Στις 31 Δεκεμβρίου ο Αντονι Χόπκινς κλείνει τα 85. Ζει στις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μια χώρα που είχε στο μυαλό του πολύ πριν. Ακουγε ειδήσεις για κατακλυσμούς στις ακτές της και σκεφτόταν: «Θεέ μου, τι μέρος!» Οι αναμνήσεις του μοιάζουν με ονειροπόληση αλλά και με λίστα αγορών: «Ο Κένεντι δολοφονήθηκε. Ο Οσβαλντ σκοτώθηκε λίγες μέρες αργότερα. Πριν από αυτό, υπήρξε η αντιπαράθεση μεταξύ Κένεντι και Χρουστσόφ. Ημουν ηθοποιός σε επαρχιακό θίασο. Ο πατέρας μου είπε: “Αν πέσει η βόμβα, δεν θα ξέρεις πολλά γι’ αυτό. Εμείς θα υποστούμε τις συνέπειες εδώ στην Ουαλία”. Λίγες εβδομάδες αργότερα πήγα να τον δω. Είπε, “Αυτό δεν ήταν τίποτα… Το 1939, όταν ήσουν μωρό, ο Νέβιλ Τσάμπερλεν κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στην ισχυρότερη στρατιωτική μηχανή, που υπήρξε ποτέ. Εξι χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ τίναξε τα μυαλά του”». Η άποψή του; «Επιβιώνουμε», λέει ο κορυφαίος βρετανός ηθοποιός στον Ράιαν Γκίλμπι του Guardian μιλώντας μαζί του τηλεφωνικά ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο σπίτι του στο Λος Αντζελες ενώ απολαμβάνει τον ήλιο που λάμπει πάνω από τον Ειρηνικό.
Αντίστοιχο με την άποψη του πατέρα του είναι και το θέμα της τελευταίας του ταινίας «Armageddon Time». Πρόκειται για το αυτοβιογραφικό δράμα του Τζέιμς Γκρέι, μια ιστορία ενηλικίωσης με κεντρικά πρόσωπα τα μέλη μιας εβραϊκής οικογένεια στο Μπρούκλιν στην αυγή της δεκαετίας του 1980. Ο Χόπκινς υποδύεται τον Ααρών Ραμπίνοβιτς, παππού από τη μητέρα του 11χρονου Πολ Γκραφ (Μπανκς Ρεπέτα), έναν πιτσιρικά μεσοαστικής οικογένειας με καλλιτεχνικές ανησυχίες, πραγμα που δεν αρέσει ούτε στους γονείς του ούτε στο σχολείο. Και η μόνη του υποστήριξη έρχεται από τον αγαπημένο του παππού και τον Τζόνι, τον αφροαμερικανό φίλο του.
Το σενάριο γράφτηκε αρχικά για τον παππού του Γκρέι από τον πατέρα του και τον ρόλο συζητιόταν να παίξει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Το σχέδιο, όμως, απέτυχε, ο Γκρέι αναμόρφωσε τον ρόλο σύμφωνα με την εικόνα του άλλου παππού του και στο μυαλό του ήρθε αμέσως ο Χόπκινς. Ο τίτλος, εμπνευσμένος από το τραγούδι των Clash «Armageddeon Time» παραπέμπει έμμεσα στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν, προμηνύοντας τον υπαρξιακό τρόμο, που προκάλεσε η απειλή του ψυχροπολεμικού Αρμαγεδδώνα το μεγαλύτερο διάστημα εκείνης της δεκαετίας, ενώ τελευταία έχει επιστρέψει και πάλι έντονα. Γίνονται επίσης αναφορές σε μέλη της οικογένειας Τραμπ· στο δεύτερο σχολείο, που στέλνουν τον Πολ, για παράδειγμα, υποδιευθυντής είναι ο Φρεντ Τραμπ, πατέρας του Ντόναλντ.
Με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση του κόσμου, ο Γκίλμπι ρωτάει τον Χόπκινς αν θεωρεί την ταινία επίκαιρη: «Επιτρέψτε μου να το θέσω ως εξής. Μου άρεσε το όραμα του Τζέιμς για το παρελθόν. Η Αμερική έχει περάσει από τόσες πολλές αλλαγές, που χάνουμε τα ίχνη τους. Η μνήμη μάς παίζει ψεύτικα παιχνίδια. Ποτέ δεν είναι ακριβές κάτι χωρίς να είναι ακριβώς ψέμα. Εχεις μόνο ένα είδος ονειρικής ακολουθίας. Αλλά έχω πολύ καλή μνήμη», λέει. Πώς ένιωσε όταν ο Ρίγκαν έγινε πρόεδρος; «Ω, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Ηταν τόσο καιρό πριν», απαντάει ο σπουδαίος ηθοποιός.
Ηταν εξάλλου υπερβολικά απασχολημένος, όπως πάντα. Ενα από τα έργα στα οποία πρωταγωνιστούσε εκείνη την εποχή ήταν η παραγωγή του BBC «Οθέλλος» (1981), σε σκηνοθεσία του Τζόναθαν Μίλερ. Ο Χόπκινς έγραψε ένα είδος αμφίβολης ιστορίας ως ο τελευταίος λευκός ηθοποιός, που έπαιξε τον ρόλο στη βρετανική τηλεόραση. «Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό τώρα», λέει, αναφερόμενος στο βαμμένο μαύρο πρόσωπό του. Ιάγος ήταν ο Μπομπ Χόσκινς: «Ο υπέροχος Μπομπ! Οταν μπήκε, η προφορά του ακούστηκε πολύ αναζωογονητική. Εγινε, όμως, σαφές ότι δεν είχε διαβάσει ολόκληρο το σενάριο», θυμάται μιλώντας στον Guardian για την κόκνεϊ αργκό του συμπρωταγωνιστή του (ο Χόσκινς είναι γνήσιο τέκνο της εργατικής τάξης του Λονδίνου): «”Ιησού Χριστέ, όλα αυτά είναι τα λόγια μου; Αυτές είναι οι λέξεις; Εχω μεγάλο μεγάλο μπελά, Τοουν!”, Κι εγώ του είπα, “Καλύτερα να τα μάθεις”. Ηταν τρομερός, υπέροχος».
Οταν σκέφτεται την άφιξή του στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο μυαλό του έρχεται ξεκάθαρα το Γουότεργκεϊτ. Εκείνη την εποχή βρισκόταν στο Λονδίνο και ετοιμαζόταν να πάει στη Νέα Υόρκη για να εμφανιστεί στo Μπρόντγουεϊ στο «Equus» του Πίτερ Σάφερ: «Ακουγα όλες αυτές τις ειδήσεις από την Αμερική και σκεφτόμουν: “Θεέ μου, θα είμαι εκεί σύντομα”. Όταν έφτασα, πουλούσαν μάσκες Νίξον. Εμεινα στο “Algonquin”. Μπορώ να με θυμηθώ να κοιτάzω το φως, τον ουρανό, και να σκέφτομαι: “Αυτή είναι η Αμερική!” Δεν ξέρω τι ήταν. Ενα φως παράξενο σε εκείνη τη χώρα. Κατά κάποιον τρόπο ένιωσα νοσταλγία γι’ αυτό. Συχνά μιλάμε για τις παλιές καλές μέρες, αλλά, δεν ξέρω. Παλιές καλές μέρες, παλιές κακές μέρες, η ζωή συνεχίζεται. Μόλις βρέθηκα εδώ, κόλλησα. Είμαι πραγματικά ένας περιπλανώμενος».
Ανάμεσα στις πολυάριθμες προσωπικότητες στη φιλμογραφία του (μεταξύ άλλων των Πικάσο, Χίτσκοκ και Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’), ο Χόπκινς έπαιξε τον Νίξον (στην ταινία του Ολιβερ Στόουν το 1995) κερδίζοντας μια υποψηφιότητα για Οσκαρ, αλλά και τον Χίτλερ, στην ιστορική τηλεταινία του 1981 «Το κρησφύγετο» («The Bunker»), που του έφερε ένα Emmy. «Ενας παραγωγός, νεαρός άντρας, ήρθε κοντά μου στο πλατό και μου είπε: “Μπορείς να κάνεις τον Χίτλερ λιγότερο ανθρώπινο;” Είπα, “Οχι, γιατί ήταν άνθρωπος”.» Ο Χόπκινς εξεπλάγη που του πρότειναν τον Νίξον. «Ο Ολιβερ μου είπε, “Εχω διαβάσει συνεντεύξεις σου και νομίζω ότι μπορείς να τον παίξεις”. Είπα, “Τι, εννοείς ότι είμαι τρελός και παρανοϊκός;” Μου είπε, “Ναι, όλα αυτά”. Και έπεσα μέσα με τα μούτρα».
Εκτός από τον Ολιβερ Στόουν, τον έχουν σκηνοθετήσει οι Ντέιβιντ Λιντς («Ο Ανθρωπος Ελέφαντας», 1980), Φράνσις Φορντ Κόπολα («Δράκουλας, 1992), Στίβεν Σπίλμπεργκ («Amistad», 1997), η Τζούλι Τέιμορ («Titus», 1999) και ο Γούντι Αλεν («Θα Συναντήσεις Εναν Ψηλό Μελαχρινό Ανδρα, 2010). Τι ψάχνει σε έναν σκηνοθέτη; «Αυτόν που είναι έξυπνος και δεν προσποιείται τον Θεό. Είναι εργαζόμενοι άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι. Δεν πηγαίνω στα γυρίσματα για να προσπαθήσω να κυριαρχήσω. Ο τρόπος μου είναι να πω, “Μπορώ να το δοκιμάσω αυτό; Σου κάνει αυτό;”»
Η σύζυγός του, Στέλλα Αρογιάβε, τον σκηνοθέτησε πριν από λίγα χρόνια ως ψυχίατρο στην ταινία της «Elyse» (2020). «Μου έκανε το αφεντικό», λέει γελώντας ενώ επιφυλάσσει ιδιαίτερη στοργή για τον αείμνηστο Τζόναθαν Ντέμι, ο οποίος τον σκηνοθέτησε στη «Σιωπή των Αμνών» -ως – και κέρδισε το Οσκαρ Σκηνοθεσίας το 1991. Η ερμηνεία του Χάνιμπαλ Λέκτερ έφερε στον Χόπκινς το πρώτο από τα δύο Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού, καθώς και δύο ακόμη ρόλους στα θρίλερ «Χάνιμπαλ» (2001) και «Κόκκινος Δράκος» (2002). «Δεν ξέρω γιατί ο Τζόναθαν με διάλεξε, με εμπιστεύτηκε. Εσκαγε στα γέλια γιατί έλεγε ότι ήμουν αποτρόπαιος». Ηταν δική του ιδέα ο Λέκτερ να στέκεται ήδη όρθιος στο κελί του όταν τον πλησιάζει για πρώτη φορά η εκπαιδευόμενη πράκτορας του FBI, Κλαρίς Στάρλινγκ (Τζόντι Φόστερ): «Μπορεί να τη μυρίσει. Το είπα στον Τζόναθαν και είπε, “Ω, Θεέ μου. Είσαι πραγματικά περίεργος, Χόπκινς!”», θυμάται.
Ακόμη περιέγραψε τον εαυτό του ως «καβγατζή» στα γυρίσματα της ταινίας «Συνάντησε τον Τζο Μπλακ» (1998) με συμπρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. «Ο Μάρτι Μπρεστ, ο σκηνοθέτης, υπέροχος άνθρωπος, έκανε την ίδια λήψη ξανά και ξανά και ξανά», εξηγεί ο Χόπκινς στον Guardian. «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Μια μέρα του είπα: “Δεν έχω πολύ ακόμα για να ζήσω. Μπορούμε να τελειώσουμε τη σκηνή;” Ήταν τρελό. Eλεγε, “Aλλη μια” Κι εγώ του έλεγα, “Οχι, πάω σπίτι τώρα, είμαι κουρασμένος”. Ο Μπραντ μπορεί να πίστευε ότι ήμουν λίγο δύσκολος. Αλλά ήμουν πεπεισμένος ότι δεν θα τελειώσουμε ποτέ».
Καθώς μιλάει με τον Ράιαν Γκίλμπι του Guardian, το μυαλό του Χόπκινς πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, στις παιδικές αναμνήσεις του με τον πατέρα του και μετά πάλι στο «Armageddon Time», ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς τη λέξη «εύκολο». Τα γυρίσματα του «Πατέρα» (2020), του Φλόριαν Ζέλερ -όπου έδωσε για ακόμα μια φορά ρεσιτάλ υποκριτικής υποδυόμενος έναν ιδιότροπο γέροντα με Αλτσχάιμερ-, ήταν «πολύ εύκολα», λέει, παρά το θέμα: «Δεν έκανα τίποτα, πραγματικά. Είπα ναι και η Ολίβια Κόλμαν έγινε κόρη μου». Αλλά κάτι πρέπει να έκανε για να κερδίσει το Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού. «Λοιπόν, προσπαθώ να μην τα μπερδεύω παρεμβαίνοντας. Βεβαιώνεσαι ότι το catering είναι καλό, πας άνετα στα γυρίσματα, έχεις μάθει τα λόγια σου και συγκεντρώνεσαι. Η υποκριτική γίνεται πιο εύκολη όσο μεγαλώνεις. Σταματάς να παρασύρεσαι από αυτή», λέει. Ο Χόπκινς εμφανίζεται επίσης για λίγο στον «Γιο», το νέο ενδοοικογενειακό δράμα του Ζέλερ, στο οποίο έχει μια σκηνή μοναδικής κακίας.
Ο διάσημος βρετανός ηθοποιός δεν έχει δει ακόμα το «Armageddon Time» και δεν βιάζεται να επιστρέψει στις κινηματογραφικές αίθουσες: «Αυτή η υπόθεση της Covid επέστρεψε και πάλι. Δεν κρύβομαι, αλλά στην ηλικία μου δεν θέλω να ρισκάρω», λέει. Παίζει πιάνο κάθε μέρα («Επαιξα σήμερα το πρωί, λίγο Ραχμάνινοφ») και συχνά ζωγραφίζει στο ατελιέ του. Εργα του έχουν εκτεθεί σε όλο τον κόσμο. «Μάλλον θα ζωγραφίσω κάτι σήμερα το απόγευμα», λέει.
Οταν το παρελθόν γίνεται παρόν
Ωστόσο, η κουβέντα για το «Armageddon Time», του έχει φέρει πολλές αναμνήσεις: «Ο άντρας που παίζω μοιάζει πολύ με τον παππού μου από τη μητέρα μου», λέει. «Αυτός κι εγώ ήμασταν πολύ κοντά. Μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω τη ζωή». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της σκηνής στο πάρκο Φλάσινγκ Μίντοους στο Κουίνς, -ένα μη λεκτικό αντίο αντίο μεταξύ του Πολ και του παππού του-, ο Χόπκινς ένιωσε το δικό του παρελθόν να είναι έντονα παρόν: «Υπήρχε εκείνο το μελαγχολικό αμερικάνικο φως στον ουρανό. Φορούσα το παλτό μου γιατί πέθαινε ο χαρακτήρας μου. Και σκέφτηκα: “Αυτός είναι ο παππούς μου”».
Πώς ήταν ο παππούς του; «Δεν ήταν μοντέλο μόδας, αλλά είχε κάποια ματαιοδοξία για την εμφάνισή του. Πουκάμισο και γραβάτα. Συνήθιζε να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη». Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν το 1961. «Ηπιαμε ένα ποτό μαζί στο ξενοδοχείο “Grand” στο Πορτ Τάλμποτ. Ημουν έτοιμος να πάω στη RADA (Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης στο Λονδίνο), γεμάτoς ενέργεια και ζωντάνια, είχα κερδίσει μια υποτροφία και όλα αυτά. Σηκώθηκα να φύγω και ο παππούς μου είπε: “Γιατί δεν έρχεσαι για μεσημεριανό; Έχω μερικά ωραία ψάρια”. Του είπα, “Όχι, πρέπει να φύγω”. Φεύγοντας γύρισα προς το μέρος του, και μου έγνεψε από το τραπέζι. Ηταν μια ηλιόλουστη μέρα και εκείνη ήταν η τελευταία φορά που τον είδα».
«Πέθανε λίγους μήνες αργότερα και μέχρι σήμερα νιώθω τύψεις. Σκέφτομαι, “Γιατί δεν έφαγα μαζί του;”» Εχει βρει κάποια απάντηση; «Α, ήμουν πολύ απασχολημένος. Πολύ νέος. Και εκείνος έφυγε. Ομως αυτές οι αναμνήσεις μένουν μαζί σου. Δεν αντιλαμβανόμαστε τον πόνο στις ζωές των ανθρώπων. Γεράματα και όλα αυτά», λέει ο Αντονι Χόπκινς. Επειτα, χωρίς αμφιβολία τον κατακλύζει και πάλι το κύμα της μελαγχολίας · την εκπέμπει: «Είμαι ευγνώμων που είμαι ζωντανός και μου δίνουν ακόμα δουλειές να κάνω. Με κρατάει μακριά από μπελάδες, ε;», λέει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News