Η Ουκρανία θα εισέλθει στο 2023 με αέρα στα πανιά της. Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, απέκρουσε την αρχική απόπειρα της Ρωσίας να καταλάβει το Κίεβο, στη συνέχεια ανακατέλαβε εκτεταμένες περιοχές γύρω από το Χάρκοβο και τη Χερσώνα και προκάλεσε μεγάλες απώλειες στις δυνάμεις εισβολής. Μιλώντας –αφού το Politico τον ανακήρυξε το πιο ισχυρό πρόσωπο στην Ευρώπη– ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έδωσε μια νότα αισιοδοξίας για τον χειμώνα, προβλέποντας ότι οι Ουκρανοί θα απολαμβάνουν «ειρήνη» κάποια στιγμή το επόμενο έτος.
Ωστόσο, όπως τόνισε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, Ράντεκ Σικόρσκι, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν συμβιβασμό που θα καθιστούσε δυνατή την ειρήνη. Εάν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θέλει η Ουκρανία να παραμείνει «αδέσμευτη», θα πρέπει να αποσυρθεί από ολόκληρη την ουκρανική επικράτεια, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ήττα του. Αλλά αυτό θα ήταν κάτι απαράδεκτο για εκείνον. Παρομοίως, ο Ζελένσκι είναι απίθανο να εξετάσει το ενδεχόμενο παραχώρησης οποιουδήποτε ουκρανικού εδάφους, εκτός και αν προσφερθεί στην Ουκρανία η δυνατότητα προσχώρησής της στο ΝΑΤΟ. Καθώς αυτά τα σενάρια παραμένουν απίθανα, υπάρχει κάθε λόγος να αναμένεται μια παρατεταμένη σύγκρουση.
Δεδομένου ότι οι πιθανότητες μιας στρατιωτικής νίκης της Ρωσίας περιορίζονται, ο Πούτιν έχει επικεντρωθεί στο να διασπάσει την ενότητα του Δυτικού συνασπισμού που υποστηρίζει και εξοπλίζει την Ουκρανία. Οπότε, εμπλέκεται σε μια «παν-σύγκρουση», που εκτείνεται πέρα από το πεδίο μάχης, τόσο ώστε να αποτελεί μέρος της και μια πολύπλευρη επίθεση κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Για παράδειγμα, οι ρωσικές τρομοκρατικές τακτικές στην Ουκρανία, περιλαμβανομένων των πρόσφατων συνεχών επιθέσεων σε μη στρατιωτικές υποδομές, όπως είναι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, έχουν, προφανώς, σκοπό να καταστήσουν τη ζωή στη χώρα ακόμη πιο αφόρητη και να προκαλέσουν άλλο ένα κύμα προσφύγων προς τις χώρες της ΕΕ. Ηδη, τρεις στους δέκα Ουκρανούς είναι άνεργοι και ο Ζελένσκι ζήτησε από τους πρόσφυγες να μην επιστρέψουν αυτόν τον χειμώνα – και αυτό είναι ένα δυσοίωνο σημάδι.
Τα 14 εκατομμύρια Ουκρανοί που εκτοπίστηκαν φέτος αποτελούν το μεγαλύτερο σύνολο εκτοπισμένων στην Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα οκτώ εκατομμύρια πρόσφυγες που κατέφυγαν στην ΕΕ έχουν ήδη κάνει την «προσφυγική κρίση» του 2015 να μοιάζει με προθέρμανση. Η γενναιοδωρία των Ευρωπαίων προς τους ουκρανούς πρόσφυγες υπήρξε ενθαρρυντική. Θα διαρκέσει όμως;
Ο αριθμός των προσφύγων σε χώρες όπως η Πολωνία είναι τόσο υψηλός –το 8% των κατοίκων της χώρας γεννήθηκαν εκτός της πολωνικής επικράτειας– που ορισμένοι σχολιαστές την αναφέρουν τώρα ως «χώρα με δύο έθνη». Αυτή η μετατροπή από χώρα μετανάστευσης σε χώρα υποδοχής θα έχει βαθιές συνέπειες. Η Πολωνία έχει ήδη ξοδέψει περισσότερα από τα διπλάσια για τη φιλοξενία προσφύγων από όσα έχει ξοδέψει για την παροχή στρατιωτικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ουκρανία. Και δεν είναι η μοναδική. Η Γερμανία, από την πλευρά της, έχει πλέον υποδεχθεί περισσότερους από ένα εκατομμύριο Ουκρανούς.
Πέρα από το να οπλοποιεί τη μετανάστευση, ο Πούτιν θα συνεχίσει επίσης να χρησιμοποιεί τα ενεργειακά αποθέματα για να κλονίσει την αποφασιστικότητα της Δύσης, και τις προμήθειες τροφίμων και λιπασμάτων για να αποκτήσει πολιτική ισχύ διεθνώς. Μια πρόσφατη ανάλυση του The Economist δείχνει ότι οι αυξήσεις των τιμών που προκλήθηκαν από τον ενεργειακό πόλεμο του Πούτιν θα μπορούσαν να προκαλέσουν περισσότερους από 100.000 επιπλέον θανάτους σε όλη την Ευρώπη αυτόν τον χειμώνα, ενδεχομένως περισσότερους από τους συνολικούς θανάτους στο πεδίο της μάχης έως τώρα.
Επιπλέον, ο πληθωρισμός, άμεσο αποτέλεσμα του ενεργειακού πολέμου του Πούτιν στην Ευρώπη, είναι πιθανό να συμβάλει στην πολιτική αστάθεια ανά τον κόσμο, επιβαρύνοντας περαιτέρω τις οικονομίες που είχαν ήδη επιβαρυνθεί από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τις επιπτώσεις των συνεχιζόμενων εμπορικών διαφορών.
Για να καταστήσει ακόμη πιο δυσμενείς τις επιπτώσεις του ενεργειακού πολέμου του, ο Πούτιν θα συνεχίσει να καταφεύγει σε δολιοφθορές και κυβερνοεπιθέσεις για να πλήξει κρίσιμες υποδομές, όπως αγωγούς, υποθαλάσσια καλώδια, σιδηροδρόμους και δίκτυα επικοινωνιών. Θα εντείνει επίσης τις προσπάθειές του για να αυξήσει την επιρροή του και να αποσπάσει την προσοχή των Δυτικών πολιτικών, στρέφοντάς την σε ταραχώδεις περιοχές, όπως τα Δυτικά Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή και η Αφρική.
Ο στόχος όλων αυτών των τακτικών είναι περισσότερο πολιτικός παρά οικονομικός. Ο Πούτιν πιστεύει ότι ο καλύτερος –και ίσως ο μοναδικός– δρόμος προς τη νίκη έγκειται στη διάσπαση της Δύσης. Μέσω της παραπληροφόρησης και άλλων μεθόδων, το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του για να παρεμβαίνει στην ευρωπαϊκή πολιτική και να προκαλεί διατλαντικά ρήγματα.
Η διατλαντική ενότητα ήταν και θα παραμείνει κρίσιμη για την επιβίωση της Ουκρανίας και την ευρωπαϊκή ασφάλεια γενικότερα. Αλλά θα υποστεί αυξανόμενη πίεση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολιτικές δυνάμεις, τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά, διαμαρτύρονται για τη δυσανάλογα μεγάλη οικονομική δέσμευση της χώρας τους όσον αφορά την ασφάλεια της Ευρώπης και της Ουκρανίας. Επιπλέον, υπάρχει βαθιά διαφωνία σχετικά με το τι πρέπει να ακολουθήσει –ποιο θα είναι το τέλος– μετά από τις επιτυχίες της Ουκρανίας στο πεδίο.
Για να αντιμετωπίσει την πολύπλευρη επίθεση του Κρεμλίνου, η ΕΕ δεν πρέπει μόνο να διατηρήσει τη δική της ενότητα. Πρέπει επίσης να εντείνει την υποστήριξή της προς την Ουκρανία, για να αποδείξει ότι η Ευρώπη δεν παρασιτεί, και πρέπει να αρχίσει να διαμορφώνει μια κοινή μακροπρόθεσμη πολιτική όσον αφορά τη Ρωσία. Αυτό δεν θα είναι εύκολο, δεδομένης της περιορισμένης εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών για το ζήτημα.
Το ελάχιστο που θα πρέπει να κάνουν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι να εγκαταλείψουν το όνειρο της οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, που θα περιλαμβάνει τη Ρωσία. Πλέον, μια σταθερή ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε εναντίωση με τον Πούτιν και όχι σε συνεργασία μαζί του. Ταυτόχρονα, χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, όπως η Πολωνία, θα πρέπει να αποδεχθούν ότι ακόμη και μια ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας προσανατολισμένη κατά της Ρωσίας θα πρέπει να διατηρεί ανοιχτούς διπλωματικούς διαύλους για συνομιλίες για συγκεκριμένα θέματα.
Η κλιμάκωση και η διπλωματία πρόκειται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά τη διατήρηση της λαϊκής υποστήριξης για τη συνδρομή της Ουκρανίας και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ειδικά σε εκείνες τις χώρες που αισθάνονται λιγότερο ότι απειλούνται άμεσα από το Κρεμλίνο. Η ΕΕ χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πακέτο πολιτικών –που θα αντιμετωπίζουν τα πάντα, από την ενέργεια και τη μετανάστευση έως τις κρίσιμες υποδομές και την εσωτερική πολιτική– για να προστατευθεί από την «παν-σύγκρουση» του Πούτιν.
Οι Ευρωπαίοι ενώθηκαν με πρωτόγνωρους τρόπους για να αντιμετωπίσουν την κρίση του κορονοϊού. Τώρα, πρέπει να το κάνουν ξανά για να αναπτύξουν ανοσία της αγέλης έναντι της ρωσικής επιθετικότητας, της ρωσικής πίεσης και της ρωσικής ανεντιμότητας.
*Ο Mark Leonard είναι διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, συγγραφέας του έργου «The Age of Unpeace: How Connectivity Causes Conflict», Bantam Press, 2021. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News