Εάν υποθέσουμε ότι όλα όσα πρωτοφανή συμβαίνουν τις τελευταίες πολλές εβδομάδες στο Ιράν είναι η αρχή του τέλους για το καθεστώς των αγιατολάδων, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πώς κατάφερε να διαρκέσει τόσο πολύ, από το μακρινό 1979. Αυτή είναι η ερώτηση που έθεσαν οι Στίβεν Λεβίτσκι και Λούκαν Γουέι, όχι μόνο για την Ισλαμική Δημοκρατία, αλλά για τις απολυταρχίες γενικότερα, στο βιβλίο τους «Revolution and Dictatorship», o τίτλος του οποίου εξηγείται από το ότι, κατά τη γνώμη των δύο πολιτικών επιστημόνων, οι δικτατορίες που προκύπτουν από μια επανάσταση είναι πιο πιθανό να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Αλλά ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της συγκριτικής μελέτης τους είναι οι «τρεις πυλώνες» που εγγυώνται τη μακροημέρευση των διδακτορικών καθεστώτων.
Η πολιτική επιστήμονας Σέρι Μπέρμαν, συγγραφέας του «Democracy and Dictatorship in Europe», παρουσιάζοντας το «Revolution and Dictatorship» στο Foreign Affairs γράφει πως ο πρώτος πυλώνας είναι μια συνεκτική άρχουσα ελίτ, που δεν διχάζεται από εσωτερικές βεντέτες και αποστασίες. Η Γεωργία, η Κένυα, το Μαλάουι, η Σενεγάλη και η Ζάμπια είναι, για τον Λεβίτσκι και τον Γουέι, παραδείγματα κυβερνήσεων πολύ διχασμένων για να διαρκέσουν. Αντιθέτως, η Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, η κομμουνιστική Κίνα, η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο και η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν «δεν υπέφεραν ποτέ από αποστασίες, συχνά επί δεκαετίες».
Ο δεύτερος πυλώνας της μακροημέρευσης ενός δικτατορικού καθεστώτος είναι ένας ισχυρός και πιστός στην κυβέρνηση κατασταλτικός μηχανισμός. Σε περιπτώσεις μαζικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας, εάν ο στρατός, η αστυνομία ή άλλες δυνάμεις ασφαλείας και επιβολής της τάξης έχουν συμφέροντα διαφορετικά από εκείνα του καθεστώτος, μπορούν να ενωθούν με τους διαδηλωτές ή, σε κάθε περίπτωση, να αρνηθούν να επιβληθούν με σιδηρά πυγμή, για την υπεράσπιση ενός καθεστώς στο οποίο δεν πιστεύουν.
«Επομένως, οι ισχυρές δικτατορίες χρειάζονται ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία και υπηρεσίες πληροφοριών ελεγχόμενες από ή ενωμένες με τις πολιτικές αρχές, ενσωματωμένες στο κόμμα, για παράδειγμα, ή στην κυρίαρχη ελίτ, ή εποπτευόμενες από πολιτικούς επιτρόπους ή άλλους κομματικούς θεσμούς. Αυτό συμβαίνει με τους Φρουρούς της Επανάστασης του Ιράν και τον Κινεζικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό», γράφει η Σέρι Μπέρμαν. Για αυτόν τον λόγο πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως μόνο μια εξέγερση ή μια αποστασιοποίηση των siloviki, των μελών του μηχανισμού ασφαλείας του Κρεμλίνου, θα μπορούσε να ρίξει τον Πούτιν.
Ο τρίτος πυλώνας είναι μια αδύναμη και διχασμένη αντιπολίτευση, κατάσταση που εγγυάται ότι το εκάστοτε καθεστώς δεν καλείται συχνά να αντιμετωπίσει μαζικές λαϊκές διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις, η καταστολή των οποίων θα συνέχιζε να συντηρεί τη λαϊκή οργή. Τα επιτυχημένα δικτατορικά καθεστώτα διαθέτουν μια τεράστια γκάμα μέσων φίμωσης των όποιων αντίθετων, ανεπιθύμητων φωνών.
Οσον αφορά τη θέση των Λεβίτσκι και Γουέι, σύμφωνα με την οποία το αν θα διαρκέσει πολύ ή λίγο ένα δικτατορικό καθεστώς εξαρτάται από το πώς έχει αυτό προκύψει, οι δικτατορίες (καμιά εικοσαριά από το 1900 και μετά) που αποτελούν καρπό μιας επανάστασης η οποία αναδύθηκαν από «μαζικά κινήματα που ανατρέπουν βίαια το παλιό καθεστώς, και στη συνέχεια προκαλούν έναν αποφασιστικό μετασχηματισμό του κράτους και εμπλέκονται σε ριζικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές», είναι γενικά λιγότερο ευάλωτες σε μια ταχεία κατάρρευση – ειδικά αν αντιμετωπίζονται εχθρικά στο εξωτερικό.
«Από την επαναστατική Γαλλία έως τις κομμουνιστικές Κίνα και Ρωσία, από το μεταποικιακό Βιετνάμ μέχρι το Ιράν και το Αφγανιστάν του τέλους του 20ού αιώνα, οι επαναστατικές κυβερνήσεις ενεπλάκησαν πολλές φορές σε πολέμους». Οι οποίοι, με την «κατάσταση εξαίρεσής» τους, κατά τον Καρλ Σμιτ, ενισχύουν τους πυλώνες της δικτατορίας, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι οι όποιες δικτατορίες είναι σε θέση να αντέξουν έναν πόλεμο, κάτι που δεν συνέβη με το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, με τα αυταρχικά καθεστώτα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Φινλανδία και στην Ουγγαρία και με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν (οι οποίοι, ωστόσο, επέστρεψαν τελικά στην εξουσία έπειτα από μία εικοσαετία, τον περασμένο Αύγουστο).
Ωστόσο, η Σέρι Μπέρμαν διατυπώνει δύο ενστάσεις στην βιβλιοπαρουσίασή της. Η πρώτη αφορά την ασάφεια των κριτηρίων όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός καθεστώτος ως «επαναστατικού». Σύμφωνα με τους Λεβίτσκι και Γουέι η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι και η ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, για παράδειγμα, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία, επειδή οι δύο δικτάτορες –αν και υπό καθεστώς βίας– έλαβαν εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μέσω θεσμικών διαδικασιών.
Ομως, επισημαίνει η Μπέρμαν, αμφότερες οι κυβερνήσεις «ήταν προφανώς επαναστατικές και μεταμόρφωσαν τα κράτη τους, τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς τους, τουλάχιστον εξίσου και ενδεχομένως περισσότερο από ό,τι άλλα καθεστώτα» που χαρακτηρίζουν ως επαναστατικά οι Λεβίτσκι και Γουέι. Και οι δύο «δημιούργησαν επίσης συνεκτικές ελίτ, ανέπτυξαν μεγάλες δυνάμεις ασφαλείας και εξάλειψαν με επιτυχία ομάδες της αντιπολίτευσης».
Η συμπερίληψή τους στην κατηγορία των επαναστατικών καθεστώτων θα ήταν ενδιαφέρουσα, σύμφωνα με την Μπέρμαν, επειδή και τα δύο καθεστώτα δεν επέζησαν από την αντίδραση που προκάλεσαν, δηλαδή από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και για να κατανοήσουμε αν παρόμοια τύχη θα μπορούσε να έχει και μια άλλη δικτατορία που δεν προέκυψε από επανάσταση, η Ρωσία του Πούτιν, που κήρυξε τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η δεύτερη ένστασή της εστιάζεται στο γεγονός πως οι Λεβίτσκι και Γουέι εξετάζουν μόνο δικτατορίες, παραβλέποντας τις αποκαλούμενες «δημοκτατορίες», δηλαδή δημοκρατίες που μεταλλάσσονται σταδιακά εκ των έσω, καταλήγοντας να αποτελούν καθεστώτα κατ’ επίφαση δημοκρατικά. «Ο πιο κοινός τύπος σύγχρονης δικτατορίας είναι εκείνη που συχνά αποκαλείται “εκλογική αυτοκρατορία”. Καθεστώτα όπως του Ορμπαν στην Ουγγαρία, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία και του Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία δεν εμπλέκονται σε εκτεταμένη βία ή σε ριζοσπαστικά κοινωνικοοικονομικά ή πολιτιστικά πειράματα. Αντιθέτως, αυτό που κάνουν είναι να διεξάγουν στημένες εκλογές και να περιορίζουν σημαντικά τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη κοινωνία των πολιτών, ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας, ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και ο σεβασμός των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η έμφαση των Λεβίτσκι και Γουέι στην επαναστατική προέλευση (των επιτυχημένων δικτατορικών καθεστώτων, ΣτΜ) δεν μπορεί να εξηγήσει πολλά όσον αφορά αυτές τις νέες απολυταρχίες», γράφει η Σέρι Μπέρμαν.
Ωστόσο, θεωρεί πειστική την ανάλυση των συναδέλφων της όσον αφορά τους τρεις πυλώνες της μακροημέρευσης των δικτατορικών καθεστώτων. «Η ανάλυση των Λεβίτσκι και Γουέι καταδεικνύει ότι τα κράτη που είναι ισχυρά από αυτή την άποψη, είναι πιο ικανά να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές, οικονομικές και εξωτερικές προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίζουν, και, επομένως, πιο ανθεκτικά. Με άλλα λόγια, όσο πιο ισχυρές είναι οι δικτατορίες, τόσο περισσότερο θα διαρκέσει το σημερινό αυταρχικό κύμα. Ακόμη και χωρίς τον ριζοσπαστισμό και την εκτεταμένη βία που χαρακτηρίζουν τα επαναστατικά καθεστώτα των Λεβίτσκι και Γουέι, οι δικτατορίες που μπορούν να δημιουργούν συνεκτικές ελίτ και ισχυρές αλλά πολιτικά υποταγμένες στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, διατηρώντας τα κινήματα της αντιπολίτευσης αδύναμα και διχασμένα, είναι πιο πιθανό να είναι ανθεκτικές», εξηγεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News