«Τα σημερινά κόμματα είναι μηχανισμοί εξουσίας, με πελατειακές σχέσεις. Εχουν ελάχιστη ή λανθασμένη γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας, ιδέες και ιδανικά ασαφή και γενικόλογα, όπως είναι και τα προγράμματά τους. Από κοινωνικό πάθος, μηδέν. Διαχειρίζονται συμφέροντα, τα πιο ανόμοια, τα πιο αντιφατικά, ενίοτε και σκοτεινά, ούτως ή άλλως άσχετα με τις εξελισσόμενες ανθρώπινες ανάγκες. Δεν είναι πια οργανωτές του λαού τα κόμματα, αλλά καμαρίλα και εξουσιαστικοί μηχανισμοί. Η κινητικότητά τους σχετίζεται μόνο με τον φόβο τους ότι θα χάσουν την εξουσία».
Τα παραπάνω είχε πει το 1981 ο θρυλικός ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στον Εουτζένιο Σκάλφαρι, ιδρυτή της Repubblica. Τον ηγέτη του λεγόμενου «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος, το οποίο τότε εξέφραζε την κύρια τάση στην αναθεωρητική ευρωπαϊκή Αριστερά, θυμήθηκε ένα εκτενές σχόλιο της Corriere della Sera πάνω στο ζήτημα της «ηθικής της Αριστεράς».
Πόθεν προέκυψε τέτοιο ζήτημα; Προφανώς κατευθείαν από το σκάνδαλο της Ευρωβουλής, στο οποίο πρωταγωνιστούν ορισμένοι «κεντροαριστεροί» πολιτικοί της Ιταλίας και η ημετέρα Εύα Καϊλή. Ποια ακριβώς είναι η σχέση της σημερινής ιταλικής Κεντροαριστεράς με τον «ευρωκομμουνιστικό» χώρο –ή του ΠΑΣΟΚ με την ανανεωτική Αριστερά ή Νέα Αριστερά–, είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να αναλυθεί σε λίγες αράδες. Για τα ιταλικά πολιτικά πράγματα πάντως, η ιστορική αλήθεια είναι το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διαλύθηκε όχι γιατί το ταξικό ζήτημα επιλύθηκε εντός του ρωμαϊκού (μιλανέζικου) καπιταλισμού, αλλά επειδή το PCI έκανε τις επιλογές του – επιλογές ενσωμάτωσης στο σύστημα, οι οποίες αναγκαστικώς είναι και ταξικές.
Η Corriere έγραψε ότι τις τελευταίες ημέρες πολλοί αναλυτές καταπιάστηκαν με το ζήτημα του λεγόμενου «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς», έτσι αποδελτίωσε ορισμένες θέσεις. Θύμισε όμως ότι και ο Μπερλινγκουέρ, το 1974, είχε καταφερθεί εναντίον της «κρυφής χρηματοδότησης» και της «κλοπής» στην πολιτική και στον «αγώνα για την εξουσία». Πράγματα που τότε έκαναν οι δεξιοί, δηλαδή οι χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις.
Ο Μάρκο Νταμιλιάνο, του Domani, σχολίασε ότι το πλαίσιο που έθεσε τότε ο Μπερλινγκουέρ για την ηθική υπόσταση της Αριστεράς προήλθε από τον πληθωρισμό της πολιτικής (των κομμάτων) και από την παρουσία της (τους) σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής, ακόμη και της ιδιωτικής. Ωστόσο, επισήμανε, τώρα βρισκόμαστε στο αντίθετο άκρο, στη μετατροπή της πολιτικής σε λόμπι και του πολιτικού προσωπικού σε λομπίστες.
Η γενική παρατήρηση του Νταμιλιάνο για το πολιτικό προσωπικό της σήμερον: «Περιφέρονται σαν παπάδες που έχουν χάσει και την εκκλησία και την πίστη τους, πλήρως εκκοσμικευμένοι, χωρίς κοινωνικό έλεγχο». Η πολιτική έγινε μπίζνες, ευκαιρία ένταξης σε ένα σύστημα σχέσεων.
Η Λουτσία Ανουντσιάτα, της Stampa, έγραψε ότι ο αλήστου μνήμης Τρίτος Δρόμος, εμπνεύσεως Νέων Εργατικών και Τόνι Μπλερ, είναι αυτός που «πάντρεψε την πολιτική και το χρήμα». Θυμήθηκε μια συνάντηση γιγάντων, το 1999, στη Φλωρεντία. Εκεί συνευρέθησαν «το ζεύγος Μπιλ και Χίλαρι Κλίντον» μετά το σκάνδαλο Λεβίνσκι και τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου, «ο Μάσιμο ντ’Αλέμα, ο Λιονέλ Ζοσπέν, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο Ρομάνο Πρόντι, ο Φερνάντο Καρντόσο» και όλοι τους «αποθέωσαν την πολιτική του Τρίτου Δρόμου».
Εγραψε η Ανουντσιάτα: «Γιορτάστηκε ο σχεδόν αδύνατος γάμος μεταξύ του κράτους και της φιλελευθεροποίησης, μεταξύ της πολιτικής και του χρήματος. Από το σημείο αυτό και έπειτα αποσυνδέεται η σχέση [της Αριστεράς, εν τη ευρυτάτη πλέον εννοία της] από τους κανόνες της παλιάς αριστερής ηθικής. Είναι η στιγμή κατά την οποία η πολιτική καριέρα μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο. Εδώ δεν μιλάμε για διαφθορά, γιατί οι δραστηριότητες αυτών των πρώην πρωθυπουργών δεν είναι παράνομες, εφόσον είναι δημόσιες. Αλλά σίγουρα είναι δραστηριότητες που αλλάζουν το διαμέτρημα της πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωθυπουργοί εκείνοι πέρασαν σχεδόν όλοι, στο τέλος της πολιτικής καριέρας τους, από πολύ υψηλού επιπέδου λόμπι και έπαιξαν αδρώς αμειβομένους ρόλους λομπιστών: Σρέντερ, Κλίντον, Ντ’ Αλέμα, Μπλερ».
Για τον Αντόνιο Μόντα, της Repubblica, εκείνη η συνέντευξη του Μπερλινγκουέρ υπήρξε το σημείο καμπής: «Ο ηθικισμός μπόλιασε την υποτιθέμενη ηθική ανωτερότητα της πολιτικής». Ο αρθρογράφος έκρινε ότι επρόκειτο περί διανοητικής αλαζονείας πίσω από την οποία κρύβεται, πολύ βολικά κιόλας, η κερδοσκοπία. Επήλθε αναμφισβήτητος εκφυλισμός, που μετριάστηκε από τα χτυπήματα της Ιστορίας και της επιχείρησης «Καθαρά χέρια» (αυτή ήταν η ονομασία της δικαστικής έρευνας για την πολιτική διαφθορά στην Ιταλία, τη δεκαετία του ’90, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού και τον εξαερισμό πολλών κομμάτων). Τώρα, με τις έρευνες για το Κατάρ, τίθεται και πάλι το ηθικό ερώτημα, σχολίασε η Corriere.
Η ουσία είναι ότι δεν έχει και πολύ νόημα τώρα να μιλάμε για ηθικό ζήτημα μόνο σε σχέση με τις δωροδοκίες που έγιναν στις Βρυξέλλες. Τα λόγια του Μπερλινγκουέρ δεν πρέπει να θεωρηθούν σφραγίδα της τότε ηθικής ανωτερότητας της Αριστεράς, αλλά ως συναγερμός για την κρίση των κομμάτων και ως προαίσθημα για την έλευση μιας εποχής ολότελα αποκομμένης από εκείνη την πολιτική ηθική. Υπό αυτή την έννοια, ο λόγος του εξακολουθεί να είναι έγκυρος.
Οι καταχρήσεις, οι ατασθαλίες, οι βλαβερές πρακτικές, η καμαρίλα, τα προσωπικά συμφέροντα, η κερδοσκοπία, οι ασάφειες, όλος αυτός ο εκφυλισμός της δημόσιας ζωής ίσως δεν είναι έγκλημα, αλλά είναι η καρδιά ενός γιγαντιαίου ηθικού θέματος, κατέληξε η Corriere.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News