Η ταύτιση της οικογένειας Σπίλμπεργκ με την οικογένεια Fabelman γίνεται σχεδόν αυτόματα, και στην 34η ταινία του ο κορυφαίος κινηματογραφιστής δεν κάνει τίποτα για να διαφοροποιήσει τους μεν από τους δε. Aντιθέτως, παίζει με τα όποια, πολλά, κοινά στοιχεία. «Αυτή η κατάφωρα αυτοβιογραφική ταινία, που χαρακτηρίστηκε περιπαικτικά ως “συνεδρία αξίας 40 εκατ. δολαρίων”, αφηγείται πως η ανακάλυψη της έβδομης τέχνης (από τον μικρό Σπίλμπεργκ) ήταν παράλληλη με την ανακάλυψη του πόνου, o οποίος αποτέλεσε και τη στιγμή της κάθαρσης και της ανάτασης», γράφει ο Αντόνι Μόντα στο il venerdi, το εβδομαδιαίο ένθετο περιοδικό της La Repubblica.
Ο μικρός «Σαμ», πρωταγωνιστής της ταινίας και alter ego του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ανακαλύπτει τον πόνο τυχαία, όταν, κατά τη διάρκεια οικογενειακών διακοπών, πειραματιζόμενος με μια ερασιτεχνική κάμερα, διαπιστώνει ότι η μητέρα του έχει δεσμό με τον καλύτερο φίλο του πατέρα του. «Αρκεί να διατρέξει κανείς τη φιλμογραφία του Σπίλμπεργκ για να αντιληφθεί ότι εκείνο το τραύμα είχε κεντρικό ρόλο σε ταινίες φαινομενικά άσχετες, όπως το “E.T. ο Εξωγήινος”,όπου ο πατέρας των παιδιών που ζουν την περιπέτεια με τον εξωγήινο έχει εγκαταλείψει τη μητέρα τους για μια άλλη γυναίκα», γράφει ο Μόντα.
Σημειώνει επίσης πως στο ντοκιμαντέρ «Spielberg» της Σούζαν Λέισι, ο πολυβραβευμένος αμερικανός σκηνοθέτης εξηγεί ο ίδιος πως πηγή έμπνευσης του «Εξωγήινου» ήταν «η ανάγκη ενός εξαιρετικού γεγονότος που θα επέτρεπε στα παιδιά-πρωταγωνιστές να ξεπεράσουν τον πόνο την εγκατάλειψης». Στους «Fabelmans» αυτό το εξαιρετικό, καθαρτικό γεγονός είναι η ανακάλυψη του κινηματογράφου.
Στη πιο προσωπική (μαζί με τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου») ταινία του, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ επιλέγει μια κλασική αφηγηματική δομή για να θίξει, εντός μιας ιστορίας ενηλικίωσης, ζητήματα όπως «ο αντισημιτισμός, ο εκφοβισμός, ο πρώτος έρωτας και ο κινηματογράφος, νοούμενος ως παιχνίδι, μαγεία και τέχνη», γράφει ο Αντόνιο Μόντα, ο οποίος, εκτός από συγγραφέας και καθηγητής στην Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, είναι και κινηματογραφιστής.
Πλέκοντας το εγκώμιο του σκηνοθέτη εξηγεί πως ο εκλεκτικισμός του Σπίλμπεργκ προκύπτει από την ευχαρίστηση και την ανάγκη της αφήγησης. «Δεν υπάρχει κινηματογραφιστής στον κόσμο που να έχει εμπεδώσει καλύτερα το σαιξπηρικό μάθημα σύμφωνα με το οποίο πρέπει πάντα να υπάρχει ένα θέαμα. Η ελαφρότητα με την οποία καταφέρνει να θίγει σοβαρά ζητήματα, η ανυπέρβλητη μαεστρία στην αφήγηση και αυτό που (η κορυφαία κριτικός κινηματογράφου) Πολίν Κάελ χαρακτήρισε ως “εκπληκτικό ταλέντο”, τον καθιστούν μοναδικό, ίσως, σκηνοθέτη για τον οποίο σήμερα δεν είναι υπερβολικό να χρησιμοποιείται ο όρος ιδιοφυΐα», γράφει ο Μόντα.
Οταν, όμως εξέφρασε την παραπάνω άποψή του στον ίδιο τον σκηνοθέτη, τις προηγούμενες ημέρες, εκείνος απέφυγε να προβεί σε κάποιο σχόλιο, προσκαλώντας τον ιταλό συνομιλητή του να μιλήσουν για άλλους σκηνοθέτες, όπως ο Τζον Φορντ (τον οποίο στους «Fabelmans» τον υποδύεται ο Ντέιβιντ Λιντς).
Ερωτηθείς εάν συμφωνεί με τον Ορσον Γουέλς ο οποίος είχε πει ότι οι τρεις κορυφαίοι σκηνοθέτες είναι ο Τζον Φορντ, ο Τζον Φορντ και ο Τζον Φορντ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ παραδέχτηκε πως «λατρεύω τον Τζον Φορντ, έχω δει πολλές φορές όλες τις ταινίες του, μεγάλος δάσκαλος και αθάνατος καλλιτέχνης. Αλλά στην ατάκα του Γουέλς δεν λαμβάνονται υπόψη πολλοί άλλοι αμερικανοί σκηνοθέτες, υπάρχουν πολλές άλλες πανέμορφες ματιές», προσέθεσε.
Σημειώνοντας ο Αντόνιο Μόντα πως σε επαφή με τον κινηματογράφο ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ήρθε όχι μέσω έντεχνων αλλά εμπορικών ταινιών (όπως το “The Greatest Show on Earth” του Σέσιλ ντε Μιλ το οποίο παρακολουθεί ο μικρός “Σαμ” στην πρώτη σκηνή των “Fabelmans” και είχε παρακολουθήσει επίσης μικρός και ο Σπίλμπεργκ) ο σκηνοθέτης σημείωσε απλά πως «όταν ήμουν μικρός είχα πρόσβαση μόνο σε τέτοιου είδους ταινίες, σε αυτές με πήγαιναν οι γονείς μου. Η άλλη μοναδική επιλογή ήταν η τηλεόραση η οποία, όμως, μετέδιδε προγράμματα κατά βάση κωμικά που δεν είχαν καμία σχέση με τον κινηματογράφο. Οπότε αναμφίβολα γαλουχήθηκα με αυτού του είδους τις ταινίες και μετά ανακάλυψα ότι ο κινηματογράφος μπορούσε να είναι και τέχνη, στο κολέγιο, όπου ένας καθηγητής με έφερε σε επαφή με ταινίες από όλον τον κόσμο. Αφήνω τους κριτικούς να αποφασίσουν ποια από τις δύο εμπειρίες υπήρξε πιο σημαντική στη διαμόρφωσή μου».
Εκείνη την περίοδο περισσότερο τον είχαν εντυπωσιάσει οι πρώτες ταινίες του Ρομάν Πολάνσκι, το «Μαχαίρι στο Νερό» και το «Cul-de-Sac», ενώ μεταξύ των πολλών ταινιών που τον επηρέασαν κατά τη διάρκεια της πολυετούς, εξαιρετικής καριέρας του, έχει δηλώσει στο παρελθόν πως ξεχωρίζει τρεις: τον «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν, τον «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Αλφρεντ Χίτσκοκ και το «Η Ζωή Είναι Ωραία» του Ρομπέρτο Μπενίνι.
Ρωτώντας να μάθει ο Μόντα εάν υπάρχει ένα αόρατο νήμα που συνδέει δεινοσαύρους με το Ολοκαύτωμα, τη σκλαβιά με έναν καρχαρία που σπέρνει τον τρόμο σε παραθαλάσσιο θέρετρο, κατασκόπους εν μέσω Ψυχρού Πολέμου με παραχαράκτες, τρομοκράτες στο Μόναχο με στρατιώτες στη Νορμανδία, εξωγήινους με τον Αβραάμ Λίνκολν και έναν άνθρωπο που ζει σε αεροδρόμιο με έναν ατρόμητο αρχαιολόγο, ο Σπίλμπεργκ παραδέχτηκε πως «δεν κατάφερα ποτέ να προβώ σε μια αντικειμενική ανάλυση του κινηματογράφου μου, θεωρώ ότι δεν βρίσκομαι στη σωστή απόσταση και δεν έχω το ταλέντο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που το αφήνω να το αναλύσει κάποιος από έξω. Μπορώ να απαντήσω μόνο αυτό: μου αρέσει να αφηγούμαι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News