Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους λευκούς ψηφοφόρους που δεν διέθεταν πτυχίο πανεπιστημίου. Η Πενσιλβάνια, η Πολιτεία των «μπλε κολάρων», δηλαδή της εργατικής τάξης και των μη προνομιούχων, έχει κρίνει δύο φορές το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.
Το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ νίκησε τη Χίλαρι Κλίντον με 44.000 ψήφους διαφορά (0,72%), ενώ το 2020 ο Τζο Μπάιντεν επικράτησε με 80.000 ψήφους διαφορά (1,17%) του Τραμπ. Και πριν από λίγες ημέρες, ο αντισυμβατικός υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζον Φέτερμαν, με τη στήριξη του Μπάιντεν και του Ομπάμα, νίκησε τον εκλεκτό του Τραμπ, Μεχμέτ Οζ, και εξελέγη γερουσιαστής στις ενδιάμεσες εκλογές. Ελαβε 160.000 ψήφους περισσότερες από τον Οζ (διαφορά 2,18%), ένα αποτέλεσμα ενθαρρυντικό για τους Δημοκρατικούς και ενόψει των εκλογών του 2024.
Η Πενσιλβάνια αποτελεί case study τα τελευταία χρόνια για την αναμέτρηση με τον λαϊκισμό. «Το πώς αντιμετωπίζεις τους πολίτες που δεν ανήκουν στις ελίτ είναι το κλειδί για να νικήσεις τον λαϊκισμό» ανέφερε σε άρθρο της στους Financial Times, η αμερικανίδα καθηγήτρια Νομικής Τζόαν Γουίλιαμς. Ανήκει στους πανεπιστημιακούς που έχουν μελετήσει τη σχέση των ελίτ στις ΗΠΑ με τους λιγότερο προνομιούχους Αμερικανούς και είναι ιδρυτής της πρωτοβουλίας «Bridging the Diploma Divide in American Politics» για τη γεφύρωση των ανισοτήτων μεταξύ των πολιτών που δεν έλαβαν πανεπιστημιακή μόρφωση και των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Η διάκριση αυτή, ιδίως μετά την επιτυχία του Τραμπ να κινητοποιήσει υπέρ του εκατομμύρια λευκούς Αμερικανούς χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο -τους επονομαζόμενους και μη προνομιούχους της εργατικής και υπαλληλικής τάξης- έχει ιδιαίτερη σημασία για την αμερικανική πολιτική πραγματικότητα. Διότι ο Τραμπ κατάφερε, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της πρωτοβουλίας, να μετατρέψει «το οικονομικό άγχος σε πολιτισμική σύγκρουση, διαγωνισμό αρρενωπότητας και ρατσισμό. Η απάντηση είναι μια οικονομία που κινείται πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό για να προσφέρει μια σταθερή ζωή στη μεσαία τάξη, σε αποφοίτους πανεπιστημίου ή μη».
Πριν πάμε στο πώς πέτυχε τον στόχο του ο Φέτερμαν, ας δούμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η προσπάθεια και η νίκη του στην Πενσιλβάνια.
Λαϊκισμός και πολιτισμικός διχασμός
Ο λαϊκισμός είναι ακόμα εδώ. Η ήττα του Μπολσονάρο στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας και το στραπάτσο πολλών Ρεπουμπλικανών υποψηφίων που στήριξε ο Τραμπ στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ, σφράγισαν νίκες για τους αντιπάλους του λαϊκισμού. Οι νίκες αυτές ήρθαν όμως με μικρές διαφορές και υπάρχουν παραδείγματα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη (πχ. η νίκη της Μελόνι στην Ιταλία) που δείχνουν ότι οι λαϊκιστές συνεχίζουν να ασκούν βαθιά επιρροή στις δυτικές κοινωνίες.
Γιατί όμως πετυχαίνει τους στόχους του ο οικονομικός λαϊκισμός; Μια εξήγηση είναι αυτή που περιέγραψε η πολιτική επιστήμονας και διδάσκουσα του Χάρβαρντ, Πίπα Νόρις, η οποία ανέφερε ότι το τραμπικό κίνημα αντιπροσωπεύει μια αντίδραση απέναντι στην πρόοδο και συνδέεται με την «αυταρχική προσωπικότητα». Η οποία περιγράφεται με χαρακτηριστικά όπως ο στερεοτυπικός τρόπος σκέψης, ο εθνοκεντρισμός, η αγάπη για την πειθαρχία, την τιμωρία και την ταύτιση-υπακοή με έναν ισχυρό ηγέτη —στοιχεία που με επιτυχία εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ στους λευκούς και μη προνομιούχους αμερικανούς υποστηρικτές του.
Ως τη δεκαετία του 1970, τα κεντροαριστερά κόμματα (σχηματικά οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ) αντιπροσώπευαν μια συμμαχία για τα οικονομικά ζητήματα μεταξύ των εργατών και των φιλελεύθερων διανοουμένων. Οι βασικοί στόχοι ήταν οι καλές δουλειές και μια σταθερή σύνταξη. Στη συνέχεια, όπως εξηγεί η Γουίλιαμς στο άρθρο της στους FT, το στρατόπεδο των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ έστρεψε την προσοχή του μακριά από τα ζητήματα της οικονομικής καθημερινότητας των νοικοκυριών σε θέματα όπως η σεξουαλικότητα, το φύλο και την περιβαλλοντική συνείδηση.
Το ρεύμα που κάποιοι πολιτικοί επιστήμονες αποκαλούν «μετα-υλισμό», συνδυάστηκε με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ από τα οικονομικά ζητήματα στα «μετα-υλιστικά». Κι έτσι προέκυψε το κενό αντιπροσώπευσης για μια βασική ομάδα ψηφοφόρων που έμεινε ουσιαστικά χωρίς πολιτική φωνή. Πρόκειται για τους μη προνομιούχους που τείνουν να έχουν συντηρητικές απόψεις για κοινωνικά ζητήματα αλλά παραμένουν φιλελεύθεροι σε ό,τι αφορά τις απόψεις τους για τα οικονομικά θέματα. Και ήρθε ο Τραμπ να γεμίσει αυτό το κενό με τον ακροδεξιό οικονομικό του λαϊκισμό.
Οταν έθεσε υποψηφιότητα για να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016, ο Τραμπ υποσχέθηκε να επαναφέρει στη χώρα τις καλές δουλειές (κάτι που δεν συνέβη σύμφωνα με τη Γουίλιαμς) και να τακτοποιήσει «μετα-υλιστικά» ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των αμβλώσεων (κάτι που έκανε με τρόπο καταστροφικό για τα δικαιώματα των γυναικών). Κι έτσι οι πολίτες που δεν είχαν φωνή στο πολιτικό πεδίο λόγω του κενού που άφησαν οι Δημοκρατικοί όταν έπαψαν να εστιάζουν την οικονομική καθημερινότητα, οπλίστηκαν από τον λαϊκισμό με τα πολεμοφόδια μιας πολιτισμικής διαμάχης. Τα ζητήματα, από τις αμβλώσεις ως την κλιματική αλλαγή και τη μετανάστευση, τροφοδότησαν ένα βαθύ, πολιτισμικό διχασμό εντός της χώρας.
Η νίκη του Φέτερμαν
Ο Φέτερμαν κέρδισε όχι μόνο τις περιφέρειες των ψηφοφόρων με πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά και την υποστήριξη αρκετών λευκών της εργατικής τάξης, αγροτικών περιοχών και τμημάτων της Πολιτείας που ανήκουν στη λεγόμενη «ζώνης της σκουριάς» (Rust Belt), την πρώην βιομηχανική ζώνη που επλήγη από την ανεργία. Κέρδισε τη στήριξη αυτών των κατοίκων της Πενσιλβάνια διότι κάλυψε το κενό εκπροσώπησης συνδυάζοντας παραδοσιακά αριστερόστροφες οικονομικές πολιτικές και την απαίτηση για καλές θέσεις εργασίας (σε περιοχές που έμειναν πίσω), με πολιτισμικούς συμβολισμούς που σηματοδοτούσαν τον σεβασμό στις αξίες της εργατικής τάξης. Ακόμη και με τον τρόπο του ντυσίματος και της ομιλίας του. Με αυτό τον τρόπο, ανέστρεψε το στερεότυπο περί του ελιτισμού των Δημοκρατικών που αποτέλεσε βασική κινητήρια δύναμη στο λαϊκιστικό εγχείρημα του Τραμπ.
Παράλληλα, ο Φέτερμαν κατηγόρησε τον αντίπαλό του, τον 62χρονο τηλε-γιατρό Μεχμέτ Οζ, ότι δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα και ότι αδυνατούσε να συνδεθεί, ως ένας πλούσιος γιατρός που επί δεκαετίες ζούσε μακριά από την Πενσιλβάνια, με τις ανησυχίες των ψηφοφόρων για τον πληθωρισμό και τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Και σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από αυτό που συζητάμε, η νίκη του Φέτερμαν επί του Οζ ήταν και ένα καλό νέο για την Ελλάδα: όχι μόνο γιατί ο Οζ ήταν ο εκλεκτός του Ερντογάν, αλλά και γιατί οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τελικά τη Γερουσία που αντιτίθεται, μέσω της αρμόδιας επιτροπής, στην πώληση μαχητικών F-16 από τις ΗΠΑ στην Τουρκία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News