Ο Λορέντσο Κρεμονέζι, απεσταλμένος της Corriere della Sera στο Κίεβο, σε ανταπόκρισή του κάνει λόγο για «σύνδρομο Ρεμάρκ» στην Ουκρανία, έχοντας κατά νου τον νεαρό γερμανό στρατιώτη Πολ Μπόιμερ, τον κεντρικό χαρακτήρα του «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», του εμβληματικού αντιπολεμικού μυθιστορήματος του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, που κυκλοφόρησε το 1928.
Στις σελίδες του ο γερμανός συγγραφέας περιγράφει το ακραίο σωματικό και ψυχολογικό τραύμα που υπέστησαν οι γερμανοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ όλων όσοι είχαν σταλεί στη μάχη και εκείνων που δεν πολεμούσαν, στην αδυναμία των πρώτων να εξηγήσουν και των δεύτερων να καταλάβουν τι πραγματικά ήταν (και είναι ακόμη) ο πόλεμος.
Αυτό είναι το «σύνδρομο Ρεμάρκ»: η ολοένα αυξανόμενη αποξένωση, η αναπόφευκτη απομάκρυνση εκείνων που μεταβαίνουν στα μέτωπα του πολέμου από την οικογένεια και τους φίλους και τους γνωστούς και όλους όσοι μένουν πίσω. Παρότι είχε πάρει άδεια μερικών εβδομάδων από το μέτωπο και είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του, ο στρατιώτης Μπόιμερ, αδυνατώντας να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του και να προσαρμοστεί στην προηγούμενη ζωή του, είναι έτοιμος, θέλει να επιστρέψει στο μέτωπο, στο πλευρό των συμμαχητών του.
«Με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργούνται βαθύτατοι και αποκλειστικοί δεσμοί μεταξύ των στρατιωτών που κινδυνεύουν να πεθάνουν καθημερινά, χρειάζονται ο ένας τον άλλον για να επιβιώσουν και να συνεχίσουν να πολεμούν. Η ρουτίνα του πολέμου αντικαθιστά τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα. Για κάποιους με προσωρινό και επιφανειακό τρόπο, για άλλους με πολύ πιο βαθύ και διαρκή. Σε αυτό οφείλεται το φαινόμενο των βετεράνων, ανθρώπων που δεν μπορούν πια να προσαρμοστούν στην προηγούμενη ζωή και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ενωθούν με τους συντρόφους τους στα χαρακώματα. Μόνο μεταξύ τους κατανοούνται, βρίσκουν παρηγοριά στα σωματικά και ψυχικά τραύματά τους», συνοψίζει ο Κρεμονέζι, γράφοντας πως έτσι ακριβώς, όπως ο γερμανός στρατιώτης Μπόιμερ, αισθάνεται σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά, ο ουκρανός στρατιώτης Ιλίας: «Ενας νεαρός άνδρας ηλικίας 29 ετών που, από το καροτσάκι στο οποίο κάθεται, σε νοσοκομείο του Κιέβου, όντας βαριά τραυματισμένος, παραδέχεται ειλικρινά πως δεν μπορεί πλέον να εγκαταλείψει τους στρατιώτες της μονάδας του».
Ο ιταλός δημοσιογράφος συνάντησε τον Ιλίας για πρώτη φορά τον περασμένο Ιούνιο, ενώ τον ξαναβρήκε αυτές τις ημέρες να αναρρώνει, μετά τον τραυματισμό του στις αρχές του Οκτωβρίου. Εκείνος, με δάκρυα στα μάτια, μίλησε σπαρακτικά για τους πέντε συντρόφους του που έχασαν τη ζωή τους δίπλα του, τότε, στην πόλη Μπαχμούτ της ανατολικής Ουκρανίας, όπου πολεμούσαν από το καλοκαίρι ως μέλη του 109ου τάγματος πεζικού.
«Είμαι τραυματίας, ξέρω ότι για πολλούς μήνες δεν θα μπορώ να επιστρέψω στη μάχη και αυτό με στενοχωρεί πάρα πολύ. Δεν θα μπορώ να δω εκείνους που είναι ακόμα εκεί και μου τηλεφωνούν καθημερινά για να μου πουν ότι με περιμένουν», ανέφερε.
Εξαιτίας της αδυναμίας του να προσαρμοστεί στην προηγούμενη ζωή του, ο Ιλίας αποφάσισε να χωρίσει με την αρραβωνιαστικιά του. «Πλέον δεν καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Δεν καταφέρνω να της εκφράσω τι νιώθω, είμαστε πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον». Ο Ιλίας έχει έναν πατέρα που ζει στο Χάρκοβο, αλλά δεν ήρθε ποτέ να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο, όχι όμως επειδή δεν ήθελε ο ίδιος. «Εγώ του ζήτησα να μην έρθει», σημείωσε ο Ιλίας.
Χάρηκε, πάντως, που είδε ξανά τον δημοσιογράφο της Corriere, εκτίμησε ιδιαίτερα τις κουβέντες που αντάλλαξαν και, κυρίως, τα βίντεο που γύρισαν μαζί (Αυτό που μπορείτε να δείτε λίγο πιο πάνω). «Θα ήθελα να τα δείξετε στην Ευρώπη, θα ήθελα να καταλάβουν όλοι ότι υπερασπιζόμαστε τον ελεύθερο κόσμο», είπε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News