Κάποτε οι επιχειρηματίες, οι βουλευτές ή οι υπουργοί ήταν gentlemen και γαλαντόμοι. Σε κάθε ευκαιρία έστελναν απαραιτήτως στην καλή τους μια περιποιημένη ανθοδέσμη, δείγμα του πόθου, της αγάπης τους ή απλώς της εκτίμησής τους. Η ανθοδέσμη ήταν απαραιτήτως από τα λουλουδάδικα της Βουλής. Δεν ήταν μόνο ζήτημα ευκολίας, ήταν και θέμα κύρους. Ολα τα υπόλοιπα ανθοπωλεία της πρωτεύουσας, όσο πολυτελή και αν ήταν, υπολείπονταν κατά τι από τα μικρά πλαϊνά μαγαζάκια που υπήρχαν εκεί, στην γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και πλατείας Συντάγματος. Μη ρωτήσετε γιατί. Διότι έτσι ήταν.
Κάποτε και ο απλός κόσμος είχε διαφορετική σχέση με το λουλουδάκι, από αυτήν που έχει σήμερα. Τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα γλάστρες, οι κήποι των μονοκατοικιών ολάνθιστοι και ακόμα και ο πιο φτωχός μεροκαματιάρης ένιωθε καλύτερα αν καρφίτσωνε ένα λουλουδάκι στο πέτο του (συχνά φθαρμένου) σακακιού του. Ε, το λουλουδάκι αυτό, εννιά στις δέκα φορές, το έπαιρνε από τα Λουλουδάδικα.
Κάποτε, σχεδόν όλες οι ελληνικές οικογένειες είχαν κάποιον νεκρό σε εθνική μάχη να θρηνήσουν. Σειρά οι πόλεμοι γαρ. Τα κορμιά των σκοτωμένων φαντάρων μας θαμμένα παντού στην επικράτεια και εκτός της. Η μάνα, λοιπόν, που κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας, που πήγαινε το λουλουδάκι της για να θυμηθεί τον σκοτωμένο γιο της. Στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Και από πού το προμηθευόταν το ανθάκι; Από τα Λουλουδάδικα της Βουλής.
Ετσι άλλωστε πρωτοκαθιερώθηκαν αυτά τα μαγαζάκια. Οταν το 1932 αποκαλύφθηκε το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, στήθηκαν πάγκοι λουλουδάδων στο πλάι, που γνώρισαν τόση επιτυχία ώστε αργότερα στεγάστηκαν στα υπόσκαφα μαγαζάκια που δημιουργήθηκαν. Δεν μπόρεσα, παρά το ψάξιμό μου, να βρω πότε πέρασε η διάταξη που απαγόρευε οποιαδήποτε άλλη χρήση τους, πάντως το αντικείμενό τους ήταν κατοχυρωμένο. Γι’ αυτό εξάλλου και όταν αυτά παρήκμασαν, έκλεισαν, δεν άλλαξαν χρήση. Οταν όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά έγιναν καφέ και εμπορικά, αυτά μαράζωσαν και ερήμωσαν.
Η μεγάλη κρίση των λουλουδάδικων ήρθε με τη δικτατορία. Βουλή εν λειτουργία δεν υπήρχε, οι συνταγματάρχες δεν ήταν και πολύ του λουλουδιού, τα Ανάκτορα, που αποτελούσαν τον μεγαλύτερο πελάτη τους, εξαφανίστηκαν. Από τα έξι ή επτά που υπήρχαν στην ακμή τους, απόμειναν δύο, και αυτά σε σχετική παρακμή. Το ’80 δεν μπόρεσαν να μπουν στον ανταγωνισμό του γαρίφαλου στα μπουζουξίδικα, δεν ήταν το πεδίο τους
Πού και πού κανένας νεόπλουτος τραβούσε χειρόφρενο μπροστά τους και φώναζε να φέρουν λέλουδα στο κορίτσι που είχε μέσα, αλλά σε γενικές γραμμές οι εποχές τα ξεπέρασαν. Ακούστηκαν απόψεις να μετατραπούν σε καφέ, σε ΚΕΠ, σε σουβενιρατζίδικο της Βουλής ή σε τυροπιτάδικα, ήταν και μπερδεμένα τα παλιά ενοικιοστάσια, το πράγμα έμπλεξε για δεκαετίες. Ευτυχώς, νίκησε η παράδοση και μια νοσταλγία που έλεγε ότι ήταν απαραίτητη η επανασύστασή τους. Είχαν δίκιο όσοι το πρότειναν. Και μόνο η παρουσία τους εξευγενίζει και ομορφαίνει την περιοχή.
Τώρα λειτουργούν ξανά. Πήγε και ο Μητσοτάκης. Για να δούμε. Αντέχει η σημερινή Αθήνα κάτι τέτοιο ή τσάμπα νοσταλγούμε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News