Εάν ο Ρίτσαρντ Φιέρο, πρώην ταγματάρχης του στρατού των ΗΠΑ που πολέμησε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, δεν είχε επέμβει το βράδυ του περασμένου Σαββάτου κατά τη διάρκεια της αιματηρής ένοπλης επίθεσης στο (φιλικά προσκείμενο στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα) «Club Q» του Κολοράντο Σπρινγκς, ακινητοποιώντας τον δολοφόνο και χτυπώντας τον επανειλημμένα με το κοντάκι του όπλου του, αφού του το άρπαξε από τα χέρια, τα θύματα θα ήταν, σίγουρα, περισσότερα από πέντε.
Ο Φιέρο είχε πάει στο «Club Q» μαζί με τη σύζυγό του, όπου τους περίμενε η κόρη τους μαζί με τον σύντροφό της και μερικούς ακόμη φίλους. Ηταν έτοιμοι να παρακολουθήσουν μια παράσταση με drag queen, όταν ο δολοφόνος εισήλθε στον χώρο και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως.
Κατά τη δεκαπενταετή θητεία του στον αμερικανικό στρατό, ο Φιέρο είχε δεχτεί πολλές φορές πυρά, είχε δει εκρηκτικούς μηχανισμούς να διαλύουν φορτηγά του τάγματός του, είχε χάσει φίλους. Μετά την αποστράτευσή του προσπάθησε πολύ να αφήσει τον πόλεμο πίσω και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε, αλλά αποδείχτηκε πως κάποια πράγματα θα δυσκολευόταν πάρα πολύ να τα ξεχάσει.
Στην αρχή, η πολυκοσμία τον έθετε αυτομάτως σε επιφυλακή, στα εστιατόρια καθόταν πάντα με την πλάτη στον τοίχο, απέναντι από την κεντρική πόρτα, και όσο και αν προσπαθούσε να χαλαρώσει, ένα κομμάτι του εαυτού του ανέμενε πάντα να δεχτεί επίθεση, όπως εξηγεί στο ρεπορτάζ του ο Ντέιβ Φίλιπς των New York Times.
Ηταν ευέξαπτος και επιθετικός ακόμη και απέναντι στη γυναίκα και την κόρη του, αλλά δεν αρνήθηκε να υποβληθεί σε θεραπευτική φαρμακευτική αγωγή και να αρχίσει να βλέπει ψυχολόγο. Δέχτηκε, επίσης, να μην έχει πλέον στην κατοχή του όπλα, μάκρυνε τα μαλλιά του και άφησε ένα λευκό μούσι, ούτως ώστε να αποστασιοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από το στρατιωτικό παρελθόν του.
Συγχρόνως, είχε αποδεχτεί ότι ο πόλεμος θα τον ακολουθούσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Ωστόσο, το βράδυ του Σαββάτου στο Club Q δεν σκεφτόταν καθόλου τον πόλεμο. Ο κόσμος χόρευε και εκείνος αστειευόταν με φίλους του, έως τη στιγμή που άρχισαν οι πυροβολισμοί. Δίχως να το σκεφτεί, έπεσε αμέσως στο πάτωμα, τραβώντας μαζί του έναν φίλο του.
Οι σφαίρες σφύριζαν, μπουκάλια και ποτήρια θρυμματίζονταν, άνθρωποι ούρλιαζαν, αλλά ο βετεράνος του Ιράκ και του Αφγανιστάν κατάφερε να εντοπίσει τον δράστη, έναν μεγαλόσωμο άνδρα βάρους περίπου 130 κιλών, ο οποίος, κρατώντας ένα τουφέκι παρόμοιο με εκείνο που είχε ο Φιέρο στο Ιράκ, κατευθυνόταν προς ένα αίθριο όπου είχαν καταφύγει δεκάδες έντρομοι πελάτες.
«Τα κατασταλμένα ένστικτα ενός ταγματάρχη ενεργοποιήθηκαν εκ νέου. Ετρεξε κατά μήκος του δωματίου, άρπαξε τον ένοπλο από το πίσω μέρος της στολής του, τον τράβηξε στο πάτωμα και πήδηξε πάνω του», γράφει ο δημοσιογράφος των New York Times.
«Πυροβολούσε εκείνη την ώρα; Hταν έτοιμος να πυροβολήσει; Δεν ξέρω. Απλώς ήξερα ότι έπρεπε να τον ρίξω κάτω», ανέφερε ο Ρίτσαρντ Φιέρο στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα. Οι δυο άνδρες έπεσαν στο πάτωμα και το στρατιωτικού τύπου τουφέκι του δράστη πετάχτηκε μακριά. Ο απόμαχος πολεμιστής κίνησε να το πιάσει, αλλά πρόλαβε να δει τον ένοπλο να κινείται εναντίον του, αυτή τη φορά κρατώντας ένα πιστόλι. «Του άρπαξα το όπλο από το χέρι και άρχισα να τον χτυπάω με αυτό στο κεφάλι, ξανά και ξανά», είπε ο Φιέρο.
Κρατώντας τον δολοφόνο στο πάτωμα και μη σταματώντας να τον ξυλοκοπά, καθυβρίζοντάς τον συγχρόνως, ζήτησε τη βοήθεια εργαζομένων στο κλαμπ, οι οποίοι απομάκρυναν το τουφέκι από το σημείο και συνέβαλαν στην πλήρη ακινητοποίηση του δράστη της αποτρόπαιης επίθεσης.
«Στη μάχη, τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά είναι αυτό το τρελό λεπτό, και δοκιμάζεσαι σε αυτό το λεπτό. Γίνεται συνήθεια», είπε ο Φιέρο. «Δεν ξέρω πώς πήρα το όπλο από αυτόν τον τύπο, δεν έχω ιδέα. Είμαι απλά ένας απλός άνθρωπος, είμαι ένας υπέρβαρος βετεράνος, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι», προσέθεσε.
Οταν έφτασε η αστυνομία, ο δράστης ήταν αναίσθητος και ο Ρίτσαρντ Φιέρο γεμάτος αίματα. Φοβόταν, μάλιστα, μην τυχόν και, μέσα στη μανία του, είχε φτάσει στο σημείο να σκοτώσει τον δολοφόνο. Στη συνέχεια άρχισε να ψάχνει την οικογένειά του, ενώ εντόπισε και φίλους που κείτονταν αιμόφυρτοι στο πάτωμα, έχοντας δεχτεί σφαίρες, άλλος στο στήθος και άλλος στα πόδια.
Κάποια στιγμή είδε τη γυναίκα του και την κόρη του στο βάθος της αίθουσας και άρχισε να κατευθύνεται προς αυτές, έως τη στιγμή που έπεσαν πάνω του αστυνομικοί που μόλις είχαν φτάσει στον τόπο του εγκλήματος. Βλέποντάς τον να είναι γεμάτος αίματα και να κρατάει ένα πιστόλι, θεώρησαν πως εκείνος ήταν ο δράστης.
Του πέρασαν χειροπέδες και τον έκλεισαν σε ένα περιπολικό περί τη μία ώρα, παρότι άλλοτε ούρλιαζε και άλλοτε εκλιπαρούσε να τον αφήσουν να δει την οικογένειά του. Εννοείται πως αφέθηκε ελεύθερος τελικά και μετέβη στο νοσοκομείο μαζί με τη σύζυγο και την κόρη του. Εκεί διαπίστωσαν πως οι φίλοι τους ήταν όλοι ζωντανοί, αν και κάποιοι από αυτούς σε κρίσιμη κατάσταση.
Δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να εντοπίσουν τον σύντροφο της κόρης του. Επέστρεψαν τότε στο κλαμπ, ευελπιστώντας πως θα τον έβρισκαν να τους περιμένει, αλλά ματαίως. Συνέχισαν να τον ψάχνουν στην ευρύτερη περιοχή, μέχρι που, την Κυριακή, έμαθαν πως υπήρξε ένα από τα πέντε θύματα του μακελειού.
Οταν πληροφορήθηκε την είδηση από τη μητέρα του άτυχου νεαρού, ο Ρίτσαρντ Φιέρο αγκάλιασε την κόρη του και άρχισε να κλαίει, εν μέρει γιατί γνωρίζει ποια θα είναι η συνέχεια για τους επιζώντες της επίθεσης και τους συγγενείς των νεκρών, οι οποίοι, ωσάν βετεράνοι πολέμου πλέον και αυτοί, θα πρέπει να συνεχίσουν να ζουν «με τη λαχτάρα να ξεχάσουν και την παρόρμηση να θυμούνται πάντα», καταλήγει ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News