Αυτό το φθινόπωρο, τα αποδημητικά πουλιά μετακινούνται μαζί με τους ψηφιακούς νομάδες από τις ψυχρές χώρες του Βορρά, αναζητώντας καταφύγιο στη ζέστη του Νότου. Παρόμοια εποχική κινητικότητα παρατηρείται και σε άλλα αποσταθεροποιημένα περιβάλλοντα, όπως κάθε είδους εταιρείες, ακόμα και ψυχαγωγικούς χώρους, που έξαφνα προετοιμάζονται για έναν ανατρεπτικό χειμώνα.
Η παγωμένη ανάσα της ενεργειακής κρίσης κάνει ακόμα πιο τρωτούς τους εργαζόμενους που επλήγησαν σκληρά από τον κορονοϊό. Για αρκετούς άλλους –ιδίως όσους ασκούν υπαλληλικά και μη χειρωνακτικά επαγγέλματα– η διεθνής οικονομική αστάθεια επιταχύνει καταλυτικά τις αλλαγές που επέβαλε η πανδημία ως προς τους εργασιακούς χώρους, τόπους και χρόνους.
Εργασία από το σπίτι, εξ αποστάσεως, αλλά και υβριδική μετασχηματίζουν τις σχέσεις και την επικοινωνία των απασχολούμενων με το αντικείμενο και το προϊόν της δουλειάς τους, με τους συνεργάτες και τους εργοδότες, αλλά και τον χώρο του σπιτιού, τους συντρόφους, τα παιδιά, φίλους, κατοικίδια και γενικά τους οικείους τους.
Φαίνεται ότι οι μεταπανδημικοί και πουτινοπολεμικοί κραδασμοί παρατείνουν τα εργασιακά σενάρια έκτακτης ανάγκης, που με το ξέσπασμα της πανδημίας θεωρήθηκαν επιστημονικής φαντασίας. Τέτοιες έκτακτες συνθήκες μετατράπηκαν γρήγορα σε νέες κανονικότητες στην απασχόληση, αποκλείοντας την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς. Παράλληλα, συνεχίζονται οι πειραματισμοί με την υβριδική εργασία, που τείνει να επικρατήσει.
Εργασία από παμπ
Στο Λονδίνο και σε άλλες βρετανικές πόλεις, όπου ο χειμώνας, εκτός από παγωνιά, αναμένεται να φέρει καυτούς λογαριασμούς ενέργειας και πιθανές διακοπές ρεύματος, επιχειρούνται τέτοιοι πειραματισμοί εργασιακής υβριδικότητας με επίκεντρο έναν δημόσιο χώρο που μέχρι τώρα βρισκόταν στον αντίποδα της εργασίας: τις παμπ ή τα «δημόσια σπίτια», σύμφωνα με την παλιά ονομασία τους.
Οι αγγλικές παμπ, όπου πήγαινε κάποιος να ξεδώσει μετά τη δουλειά ή στις αργίες, πίνοντας κυρίως μπίρα, τώρα προσφέρονται ως ιδανικοί χώροι για τηλεργασία. Η κατά ένα μέρος παραγωγική πια λειτουργία τους αναμένεται να ανακουφίσει οικονομικά και, βεβαίως, ψυχολογικά, τόσο τους ιδιοκτήτες τους όσο και τους φιλοξενούμενους σε αυτές εγχώριους ψηφιακούς νομάδες. Οι παμπ, λοιπόν, απόγονοι των παλιών πανδοχείων-ταβερνών, διαδραματίζουν τον υβριδικό ρόλο ενεργειακών αλλά και ατμοσφαιρικών καταφυγίων και συνάμα γραφειακών χώρων για εξ αποστάσεως εργασία.
Αυτή η μετάλλαξη των δημοφιλών στεκιών για χάρη των παμπόφιλων τηλεργαζομένων εκφράζεται με τον όρο «Εργασία από παμπ» (WFP), που αντικαθιστά το «Εργασία από το σπίτι» ή αλλιώς (WFH). Οσοι τηλεργαζόμενοι, δηλαδή, δεν αντέχουν πια να δουλεύουν από το ενεργειακά ασύμφορο, αλλά και κοινωνικά απομονωτικό σπίτι, μπορούν να το κάνουν με το λάπτοπ τους από μια παμπ της αρεσκείας τους. Αρκεί αυτή να έχει διαμορφώσει κατάλληλα τον χώρο της και να κάνει την παραμονή τους πιο δελεαστική, με άλλες, συμπληρωματικές προσφορές. Πολλές εταιρείες, όχι μόνο δεν εμποδίζουν τους υπαλλήλους τους να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά αφήνουν στον καθένα προσωπικά την επιλογή.
Από την πανδημία στο ενεργειακό κόστος
Οπως και άλλοι ψυχαγωγικοί χώροι διεθνώς, οι αγγλικές παμπ χτυπήθηκαν σκληρά από τα αντι-Covid μέτρα. Σε κανονικές συνθήκες, οι πολυσύχναστοι συνήθως χώροι τους, σε συνδυασμό με τη θερμή, χαλαρωτική ατμόσφαιρα, εξαφανίζουν κάθε κοινωνική και σωματική απόσταση μεταξύ των επισκεπτών τους, ενθαρρύνοντας τις κουβέντες μεταξύ αγνώστων, αλλά και με το ίδιο το προσωπικό τους. Για τον λόγο αυτόν η επιβαλλόμενη κοινωνική απόσταση αλλά και ο φόβος για μεταδοτικότητα της αρρώστιας αποδυνάμωσαν την κοινωνική θαλπωρή και την ατμοσφαιρική γοητεία τους.
Κάποιες παμπ, κατά το αποκορύφωμα της πανδημίας, για να επιβιώσουν από τα περιοριστικά μέτρα, αντέδρασαν ευρηματικά, έστω σε ψηφιακό επίπεδο. Χαρακτηριστικά, το ιστορικό Cutty Sark στο Γκρίνουιτς προσέφερε με 15 λίρες τηλεσυνομιλίες στους εργαζόμενους από το σπίτι με το προσωπικό, κατά το 2020.
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η προσωρινή μεταπανδημική ισορροπία ανατράπηκε και πάλι. Από τη μία οι πάροχοι ενέργειας ακύρωσαν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που προσέφεραν στους ιδιοκτήτες των παμπ κάποια ασφάλεια. Από την άλλη, η γενικότερη αύξηση στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών τις επιβάρυνε με διογκωμένο κόστος για ποτά, φαγητό και προσωπικό. Ωστόσο, τα κυβερνητικά υποστηρικτικά μέτρα για την ενέργεια –ισοδύναμα για παμπ και νοικοκυριά– δεν προσέφεραν μεγάλη βοήθεια ως προς την έκρηξη των δαπανών, ιδιαίτερα για τις παμπ της υπαίθρου.
Ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού, με την επίδραση των πανδημιοπολεμικών πιέσεων, μεταλλάσσεται σε ένα ακριβοπληρωμένο κλουβί εργασίας
Τα πρώτα σημάδια της νέας κρίσης φάνηκαν όταν άρχισαν να κλείνουν διαδοχικά διάφορα από τα πιο δημοφιλή στέκια, μην μπορώντας να διαχειριστούν το αυξημένο κόστος λειτουργίας. Μεταξύ αυτών, το «Fontmell», πολύ γνωστό στους τουρίστες του Ντόρσετ, όπως και το «Gillygate», μία ιστορική παμπ στο Γιορκ, με λειτουργία 300 χρόνων – και τα δυο επικαλούμενα την αδυναμία τους να καλύψουν το κολοσσιαίο ενεργειακό τίμημα. Πολλές από τις μικρές παμπ στη Βρετανία αναμένεται να έχουν παρόμοιο τέλος.
Το ενεργειακό έλλειμμα και κόστος, όμως, ταλαιπωρεί και τα βρετανικά νοικοκυριά, τις εταιρείες και γενικότερα την οικονομία της χώρας. Οι διογκωμένοι λογαριασμοί αλλά και οι διακοπές ενέργειας –όπως προαναγγέλθηκαν από το Εθνικό Δίκτυο, σε περίπτωση που η Βρετανία δεν μπορέσει να εισάγει ενέργεια από Γαλλία, Βέλγιο και Κάτω Χώρες– επιβαρύνουν τις ήδη πανδημιόπληκτες εταιρείες. Αυτές προσπαθούν να περιορίσουν τις δαπάνες μειώνοντας τους ενεργοβόρους χώρους εργασίας, ακόμα και μετακομίζοντας σε φθηνότερες περιοχές, αποφεύγοντας κυρίως το πανάκριβο κέντρο του Λονδίνου.
Παράλληλα, ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού, με την επίδραση των πανδημιοπολεμικών πιέσεων μεταλλάσσεται σε ένα μη βιώσιμο, σκοτεινό και παγωμένο περιβάλλον ή σε ακριβοπληρωμένο κλουβί εργασίας.
Ενας νέος χώρος εργασίας
Απέναντι σε όλα αυτά, οι παμπ επιχειρούν να αυξήσουν τα έσοδά τους, ενώ διευκολύνουν και τις εταιρείες να δώσουν στους πιεσμένους τηλεργαζόμενους άλλη μια επιλογή, εκτός από την τηλεργασία στο σπίτι. Με επιχειρηματικό πνεύμα, προσφέρουν στους νέους θαμώνες τους την προοπτική να μειώσουν τα ενεργειακά έξοδα του σπιτιού τους.
Συγκεκριμένα, πληρώνοντας ένα συμφωνημένο ποσό, οι τηλεπαμπεργαζόμενοι μπορούν να παραμένουν τις εργάσιμες ώρες με τα λάπτοπ τους στην παμπ της επιλογής τους, όπου βρίσκουν όλα τα τεχνολογικά αναγκαία, όπως wifi, πρίζες, ήσυχα σημεία, κατάλληλο φωτισμό κ.λπ. Ταυτόχρονα, απολαμβάνουν στα διαλείμματά τους κάποιο γεύμα, κρύα και ζεστά ποτά όπως καφέ και τσάι, σε βρετανικές, δηλαδή τεράστιες, ποσότητες.
Οι άυλες απολαύσεις, όπως η μουσική και η ατμόσφαιρα της κάθε παμπ, κάνουν ακόμα πιο ελκυστικά τα πακέτα WFP. Φυσικά, σημαντικό ρόλο παίζει η υλικότητα του χώρου, δηλαδή η αρχιτεκτονική διαμόρφωση, τα υλικά, ο φωτισμός, η ακουστική, η επίπλωση, η διακόσμηση και άλλες λεπτομέρειες, καθώς συνεισφέρουν με απτό τρόπο στην ατμόσφαιρα και, κυρίως, στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των θαμώνων και εργαζόμενων, πλέον, σε αυτά.
Εξίσου σημαντικό: το χαλαρωτικό περιβάλλον τους, σε συνδυασμό με τη μουσική και την επικοινωνία, έστω οπτική, με αγνώστους αλλά και τον ίδιο τον χώρο, μπορεί να προσφέρει απρόσμενα ερεθίσματα και να ανακουφίσει τους εργαζόμενους από το άγχος και την κατάθλιψη λόγω της προηγούμενης, μοναχικής τηλεργασίας.
Τους κάνουν, μάλιστα, να αισθάνονται πιο κοινωνικοί, αφού, δουλεύοντας από τους χώρους τους, συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος, καθώς θα διαμοιράζονται την ενέργεια, αντί να την καταναλώνουν ιδιωτικά.
Ετσι, οι πρωτοπόρες παμπ μετασχηματίζονται σε υβριδικούς χώρους, που μεσολαβούν μεταξύ σπιτιού και εταιρείας, και οι τηλεργαζόμενοι που αποδέχονται την πρόσκληση μεταλλάσσονται σε τηλεπαμπεργαζόμενους.
Με αυτόν τον μετασχηματισμό τους, οι παμπ απευθύνονται σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινό σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν τους, όταν λειτουργούσαν ως στέκια λαϊκών, συνήθως αμόρφωτων και αχαλίνωτων ανθρώπων. Τον 17ο αιώνα, σε μία παμπ προσφέρονταν μόνο οινοπνευματώδη, κυρίως μπίρα και κρασί.
Ο καφές και το τσάι ήταν ακριβά ροφήματα για τα πιο φτωχά στρώματα, ενώ τα απολάμβαναν μόνο οι ευκατάστατοι αστοί, στα καφέ ή «σπίτια του καφέ». Ιδιαίτερα τα καφέ προσέλκυαν αστούς καλλιεργημένους, αυτοελεγχόμενους, με εκλεπτυσμένους τρόπους και καλλιτεχνικά και πολιτικά ενδιαφέροντα, που συνδύαζαν την κατανάλωση καφέ και τσαγιού με πνευματώδεις συζητήσεις για πολλά δημόσια ζητήματα.
Από την άλλη, στις παμπ ή «σπίτια της μπίρας» σύχναζαν άνθρωποι του λαού, συναισθηματικά εκρηκτικοί, ατίθασοι και συχνά βίαιοι και παραβατικοί. Οι ευγενείς, πρίγκιπες και αριστοκράτες που αναζητούσαν διεγερτικές εμπειρίες στα κακόφημα, τότε, αυτά στέκια, τα επισκέπτονταν μεταμφιεσμένοι, incognito, ή φρόντιζαν να απομονώνονται στο εσωτερικό τους, καταφεύγοντας διακριτικά μέσα σε κάποιους σκόπιμα διαχωρισμένους χώρους τους.
Με την τηλεργασιακή λειτουργία τους, σήμερα, οι παμπ τείνουν να μοιάζουν αρκετά με καφέ, καθώς μάλιστα με τα πακέτα WFP προσφέρουν σε τηλεπαμπεργαζόμενους της μεσαίας τάξης καφέ και τσάι, μαζί με περιβάλλον κατάλληλο για διανοητική εργασία, ακόμα και για τηλεδιασκέψεις. Αν κάποιος από αυτούς προτιμούσε ένα αλκοολούχο, θα το έπινε αφού σταματούσε τη δουλειά του.
Χαρακτηριστικά, οι 300 παμπ της αλυσίδας Fuller παρέχουν συμφωνίες για 10 λίρες την ημέρα, συμπεριλαμβανομένων του γεύματος και ενός ποτού, με κάτι αντίστοιχο για τις 185 παμπ της μπιραρίας Young, για 15 λίρες την ημέρα. Παρομοίως, η αλυσίδα μπιραρίας-παμπ Brewhouse and Kitchen, με τόπους λειτουργίας της το Λονδίνο, το Κάρντιφ και το Μπρίστολ, διαθέτει στους τηλεπαμπεργαζόμενους την κατάλληλη τεχνολογική υποδομή, με απεριόριστα ποτά κάθε είδους για 10 λίρες την ημέρα. Αλλά και η Othership, ένας κοινοτικός χώρος συνεργασίας, δέχεται ως μέλη τηλεπαμπεργαζόμενους με 25 λίρες τον χρόνο, στις παμπ της σε όλη τη χώρα.
Ετσι, οι παμπ εξελίσσονται από στέκια διασκέδασης και μεθυστικής εκτόνωσης σε αγχολυτικά περιβάλλοντα, ιδανικά για εξοικονόμηση ενέργειας και πιο ευχάριστη και κοινωνικότερη τηλεργασία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News