Την περασμένη Δευτέρα, σε σινεμά του Χαλανδρίου, έπαιζε το «Απέραντη αγάπη». Η παράσταση στις 20.15. Θεατές πέντε (5). Ως μέλος της λέσχης φίλων κινηματογράφου Πειραιά, βλέποντας art films στο «Ολύμπιον» στη Σωτήρος από την ηλικία των 14 ετών, έχοντας επιπλέον περάσει όλες τις δοκιμασίες του σινεφίλ –από το «Πόσο Γλυκός ήταν ο Γάλλος» μου στο «Paris Pulman» του Λονδίνου μέχρι το «Herz aus Glas» του Χέρτζογκ στο «Intimes» του Βερολίνου– και έχοντας αποστηθίσει τα ονόματα των έξι από τους επτά στο «Οι 7 ήταν υπέροχοι» με bonus τον ληστή, δικαιούμαι να έχω άποψη για τη σημερινή κρίση του κινηματογράφου στην Ελλάδα. Το κλασικό τις πταίει…
1. Η συνήθεια που διακόπηκε. Το σινεμά είναι συνήθεια και ο εγκλεισμός στα δύο χρόνια της Covid-19 έκανε μεγάλη ζημιά. Συνήθιζα να πηγαίνω σινεμά κάθε Παρασκευή. Τώρα ψάχνω δικαιολογία γιατί δεν πάω. Οπως και το γήπεδο, το σινεμά είναι συνήθεια. Αν την κόψεις, δύσκολα ξαναρχίζεις.
2. Οι τιμές. Ενα ζευγάρι, για να πάει σινεμά, για εισιτήρια συν δύο πορτοκαλάδες θέλει 20+ ευρώ. Η συνηθισμένη απάντηση είναι «Καλά, τα ίδια και τα παραπάνω δεν θα δώσουν αν πάνε να φάνε έξω;». Σωστά. Οπως και τα ίδια και κάτι παραπάνω θα δώσουν αν πάνε θέατρο. Οπότε κάνουν επιλογές. Και στις επιλογές που κάνουν, η έξοδος για φαΐ μοιάζει να είναι πιο διασκεδαστική. Αλλιώς θα έγραφα για την κρίση στην εστίαση. Ο λόγος είναι ότι το σινεμά έχει έναν μεγάλο αντίπαλο σπίτι. Την τηλεόραση.
3. Αντίθετα με το θέατρο, που από τη φύση του δεν μπορεί να υποκατασταθεί, και τις εξόδους για δείπνο, που στην Ελλάδα είναι ο τρόπος επικοινωνίας με φίλους, το σινεμά τα τελευταία 15 χρόνια απέκτησε έναν μεγάλο αντίπαλο στο πρόσωπο της τηλεόρασης. Σκεφτείτε την οθόνη που βρισκόταν στο σπίτι σας πριν 15 χρόνια και συγκρίνετέ τη με τη σημερινή. Στο παρελθόν, ο τηλεθεατής έπαιρνε μια ιδέα για το τι ήταν η ταινία. Σήμερα τη βλέπει στην ποιότητα της μεγάλης οθόνης. Οσο για την ιεροτελεστία του «πάμε σινεμά», sorry, αλλά και πριν από 40 χρόνια υπήρχε η ιεροτελεστία να πηγαίνουν την Κυριακή στην πλατεία για κασάτο παγωτό.
4. Οι επιλογές. Πριν από μερικά χρόνια, καινούργια ταινία ήταν αυτή που έπαιζε τα βράδια το Star και ξεκίναγε μικρού μήκους και από τις πολλές διαφημίσεις τελείωνε Μπεν Χουρ, με τον τηλεθεατή να προσπαθεί να θυμηθεί αν στον Χάρισον Φορντ είχε επιτεθεί φίδι ή κρουασάν. Σήμερα, με το streaming, τα συνδρομητικά, το ERTFLIX, την ΕΡΤ2 και τα μικρότερα κανάλια για τις παλιές ταινίες, οι επιλογές είναι περισσότερες από τον χρόνο. Αντίθετα, στο σινεμά, στην περιοχή που μένει κάποιος, ζήτημα να παίζονται 10 ταινίες και ακόμα και οι πιο ατσαλωμένοι σινεφίλ δεν θα διέσχιζαν την Αθήνα Παρασκευή βράδυ για να δουν την καινούργια του Ατόμ Εγκογιάν.
5. Ο καμένος από κριτική φυσάει και τα blockbuster. Εμείς οι παλιοί, που ξεκινήσαμε τη σινεφίλ πορεία μας αποκρυπτογραφώντας τις κριτικές της Ροζίτας Σώκου και της Καλκάνη στη «Μεσημβρινή», δεν έχουμε πρόβλημα. Η νέα γενιά, όμως, δεν έχει την υπομονή μας να ανακαλύψει τα χούγια του κριτικού. Και ο κριτικός κινηματογράφου είναι θεριό ανήμερο. Εκεί που νομίζεις ότι τον έχεις καταλάβει και δεν χρειάζεται πια να τον φοβάσαι, σε στέλνει σε ένα ψαγμένο του ιρανικού κινηματογράφου και λες τον Κισλόφσκι Αρονόφσκι.
Ο κινηματογράφος, λοιπόν, έχει πεθάνει; Ποτέ. Οι σινεφίλ είμαστε σαν τους οπαδούς του ΚΚΕ. Οσο υπάρχουν πέντε να πηγαίνουν Δευτέρα στην αίθουσα για να δουν το «Απέραντη αγάπη» και ένας να έχει δει το «Ντανίλο Τρέλες» του Τορνέ, η σινεφίλ ιδέα θα είναι ζωντανή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News