Υπάρχουν στιγμές στην ταινία «All Quiet on the Western Front», την επίσημη επιλογή της Γερμανίας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, που θυμίζουν αρκετά το οσκαρικό «1917» του Σαμ Μέντες. «Η νέα ταινία –η πρώτη γερμανόφωνη μεταφορά του (ομώνυμου) ημιαυτοβιογραφικού μπεστ σέλερ του γερμανού βετεράνου Εριχ Μαρία Ρεμάρκ του 1929, που αργότερα απαγορεύτηκε υπό την κυριαρχία των Ναζί για τα αντιπολεμικά αισθήματά του– περιλαμβάνει πολλά στοιχεία της ταινίας του Μέντες», παρατήρησε σε κριτική του ο Μάικλ Ο’Σάλιβαν της Washington Post.
Αμφότερες οι ταινίες βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η υπόθεση του «All Quiet on the Western Front» εκτυλίσσεται επίσης το 1917, ενώ η ταινία αρχίζει παρουσιάζοντας έναν πρωταγωνιστή, τον Φέλιξ Κάμερερ, ο οποίος «μοιάζει απίστευτα» με τον Τζορτζ ΜακΚάι, τον πρωταγωνιστή του «1917».
Κοινά στοιχεία στις δύο ταινίες είναι επίσης ο πόλεμος χαρακωμάτων, η μιζέρια και βία, καθώς και οι συχνές σκηνές με πρωταγωνιστή έναν άπειρο νεοσύλλεκτο που τρέχει πάνω σε ένα πεδίο μάχης διάσπαρτο με πτώματα.
Ωστόσο, η κινηματογράφηση «αισθητικοποιεί τρόπον τινά τη ζοφερή, αιματηρή φρίκη της μάχης», γράφει ο αμερικανός δημοσιογράφος, διερωτώμενος εάν μπορεί όντως να γυριστεί μια αμιγώς αντιπολεμική ταινία, όταν τόσο πολλές σχετικές με τον πόλεμο ταινίες είναι «εκπληκτικές».
Ομως μεταξύ των δύο ταινιών υπάρχουν και αρκετές διαφορές. Κατ’ αρχάς, «το “All Quiet” δεν είναι τόσο συναρπαστικά, συνταρακτικά κινηματογραφικό. Είναι όμορφα γυρισμένο, αλλά υπάρχουν μακροσκελείς σεκάνς στις οποίες δεν συμβαίνουν πολλά. Αυτό ενδεχομένως να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι αργό», σύμφωνα, πάντα, με τον Μάικλ Ο’Σάλιβαν.
Φυσικά στο «All Quiet» ο πόλεμος παρουσιάζεται από τη σκοπιά ενός στρατιώτη όχι της Αντάντ, όπως συμβαίνει στο «1917», αλλά της Γερμανίας. Ο Φέλιξ Κάμερερ υποδύεται τον 17χρονο Πάουλ Μπάουμερ ο οποίος ψεύδεται για την ηλικία του, ώστε να μπορέσει να καταταγεί στον στρατό και να μεταβεί στην πρώτη γραμμή, όπου, ωστόσο, αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή τη φρίκη του πολέμου και ότι κάθε άλλο παρά ήρωας θα καταστεί, όπως θεωρούσε αρχικά.
Οπως και στο βιβλίο του Ρεμάρκ, ο Πάουλ και οι φίλοι του από το σχολείο πηγαινοέρχονται, αγκομαχώντας, πέρα-δώθε, σε μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα γαλλικού εδάφους, υπό την καθοδήγηση ενός παλιού και μεγαλύτερου σε ηλικία στρατιώτη, με το ψευδώνυμο «Κατ».
Το βιβλίο του Ρεμάρκ αφηγείται τη δική τους ιστορία, αλλά ο γερμανός σκηνοθέτης Εντβαρντ Μπέργκερ, βασιζόμενος σε ένα σενάριο στη συγγραφή του οποίου συμμετείχε και ο ίδιος, επέλεξε να διευρύνει το αφήγημα. «Αυτό σημαίνει ότι η εκδοχή της ιστορίας του Ρεμάρκ εναλλάσσεται περιοδικά με ζοφερές σκηνές στο Δυτικό Μέτωπο και πιο ήπιες συζητήσεις που περιστρέφονται γύρω από μια πολύ διαφορετική μορφή σύγκρουσης», συνοψίζει ο κριτικός της Washington Post.
Σκληροπυρηνικοί αξιωματικοί, για παράδειγμα, ανταλλάσσουν απόψεις όσον αφορά το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης μιας ανακωχής με πραγματιστές πολιτικούς, περιλαμβανομένου και του πραγματικού προσώπου Ματίας Ερτσμπέργκερ, ο οποίος στην ταινία παρουσιάζεται ως ένας ειρηνοποιός που ενεργεί στη μνήμη του νεκρού γιου του.
«Η αντίθεση είναι έντονη: Οι στρατιώτες ρουφούν βρώμικο, χρώματος καφέ νερό από έναν κουβά στην πρώτη γραμμή, ενώ διπλωμάτες και στρατηγοί πίνουν εσπρέσο από φλιτζάνια πίσω στην πατρίδα. Μεταδίδεται ένα μήνυμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι που δεν διατυπώνεται καλύτερα αλλού», γράφει ο Μάικλ Ο ’Σάλιβαν.
Και αναφέρεται ενδεικτικά σε μια πολύ πιο συγκλονιστική, κατά τη γνώμη του πάντα, σκηνή, στην οποία ο «Πάουλ Μπάουμερ» συναντά και σκοτώνει έναν γάλλο στρατιώτη στο βάθος ενός κρατήρα που δημιουργήθηκε από έκρηξη βόμβας. «Αυτό το φρικτό, παρατεταμένο επεισόδιο […] είναι η υπενθύμιση που χρειάζεται ο καθένας σχετικά με το ότι ο πόλεμος είναι μια άσχημη, βάναυση επιχείρηση όπου κανείς, ούτε ο νικητής, πραγματικά κερδίζει», γράφει.
Πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Ρεμάρκ μεταφέρθηκε σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του, το 1930, σε σκηνοθεσία του Λιούις Μάιλστοουν, με το έργο να κερδίζει, τελικά, τα Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Ηταν όμως τότε μια αμερικανική ταινία, όχι γερμανική. Το 1979 μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη από τον Ντέλμπερτ Μαν.
Η πρεμιέρα του γερμανικού «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» πραγματοποιήθηκε την 12η Σεπτεμβρίου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, από την προηγούμενη εβδομάδα η ταινία προβάλλεται σε επιλεγμένους κινηματογράφους, ενώ από την 28η Οκτωβρίου θα είναι διαθέσιμη και στο Netflix.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News