Σε ανύποπτο πολιτικό χρόνο, αφού είχαν περάσει πολλοί μήνες από την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού «μνημονίου» χωρίς η Άγκυρα να έχει προχωρήσει σε περαιτέρω βήματα και με τη διεθνή κοινότητα να ελπίζει -ματαίως- ότι η κατάσταση στη μετεμφυλιακή Λιβύη θα ομαλοποιηθεί, ο Νίκος Δένδιας, συνομιλώντας μέσα στο κυβερνητικό αεροσκάφος με συνεργάτες του, είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου: Η βορειοαφρικανική χώρα πρέπει να συμπεριληφθεί στις κορυφαίες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κι αυτό διότι η συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Αγκυρας με την Τρίπολη, αποτελεί το σημαντικότερο έως τώρα βήμα υλοποίησης του θεωρήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», της κορωνίδας του τουρκικού επεκτατισμού. Κι αυτό το θεώρημα πρέπει να καταρριφθεί πάση θυσία από την Αθήνα.
Το κλίμα μεταξύ της κυβέρνησης Ντιμπέιμπα και της Αθήνας ήταν βαρύ εδώ και πολλούς μήνες. Οταν στις αρχές Οκτωβρίου η πολυμελής τουρκική υπουργική αντιπροσωπεία έφτασε στην Τρίπολη προκειμένου να συνάψει σειρά νέων συμφωνιών, στην κατεύθυνση υλοποίησης του τουρκολιβυκού «μνημονίου», αποδείχθηκε ότι μεταξύ των δύο πλευρών δεν υπάρχει καμία πιθανότητα προσέγγισης. Από εκείνο το σημείο και στο εξής, το υπουργείο Εξωτερικών εκκίνησε τις διαδικασίες για να ταξιδέψει ο Νίκος Δένδιας στην Ανατολική Λιβύη, αποφεύγοντας όμως να επισκεφθεί την Τρίπολη που ελέγχεται από την προσωρινή, σαφώς φιλοτουρκική, κυβέρνηση. Το ταξίδι αυτό, το οποίο αναβλήθηκε μία φορά, στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή, αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης επί σειρά ημερών, με την Τρίπολη να αρνείται να δώσει άδεια πτήσης προς την Βεγγάζη και τελικά πραγματοποιήθηκε χθες, έχοντας την κατάληξη που όλοι είδαμε στους δέκτες μας.
Όλα όσα έγιναν χθες σε Τρίπολη και Βεγγάζη, τα οποία εν μέρει είχαν προβλεφθεί, συμβάλλουν στο μήνυμα που θέλει να εκπέμψει η Αθήνα τόσο προς την Τουρκία και τη Λιβύη, όσο και προς τη διεθνή κοινότητα. Η Ελλάδα δηλώνει κατά το δυνατόν παρούσα στην περιοχή, συμμετέχει μέσω των προγραμμάτων του ΟΗΕ στην ανοικοδόμηση της χώρας, στήνει δίκτυο επιρροής στα ανατολικά, επιχειρεί να θεμελιώσει ερείσματα στο πολιτικό προσωπικό και πάνω απ’ όλα συνεχίζει να καταγγέλλει την ακυρότητα του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Η διαδικασία είναι δύσκολη, κρύβει παγίδες κι ενδεχομένως να αποδειχθεί αναποτελεσματική. Αλλά η ελληνική διπλωματία οφείλει να την ακολουθήσει. Μπορεί η αχανής χώρα να έχει συγγενικούς ιστορικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς δεσμούς με την Τουρκία από εποχής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πριν από τον εμφύλιο πόλεμο οι τουρκικές επενδύσεις στη Λιβύη ξεπερνούσαν τα 90 δισ. δολάρια), αλλά η γεωγραφία δεν αλλάζει. Η Ελλάδα είναι αυτή που συνορεύει με τη Λιβύη, έχοντας εκφράσει μάλιστα προσφάτως τη διάθεση της να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προς διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Αυτό όμως δεν πρόκειται να γίνει όσο βρίσκεται στην εξουσία η κυβέρνηση Ντιμπέιμπα. Καθώς μόνο μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε νομικά να διεμβολίσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Αθήνα ποντάρει ότι, μετά τις λιβυκές εκλογές, θα προκύψει ένα κυβερνητικό σχήμα το οποίο δεν θα επηρεάζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό από την Τουρκία και θα είναι διατεθειμένο να αποδεχθεί το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και όχι να αγνοεί την επήρεια και το δικαίωμα νησιών όπως η Κρήτη και η Ρόδος σε υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα, άλλωστε, πραγματοποίησε ήδη ένα έμμεσο άνοιγμα προς τη Λιβύη, επιλέγοντας να εκδώσει navtex για έρευνες νοτιοδυτικά της Κρήτης πίσω από τη μέση γραμμή, δείχνοντας έτσι την προσήλωση της στη νομιμότητα. Και για να βρεθούν ευήκοα ώτα στην επόμενη κυβέρνηση της αφρικανικής χώρας η Αθήνα πρέπει να ενεργοποιηθεί ακόμα περισσότερο, στη λογική της χθεσινής πρωτοβουλίας Δένδια. Έως τότε, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη Ελλάδας- Αιγύπτου (ΑΟΖ) θα συνεχίσει να αποτελεί το ισχυρότερο διπλωματικό «όπλο» της ελληνικής κυβέρνησης. Σε νομικό επίπεδο, καθώς αποτελεί παράδειγμα νόμιμης διακρατικής συμφωνίας σε ευθυγράμμιση με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και επί του πεδίου, με την Αθήνα να έχει στο πλευρό της το Κάιρο, το οποίο έχει διαμηνύσει ότι δεν πρόκειται να δεχθεί αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του εντός της ορίων της ΑΟΖ, μέρος της οποίας καταπατάται από το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Δια του γεγονότος ότι οι προσπάθειες των ισχυρών της διεθνούς κοινότητας για τη διεξαγωγή εκλογών στις 26 Δεκεμβρίου 2021, με παράλληλη απόσυρση των ξένων στρατευμάτων (κυρίως Τούρκων και Ρώσων), απέτυχαν παταγωδώς αποδεικνύεται ότι η Λιβύη είναι αυτό που στις διεθνείς σχέσεις αποκαλείται failed state- αποτυχημένο κράτος. Η Άγκυρα εκμεταλλεύεται την κατάσταση προς όφελός της και είναι βέβαιο ότι εντός των επόμενων μηνών θα προχωρήσει σε έρευνες για υδρογονάνθρακες, το πιθανότερο όμως εντός των χωρικών υδάτων ή της δυνητικής υφαλοκρηπίδας της Λιβύης.
Αυτό φυσικά δεν θα είναι το τελευταίο τουρκικό βήμα. Αντιθέτως, είναι εξίσου βέβαιο ότι κάποια στιγμή η Τουρκία θα επιχειρήσει να επιβεβαιώσει δια της ερευνητικής ή και στρατιωτικής παρουσίας της την ισχύ του τουρκολιβυκού μνημονίου εν συνόλω, τραβώντας το σχοινί στα άκρα. Και τότε είναι που θα πρέπει να υπάρξει έμπρακτη ελληνική απάντηση, πλαισιωμένη οπωσδήποτε από συμμαχική κάλυψη. Εκεί θα κριθεί η βαρύτητα των ελληνικών επιχειρημάτων όσον αφορά τα νομικά αποτελέσματα που επιχειρεί να επιβάλει το τουρκολιβυκό τερατούργημα. Κι εκεί θα κριθεί επίσης το μέλλον της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας».
Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί πήγε ο Δένδιας στη Λιβύη ή τουλάχιστον γιατί πήγε τώρα. Το ερώτημα δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Από τη στιγμή που η Ελλάδα είναι αυτή που επιδιώκει την αποτροπή, τότε είναι κι αυτή που οφείλει να δράσει. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία το δόγμα της ακινησίας φαντάζει επιλογή ενός ξένου παρελθόντος.
Ούτως ή άλλως το μόνο που πετυχαίνει κανείς βάζοντας τα προβλήματα κάτω απ’ το χαλί είναι αυτά να μεγεθύνονται και να σκάνε ξαφνικά μπροστά του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News