Σε λίγους θα λείψει το 2022, μια χρονιά που σημαδεύτηκε από την παρατεταμένη πανδημία, την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής, τον καλπάζοντα πληθωρισμό, την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το ξέσπασμα ενός δαπανηρού πολέμου στην Ευρώπη και ανησυχίες ότι σύντομα θα μπορούσε να ξεσπάσει μια βίαιη σύγκρουση στην Ασία. Κάποια από αυτά τα γεγονότα ήταν αναμενόμενα, αλλά πολλά δεν ήταν – και όλα προσφέρουν διδάγματα που αγνοούμε, θέτοντας τον εαυτό μας σε κίνδυνο.
Πρώτον, ο πόλεμος μεταξύ χωρών, που ουκ ολίγοι ακαδημαϊκοί θεωρούν ότι είναι ξεπερασμένος, κάθε άλλο παρά είναι. Αυτό που βλέπουμε στην Ευρώπη είναι ένας παρωχημένος αυτοκρατορικός πόλεμος, στο πλαίσιο του οποίου ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιδιώκει να εξαλείψει την Ουκρανία ως κυρίαρχη, ανεξάρτητη οντότητα. Στόχος του είναι να διασφαλίσει ότι μια δημοκρατική και προσανατολισμένη στην αγορά χώρα που επιδιώκει στενούς δεσμούς με τη Δύση δεν θα μπορέσει να ακμάσει στα σύνορα της Ρωσίας και να αποτελέσει παράδειγμα που θα μπορούσε να αποδειχθεί ελκυστικό στους Ρώσους.
Φυσικά, αντί να επιτύχει τη γρήγορη και εύκολη νίκη που ανάμενε, ο Πούτιν διαπίστωσε ότι ο στρατός του δεν είναι τόσο ισχυρός και ότι οι αντίπαλοί του είναι πολύ πιο αποφασισμένοι από όσο ο ίδιος και πολλοί στη Δύση εκτιμούσαν. Δέκα μήνες αργότερα, ο πόλεμος συνεχίζεται δίχως να διακρίνεται κάποιο τέλος.
Δεύτερον, η ιδέα ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση αποτελεί ασπίδα κατά του πολέμου, επειδή κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν θα είχε συμφέρον να διαταράξει τους αμοιβαία επωφελείς εμπορικούς και επενδυτικούς δεσμούς, δεν είναι πλέον βάσιμη. Οι πολιτικοί προβληματισμοί προηγούνται. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη ρωσική ενέργεια συνέβαλε στην απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, οδηγώντας τον στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη δεν θα του εναντιωνόταν.
Τρίτον, η ενσωμάτωση, η οποία καθόρισε δεκαετίες δυτικής πολιτικής έναντι της Κίνας, έχει επίσης αποτύχει. Αυτή η στρατηγική στηριζόταν επίσης στην πεποίθηση ότι οι οικονομικοί δεσμοί –μαζί με πολιτιστικές, ακαδημαϊκές και άλλες ανταλλαγές– θα καθόριζαν τις πολιτικές εξελίξεις, και όχι το αντίστροφο, οδηγώντας στην εμφάνιση μιας πιο ανοιχτής, προσανατολισμένης στην αγορά, Κίνας που θα ήταν επίσης πιο μετριοπαθής στην εξωτερική πολιτική της.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη, αν και μπορεί και πρέπει να συζητηθεί εάν το πρόβλημα έγκειται στην έννοια της ενσωμάτωσης ή στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε. Αυτό που γίνεται σαφές, ωστόσο, είναι ότι το πολιτικό σύστημα της Κίνας καθίσταται πιο κατασταλτικό, η οικονομία της κινείται προς τον κρατισμό και η εξωτερική πολιτική της καθίσταται πιο δυναμική.
Τέταρτον, οι οικονομικές κυρώσεις, σε πολλές περιπτώσεις η πρώτη επιλογή της Δύσης και των εταίρων της όταν αντιδρούν στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μια κυβέρνηση ή στην επιθετικότητα στο εξωτερικό, σπάνια επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά. Ακόμη και αυτή η τόσο κραυγαλέα και βάναυση επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας δεν ήταν αρκετή για να πείσει τις περισσότερες κυβερνήσεις του κόσμου να απομονώσουν τη Ρωσία διπλωματικά και οικονομικά, και ενώ οι δυτικές κυρώσεις μπορεί να διαβρώνουν την οικονομική βάση της Ρωσίας, δεν έχουν πείσει τον Πούτιν να αλλάξει την πολιτική του.
Πέμπτον, η φράση «διεθνής κοινότητα» πρέπει να καταργηθεί. Δεν υπάρχει διεθνής κοινότητα. Το δικαίωμα βέτο της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας έχει καταστήσει τα Ηνωμένα Εθνη ανίσχυρα, ενώ η πρόσφατη μάζωξη των ηγετών του κόσμου στην Αίγυπτο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ήταν μια άθλια αποτυχία.
Επιπρόσθετα, έχουν γίνει ελάχιστα για μια παγκόσμια απάντηση στην Covid-19 και για την αντιμετώπιση της επόμενης πανδημίας. Η πολυμέρεια παραμένει σημαντική, αλλά η αποτελεσματικότητά της θα εξαρτηθεί από τη σύναψη στενότερων σχέσεων μεταξύ κυβερνήσεων που συμμερίζονται παρόμοιες ιδέες.
Εκτον, οι δημοκρατίες έχουν προφανώς το μερίδιό τους στις προκλήσεις, αλλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα αυταρχικά συστήματα ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερα. Η ιδεολογία και η επιβίωση του καθεστώτος συχνά καθορίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε τέτοια συστήματα και οι αυταρχικοί ηγέτες συχνά αντιστέκονται στην εγκατάλειψη αποτυχημένων πολιτικών ή στην παραδοχή λαθών, μην τυχόν και εκληφθεί αυτό ως ένδειξη αδυναμίας και εντείνει τις δημόσιες εκκλήσεις για ουσιαστικότερη αλλαγή. Τέτοια καθεστώτα πρέπει να συνεχώς να υπολογίζουν την απειλή μαζικών διαμαρτυριών, όπως συμβαίνει στη Ρωσία, ή να αντιμετωπίζουν αυτήν την πραγματικότητα, όπως είδαμε πρόσφατα στην Κίνα και το Ιράν.
Εβδομον, η δυνατότητα του Διαδικτύου να ενθαρρύνει τα άτομα να αμφισβητήσουν τις κυβερνήσεις είναι πολύ μεγαλύτερη στις δημοκρατίες παρά στα κλειστά συστήματα. Τα αυταρχικά καθεστώτα, όπως αυτά στην Κίνα, τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα, μπορούν να αποκλείουν τις κοινωνίες τους (από το Διαδίκτυο), να παρακολουθούν και να λογοκρίνουν τα περιεχόμενα ή και τα δύο. Συγχρόνως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις δημοκρατίες είναι επιρρεπή στη διάδοση ψεμάτων και παραπληροφόρησης που αυξάνουν την πόλωση και κάνουν τη διακυβέρνηση πολύ πιο δύσκολη.
Oγδοον, υπάρχει ακόμα Δύση (ένας όρος που βασίζεται περισσότερο σε κοινές αξίες παρά στη γεωγραφία) και οι συμμαχίες παραμένουν ένα κρίσιμο εργαλείο για την προώθηση της τάξης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι διατλαντικοί εταίροι τους στο ΝΑΤΟ απάντησαν αποτελεσματικά στη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης σφυρηλατήσει ισχυρότερους δεσμούς στον Ινδο-Ειρηνικό για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη απειλή που προέρχεται από την Κίνα, κυρίως μέσω της ενίσχυσης των σχημάτων QUAD (Αυστραλία, Ινδία, Ιαπωνία, ΗΠΑ) και AUKUS (Αυστραλία, Βρετανία, ΗΠΑ) και της εντονότερης τριμερούς συνεργασίας με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Ενατον, η ηγεσία των ΗΠΑ εξακολουθεί να είναι απαραίτητη. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ενεργούν μονομερώς στον κόσμο, εάν θέλουν να ασκούν επιρροή, αλλά ο κόσμος δεν θα ενωθεί για να εξασφαλίσει την κοινή ασφάλεια και να αντιμετωπίσει άλλες προκλήσεις εάν οι ΗΠΑ είναι παθητικές ή παραγκωνισμένες.
Τέλος, πρέπει να είμαστε ταπεινοί όσον αφορά το τι μπορούμε να γνωρίζουμε. Είναι φρόνιμο να σημειωθεί ότι λίγα από τα προηγούμενα μαθήματα ήταν προβλέψιμα πριν από ένα χρόνο. Αυτό που μάθαμε δεν είναι μόνο ότι η Ιστορία επέστρεψε, αλλά και ότι, καλώς ή κακώς, διατηρεί την ικανότητά της να μας εκπλήσσει. Eχοντας αυτό κατά νου, πρόσω ολοταχώς για το 2023!
* Ο Richard Haass είναι αμερικανός πρώην διπλωμάτης, πρόεδρος του Council on Foreign Relations. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News