Μακεδονία ήταν οι υπόλοιπες πέντε) που συναποτελούσαν, μαζί με δύο αυτόνομες επαρχίες, της Βοϊβοντίνας και του Κοσόβου, τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Αυτό το περίπλοκο συνονθύλευμα εθνοτικών ομάδων, γλωσσών και θρησκειών, που παρέμενε ενωμένο υπό τα λάβαρα του κομμουνισμού αλλά και του κινήματος των αδεσμεύτων (ούτε με τις ΗΠΑ ούτε με τη Σοβιετική Ενωση), κατέρρευσε το 1992 με έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Τίτο, τρία χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έναν χρόνο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ», συνοψίζει ο Φραντσεσκίνι.
Οσον αφορά το παρόν, αποτελεί γεγονός πως είναι αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με το παρελθόν σε πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή στη Σλοβενία και στην Κροατία (η οποία από την πρωτοχρονιά θα ανήκει και στην Ευρωζώνη). Στη Σερβία, όμως, όπως και σε άλλες περιοχές, υφίσταται μια «νοσταλγία για τη Γιουγκοσλαβία», την οποία τροφοδοτεί «ένας εθνικισμός παρόμοιος με τα αισθήματα που έχει εκφράσει ο Πούτιν για την ΕΣΣΔ».
Και τώρα, η επίκληση της προστασίας της σερβικής μειονότητας στο Κόσοβο από το Βελιγράδι θα μπορούσε να καταστεί η θρυαλλίδα μιας ακόμη σύρραξης στην καρδιά της Ευρώπης. Σημειώνεται ότι την ανεξαρτησία του Κοσόβου αναγνωρίζουν οι 99 από τις 198 χώρες που ανήκουν στον ΟΗΕ, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Βρετανίας και 22 εκ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ. Εντός της ΕΕ το Κόσοβο δεν αναγνωρίζουν η Ισπανία, η Σλοβακία, η Ρουμανία, η Κύπρος και η Ελλάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News