Η διπλωματική κινητικότητα αυτής της εβδομάδας υπήρξε μεγάλη και το καταστάλαγμά της ήταν ο προβληματισμός για την άμεση, αν είναι εφικτό, κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, με τρόπο όμως που δεν θα θίγει τα συμφέροντα του Κιέβου, ούτε θα αναδεικνύει τη Ρωσία νικήτρια του πολέμου. Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ένα: το Δυτικό μπλοκ (πλην Ανατολικοευρωπαίων) επείγεται να τερματιστεί μέσω διαπραγματεύσεων η σύγκρουση με τη Ρωσία, αν και έχει επίγνωση των υπαρχουσών δυσκολιών – και στο πολεμικό και στο διπλωματικό πεδίο. Η σχετική πολυεπίπεδη ζύμωση είναι προφανής.
Στο Βερολίνο, την περασμένη Τετάρτη, Ευρωπαίοι και ΝΑΤΟϊκοί παράγοντες συζήτησαν το Ουκρανικό και την «επόμενη ημέρα» του, στο πλαίσιο της Διάσκεψης του Βερολίνου για την Ασφάλεια (Berlin Security Conference). Εκεί τοποθετήθηκε ο γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς και εξέφρασε την άποψη ότι «πρέπει και μπορούμε να να επιστρέψουμε σε μια ειρηνευτική τάξη, η οποία λειτούργησε βάσει συμφωνιών τις τελευταίες δεκαετίες, ώστε να κάνουμε ξανά ασφαλή την Ευρώπη», αλλά βέβαια «εφόσον η Ρωσία έχει τη διάθεση να επιστρέψει σε αυτή την ειρηνευτική τάξη».
Την επομένη, στην Ουάσινγκτον, οι Τζο Μπάιντεν και Εμανουέλ Μακρόν δεν απέκλεισαν ακόμη και επικοινωνία με τον Πούτιν στην κατεύθυνση της έναρξης διαπραγματεύσεων, αλλά υπό μία θεμελιώδη προϋπόθεση: να προηγηθεί η αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από το έδαφος της Ουκρανίας. Εξάλλου, ο αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι ο Πούτιν καθ’ όλο το διάστημα της εικοσαετούς εξουσίας του δεν έχει επιδείξει προθυμία να διαπραγματευθεί το τέλος καμίας σύγκρουσης, αντιθέτως, αρέσκεται στο να επιδεικνύει πυγμή. Ο γάλλος πρόεδρος φάνηκε να συμμερίζεται περισσότερο το πνεύμα του Σολτς, αφού δήλωσε σε αμερικανικό Μέσο ότι απευθύνει έκκληση για «διαρκή ειρήνη».
Την ίδια ώρα, οι New York Times δημοσιοποίησαν τις πλέον πρόσφατες δηλώσεις του ουκρανού προέδρου. Ο Ζελένσκι είπε ότι «ο πόλεμος θα τελειώσει μέσα στους επόμενους μήνες». Η χρονική αοριστία δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη φράση του, αφού οι προϋποθέσεις τερματισμού του πολέμου, τις οποίες ο ίδιος έθεσε, δεν αφήνουν περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία και πανηγυρισμούς: «Ο πόλεμος θα τελειώσει όταν θα ισχύσει τουλάχιστον μία από τις δύο προϋποθέσεις: όταν θα κερδίσουμε ή όταν το θελήσει η Ρωσική Ομοσπονδία».
Εύκολα γίνεται κατανοητή η υποχρεωτικότητα του πρώτου όρου για τον Ζελένσκι – απλούστατα, δεν μπορεί να πει το αντίθετο. Οσον αφορά τον δεύτερο όρο, εννοεί ότι η Ρωσία θα συρθεί σε διαπραγμάτευση «όταν αισθανθεί αδύναμη εξαιτίας της διεθνούς απομόνωσης και χωρίς συμμάχους». Για τον ουκρανό πρόεδρο, λοιπόν, ο πόλεμος θα τελειώσει αναγκαστικά με ήττα της Ρωσίας, ούτως ή άλλως. Αν αυτός είναι ένας αποδεκτός όρος για τη Ρωσία, δεν χρειάζεται καν συζήτηση. Το ζήτημα είναι πώς οι Δυτικοί θα τον πείσουν να διαπραγματευθεί νωρίτερα από τη μανιχαϊστική εξέλιξη που φαντάζεται ότι θα επέλθει «μέσα στους επόμενους μήνες»: νίκη δική του και ήττα του Πούτιν.
Βασικά, το ενεργειακό… καίει
Η πρόταση Σολτς να ξαναμπεί η Ρωσία στο παιχνίδι της ευρωπαϊκής «ειρηνευτικής τάξης» μετά το τέλος του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, άρα και να έχει βαρύνοντα λόγο σε ζητήματα όπως ο έλεγχος των όπλων, λόγου χάρη, συνιστά απόκλιση από την πεπατημένη του πολιτικού προσωπικού των χωρών του ΝΑΤΟ. Μέχρι τώρα, οι ηγέτες των ΝΑΤΟϊκών χωρών είχαν την τάση να συζητούν τις μελλοντικές σχέσεις με τη Ρωσία με ασαφέστατους όρους, αποσαφηνίζοντας μόνο (και μετ’ επιτάσεως) ότι αποκλειστικά η Ουκρανία δύναται να καθορίσει τους όρους με τους οποίους είναι έτοιμη να τερματίσει τον πόλεμο, άρα να διαπραγματευθεί. Ουσιαστικά, ο Σολτς είπε στον Ζελένσκι ότι και η Γερμανία έχει λόγο στο πώς θα τελειώσει ο πόλεμος – το πότε θα τελειώσει ο πόλεμος ο Ζελένσκι θα το πληροφορηθεί από αρμοδιότερους συμμάχους του, δηλαδή τις ΗΠΑ.
Η προϋπόθεση του Σολτς για την επανένταξη της Ρωσίας στο ειρηνικό γεωπολιτικό γίγνεσθαι ετέθη πιο γενικά: να σταματήσει ο Πούτιν την επιχείρηση επέκτασης των ρωσικών εδαφών μέσω εισβολών. Φυσικά, ο Σολτς χαρακτήρισε την τρέχουσα ρωσική στάση «ιμπεριαλιστική προσέγγιση, επιστροφή στον 19ο, 18ο και 17ο αιώνα, τότε που η ισχυρότερη χώρα θεωρούσε ότι μπορούσε να καταλάβει το έδαφος του γείτονα, εννοώντας τους γείτονες ως ενδοχώρα της» – δηλαδή ως τον «ζωτικό χώρο της». Επανέλαβε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ δεν διακρίνονται από επιθετικότητα και εκτίμησε ότι ως οντότητες είναι πρόθυμες να συζητήσουν την επίλυση των ζητημάτων ασφαλείας στην Ευρώπη.
Πρόκειται για θέση που, ασφαλώς, δεν χαροποίησε τους Ανατολικοευρωπαίους, πρώην Σοβιετικούς ή δορυφόρους των Σοβιετικών, όπως είναι οι χώρες της Βαλτικής ή η Πολωνία. Αυτές οι χώρες θεωρούν ότι οι Ρώσοι είναι αναξιόπιστοι και δεν επιθυμούν να γίνει η παραμικρή παραχώρηση προς το Κρεμλίνο. Η στάση του Σολτς δεν ήταν, πάντως, μυστηριώδης. Πρώτον, ο καγκελάριος εξέφρασε υπαρκτή τάση μέσα στο Δυτικό μπλοκ, η οποία συνοψίζεται στον στόχο της διαρκούς συμφωνίας με τη Ρωσία –ένα είδος συμφώνου μη επιθέσεως του 21ου αιώνα–, το οποίο μπορεί να δρομολογηθεί αμέσως μόλις τελειώσει ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος.
Δεύτερον, η γερμανική οικονομία βάλλεται και διολισθαίνει στην ύφεση εξαιτίας του ράλι των ενεργειακών τιμών, που οφείλεται στη μείωση των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου, από το οποίο εξαρτάται η βαριά βιομηχανία της Γερμανίας. Τρίτον, είναι δύσκολη η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο γερμανικός στρατός έπειτα από τη συνεισφορά του στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο σε είδος και έπειτα από τις μεγάλες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Γερμανία ως μέλος του ΝΑΤΟ. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι σε έναν πόλεμο οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις θα ξεμείνουν από πυρομαχικά μέσα σε δύο ημέρες.
Ο βρετανικός λέων βρυχάται
Στην «ειρηνευτική» κινητικότητα των ημερών υπέρ των διαπραγματεύσεων παρενέβησαν οι λονδρέζικοι Times, κυρίως επιχειρώντας να επαναλάβουν τη θέση που γνώρισε πιένες όλο το προηγούμενο διάστημα του πολέμου, ότι δηλαδή «ο δρόμος προς την ειρήνη βρίσκεται στη στρατιωτική ήττα της Ρωσίας». Σημείωσαν ότι «το μήνυμα του Σολτς ανησύχησε τους Ουκρανούς και άλλες Δυτικές πρωτεύουσες». Οι Βρετανοί φρονούν ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε για καμία επιστροφή στην προπολεμική τάξη πραγμάτων όσο οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να καταλαμβάνουν το 20% του ουκρανικού εδάφους». Τέτοια σχέδια «είναι πρόωρα, αν όχι και αφελή».
Επίσης, έγραψαν ότι «έγιναν εγκλήματα πολέμου στην Μπούτσα, στο Χάρκοβο, στη Χερσώνα και οπουδήποτε αλλού εισέβαλαν οι ρωσικές δυνάμεις» και ότι «η Ρωσία προσπαθεί να καταστρέψει την ουκρανική κουλτούρα και ταυτότητα μέσω του βομβαρδισμού των αστικών υποδομών, της απαγωγής παιδιών και της προσπάθειας να τεθεί εκτός νόμου η ουκρανική γλώσσα στις κατεχόμενες περιοχές». Με μάλλον φιλοπόλεμο οίστρο, οι Βρετανοί προεξόφλησαν τη συνέχιση των «σκληρών μαχών», καθώς «δεν υπάρχει άλλος δρόμος προς κάποια διαρκή ειρηνευτική τάξη, πέρα από τη στρατιωτική ήττα της Ρωσίας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News