Η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματική, ειδικά σε σύγκριση με την πολυετή και αποτυχημένη, τελικά, εμπλοκή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στο Αφγανιστάν. Πρόσφατα, ο αρχηγός του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου Μαρκ Μάιλι εξήγησε με μια δήλωσή του τον κύριο λόγο. «Οι Ουκρανοί δεν ζητούν από κανέναν να πολεμήσει για αυτούς», είπε. «Δεν θέλουν αμερικανούς στρατιώτες, ούτε βρετανούς, ούτε γερμανούς, ούτε γάλλους, ή οποιονδήποτε άλλον να πολεμήσει για αυτούς. Θα πολεμήσουν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους».
Το μόνο που ζητάνε οι Ουκρανοί είναι τα μέσα για να αμυνθούν από τους Ρώσους εισβολείς και να τους απωθήσουν, προσέθεσε, σημειώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να παράσχουν υποστήριξη στο Κίεβο για «όσο χρειαστεί». Προσφέροντας αδιάκοπα, από το ξέσπασμα του πολέμου έως σήμερα, προηγμένα οπλικά συστήματα και αξιόπιστες πληροφορίες στο Κίεβο, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους παρείχαν στους Ουκρανούς τη δυνατότητα να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες στις ρωσικές δυνάμεις και να ανακτήσουν τεράστιες εκτάσεις εδαφών που είχαν καταλάβει νωρίτερα οι εισβολείς. Αντιθέτως, η αποτυχία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν φαινόταν τόσο απόλυτη το 2021, που ενδέχεται να ενθάρρυνε τον Βλαντίμιρ Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία πριν από περισσότερο από εννέα μήνες.
«Η αμερικανική απάντηση στην εφετινή κρίση–η παροχή υψηλού επιπέδου στρατιωτικής υποστήριξης χωρίς την ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων στο πεδίο– δεν είναι απλώς ο καλύτερος τρόπος για να βοηθηθεί η Ουκρανία να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της και να αντιμετωπίσει τον Πούτιν», γράφει ο Φίλιπς Πέισον Ο’Μπράιεν σε ανάλυσή του το The Atlantic. Σύμφωνα, όμως, με τον καθηγητή Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Αντριους, στη Σκωτία, η αμερικανική αντίδραση στον πόλεμο που κήρυξε η Μόσχα στην Ουκρανία «προσφέρει επίσης ένα μοντέλο» όσον αφορά το πώς θα πρέπει οι ΗΠΑ να νοούν στο εξής τη στρατιωτική εμπλοκή τους ανά την υφήλιο.
Στην εκτενή ανάλυσή του, ο αμερικανός ιστορικός γράφει πως, παρότι ο περιορισμός της αμερικανικής ισχύος έχει διογκωθεί σε ορισμένους τομείς, «η οικονομική παρακμή των ΗΠΑ σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο είναι πραγματική. Η οικονομική ισχύς και η τεχνολογική ισχύς είναι πιο διασκορπισμένες παγκοσμίως, και με την πάροδο του χρόνου είναι πιθανό να συμβεί το ίδιο και με τη στρατιωτική ισχύ», προειδοποιεί, και αυτός είναι ένας λόγος για να καταστεί σχεδόν επιτακτική η αποφυγή αποστολής αμερικανικών στρατευμάτων σε εμπόλεμες ζώνες.
«Η υπόθεση ότι οι ΗΠΑ χρειάζεται να αναπτύσσουν μάχιμες χερσαίες δυνάμεις εάν θέλουν να επιτύχουν ουσιαστικά αποτελέσματα μέσων των επεμβάσεών τους, επανέρχεται ξανά και ξανά από τη δεκαετία του 1980. Ωστόσο, η πραγματικότητα υπήρξε συχνά εντελώς διαφορετική», γράφει ο Ο’Μπράιεν.
Οσο περισσότερο αναλαμβάνουν ευθύνες οι ΗΠΑ και εμπλέκουν τις δικές τους δυνάμεις σε μια σύγκρουση, τόσο πιο ακριβή και –στις περισσότερες περιπτώσεις– αντιπαραγωγική καθίσταται η ανάμειξή τους. Τέτοιες συγκρούσεις είναι, επίσης, πιο πολωτικές για την αμερικανική κοινωνία – όπως έχει αποδείξει η εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, στο Ιράκ και, σε μικρότερο βαθμό, στο Αφγανιστάν. Επιπροσθέτως, η αποφυγή εμπλοκής στο πεδίο και η αντιστάθμισή της μέσω της παροχής οικονομικής βοήθειας, προηγμένης τεχνολογίας, πληροφοριών, ακόμη και διπλωματικών υπηρεσιών, «είναι κάτι που οι ΗΠΑ μπορούν όντως να κάνουν αποτελεσματικά».
Η χαοτική απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την Καμπούλ τον Αύγουστο του 2021 –«μετά από δύο δεκαετίες προσπαθειών, πολλά δισ. δολάρια και πολλούς θανάτους αμάχων και στρατιωτικών»– τερμάτισε μία από τις πιο αντιπαραγωγικές και σπάταλες εκστρατείες που έχουν πραγματοποιήσει ποτέ οι ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί παρείχαν πόρους στον επίσημο αφγανικό στρατό, αλλά εκείνος προέβαλε ισχνή αντίσταση στους προελαύνοντες Ταλιμπάν, πριν καταρρεύσει.
Αρκετοί αφγανοί στρατιώτες άλλαξαν ακόμη και πλευρά, ενώ μόλις λίγες ημέρες μετά την αμερικανική αποχώρηση, οι Ταλιμπάν, τους οποίους καθαίρεσαν οι Αμερικανοί το 2001, επέστρεψαν στην εξουσία έπειτα από μια εικοσαετία, «κάνοντας τις ΗΠΑ να φαίνονται αποθαρρυμένες και αναποφάσιστες, μεταξύ άλλων παρατηρητών, και στη ρωσική κυβέρνηση».
Σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη στρατηγική στροφή των ΗΠΑ προς αναδυόμενες και εν δυνάμει συρράξεις στην Ανατολική Ασία, η κατάληξη της αμερικανικής ανάμειξης στο Αφγανιστάν περιόριζε σημαντικά, εάν δεν απέκλειε, το ενδεχόμενο μιας αποφασιστικής παρέμβασής τους στην Ουκρανία. Ο Ο’Μπράιεν αναφέρει στην ανάλυσή του ότι πολλοί σχολιαστές υποστήριζαν πως η στήριξη της Ουκρανίας θα ήταν μάταιη, επειδή μια αμερικανική ανάμειξη δεν θα επαρκούσε για την ανάσχεση της ρωσικής επίθεσης.
Ωστόσο, γνωρίζουν πλέον όλοι, κυρίως οι Ρώσοι, ότι οι ΗΠΑ βοήθησαν τους Ουκρανούς όχι μόνο να αντισταθούν στην αρχική επίθεση, αλλά και να αρχίσουν να απωθούν τις ρωσικές δυνάμεις, παρέχοντας στον ουκρανικό στρατό από αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνη έως πυραυλικά συστήματα πυροβολικού υψηλής κινητικότητας (HIMARS) και άλλα προηγμένα οπλικά συστήματα.
Οι Ουκρανοί έμαθαν, επίσης, πώς να συντηρούν και να επισκευάζουν τον αμερικανικό εξοπλισμό, ενώ χάρη στη στενή συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών της Ουάσινγκτον με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του Κίεβου, κατάφεραν σημαντικά πλήγματα εναντίον των Ρώσων.
Ο αμερικανός ιστορικός επισημαίνει πως το είδος της Δυτικής ανάμειξης στην Ουκρανία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συνέβαλε στην αναζωογόνηση και ενίσχυση του ΝΑΤΟ, το οποίο έχει εκ νέου έναν σκοπό και πρόκειται σύντομα να αποκτήσει δύο νέα στρατηγικά μέλη, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.
Οι διαφορές μεταξύ των ρόλων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στην Ουκρανία προσφέρουν, λοιπόν, ένα μοντέλο για το μέλλον: «Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποφεύγουν την άμεση εμπλοκή σε μάχες στο εξωτερικό, κατά το μέτρο του δυνατού, και θα πρέπει να παρεμβαίνουν σε πολέμους μόνο για να υποστηρίζουν τους λαούς και τα έθνη που θέλουν να πολεμήσουν για τη χώρα τους. Οι Ουκρανοί πολέμησαν με επιμονή και επιδεξιότητα, έμαθαν πώς να χρησιμοποιούν πολύπλοκα οπλικά συστήματα με δική τους πρωτοβουλία και διατήρησαν ακμαίο ηθικό. Οι ΗΠΑ τους βοηθούν, αλλά οι Ουκρανοί –απλοί στρατιώτες, ανώτεροι αξιωματικοί, πολίτες υπό βομβαρδισμό, κορυφαίοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και διπλωμάτες που συγκεντρώνουν διεθνή υποστήριξη– είναι αυτοί που τελικά καθορίζουν τη μοίρα τους», εξηγεί ο ιστορικός, σημειώνοντας ότι «δυστυχώς, οι ΗΠΑ ξεχνούν συχνά τα μαθήματα της Ιστορίας».
Στο Βιετνάμ, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ κατέληξαν να σαμποτάρουν τις δικές τους προσπάθειες, παραγκωνίζοντας σταδιακά τον στρατό του Νοτίου Βιετνάμ και υπονομεύοντας τακτικά τη νομιμότητα της κυβέρνησής του. Αντικαθιστώντας τις τοπικές δυνάμεις, οι αμερικανοί στρατιωτικοί ηγέτες σκέφτονταν ότι η μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ θα συνέβαλλε στην επίτευξη βασικών στόχων, δίχως να αντιλαμβάνονται πώς η ανάμειξη περισσότερων Αμερικανών αναμόρφωνε και περιέπλεκε τη σύγκρουση.
Αντιθέτως, πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου προήλθαν από την υποστήριξη μίας πλευράς σε μια σύγκρουση, αλλά όχι μέσω της αποστολής στρατευμάτων για να πολεμήσουν. Στη δεκαετία του 1980, μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, η αμερικανική βοήθεια στους τοπικούς μουτζαχεντίν ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να απωθήσουν μια πολύ πιο προηγμένη τεχνολογικά στρατιωτική δύναμη. Εξίσου αποδοτική ήταν και η βοήθεια που παρείχαν σε ομάδες αντιφρονούντων που αντιτίθεντο στον κομμουνισμό στην Ανατολική Ευρώπη. Η αμερικανική υποστήριξη συνέβαλε, τελικά, στο να καταστεί αδύνατος ο έλεγχος του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα από μια παρακμάζουσα Σοβιετική Ενωση.
Τα διδάγματα από το Αφγανιστάν και την Ουκρανία θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τις ΗΠΑ και κατά την κατάστρωση των σχεδίων τους όσον αφορά τη συνδρομή της Ταϊβάν σε περίπτωση μελλοντικής κινεζικής εισβολής. «Οπως απέδειξαν οι Ουκρανοί, ο αμερικανικός εξοπλισμός είναι συχνά γενιές καλύτερος από εκείνον άλλων δυνάμεων. Δεκαετίες σημαντικών επενδύσεων σε δορυφόρους και άλλες συστήματα συλλογής πληροφοριών επέτρεψαν στις ΗΠΑ να παρέχουν υποστήριξη με διάφορους τρόπους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να παρέχουν αποτελεσματικότερη στρατηγική βοήθεια από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να βασίζονται στην αποστολή δικών τους στρατευμάτων», καταλήγει ο Φίλιπς Πέισον Ο’Μπράιεν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News