«Για την Ουκρανία, για τους Δυτικούς και για τη δημοκρατία, η νίκη πλησιάζει. Ανεξάρτητα από το τι κάνει ή δεν κάνει, ο Πούτιν δεν θα μπορέσει, πλέον, να κερδίσει τον πόλεμο επειδή τα στρατεύματά του είναι αποθαρρυμένα και υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα, οι πόροι του μειώνονται, η “μερική επιστράτευση” έχει προκαλέσει πολιτική κρίση, οι σύμμαχοί του έχουν καταστεί επιφυλακτικοί, η Κεντρική Ασία απομακρύνεται από το τέλμα στο οποίο έχει παρασύρει τη Ρωσία και ο κύκλος των πιστών του διαλύεται», υποστηρίζει ο Μπερνάρ Γκετά σε άρθρο του στην ιταλική La Repubblica. «Στη Μόσχα έχει αρχίσει το τέλος της βασιλείας (του Πούτιν)», συμπληρώνει ο γνωστός γάλλος δημοσιογράφος και ευρωβουλευτής.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ουκρανία είναι και πάλι διάχυτος ο φόβος, καθώς πάνω από τη χώρα πλανάται όχι μόνον η πυρηνική αλλά και η απειλή μαζικών και αδιάκριτων επιθέσεων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο Γκετά επιχειρηματολογεί με υπέρμετρη (ή έστω πρόωρη) αισιοδοξία. Ειδικά συνυπολογίζοντας πως όσο στριμώχνεται τόσο πιο επικίνδυνος καθίσταται ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Ωστόσο είναι αλήθεια πως οι Ουκρανοί και, μαζί τους, και οι σύμμαχοί τους, εξακολουθούν να πιστεύουν ακλόνητα στη νίκη.
Αλλά για να μπορέσει η Ουκρανία να γυρίσει σελίδα το ταχύτερο δυνατό και για να σιγήσουν οριστικά τα κανόνια του πολέμου «είναι απαραίτητο να επιταχυνθεί η ήττα αυτού του δικτάτορα με την πλάτη στον τοίχο και να προταθεί στη Ρωσία ένα μέλλον ειρήνης και συνεργασίας», γράφει ο Γκετά.
Θεωρώντας ότι αργά ή γρήγορα ο Πούτιν θα ηττηθεί, εστιάζει την προσοχή του στην περίοδο που θα ακολουθήσει, υπογραμμίζοντας πως η Ουκρανία και οι δυτικοί σύμμαχοί της θα κληθούν καταρχάς να λάβουν μια πολύ κρίσιμη απόφαση: είτε να επαναλάβουν το λάθος της Συνθήκης των Βερσαλλιών είτε να θυμηθούν την επιτυχία της πολιτικής της χείρας φιλίας που δόθηκε στη Γερμανία το 1947.
«Μπορεί να θελήσουν να τιμωρήσουν τη Ρωσία, όπως τιμώρησαν τη Γερμανία το 1918, ή να την ενσωματώσουν στο κοινό μέτωπο των δημοκρατιών, όπως συνέβη με τη Βόννη. Στην πρώτη περίπτωση, οι δημοκρατίες έσπειραν τους σπόρους της δυσαρέσκειας και συνέβαλαν στην άνοδο του ναζισμού και, στη συνέχεια, στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην άλλη περίπτωση επέτρεψαν την ανάδυση μιας δημοκρατίας τόσο στέρεης και ευημερούσας που η παράταξη της ελευθερίας ενισχύθηκε και οι Ανατολικογερμανοί κατέληξαν να γκρεμίσουν το Τείχος», θυμίζει.
Πρώτον, ότι θα χρειαστεί να καταβάλουν πολεμικές αποζημιώσεις στην Ουκρανία για τα θύματα και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι δυνάμεις τους.
Δεύτερον, ότι η Ευρώπη και η Δύση εξακολουθεί να τους θεωρεί Ευρωπαίους, όχι μόνο λόγω της γεωγραφίας αλλά κυρίως εξαιτίας του πολιτισμού, της λογοτεχνίας και της ιστορίας, λόγω της προαιώνιας συμμετοχής της Ρωσίας στην κοινότητα των ευρωπαϊκών εθνών.
Τρίτον, πως καμία από τις χώρες της Δύσης δεν θα καταλάβει ή θα αποπειραθεί ποτέ να προσαρτήσει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό ρωσικής επικράτειας αλλά και ότι η Ατλαντική Συμμαχία επεκτάθηκε προς τα ανατολικά επειδή τα πρώην υποτελή κράτη της σοβιετικής αυτοκρατορίας ήθελαν να προστατευτούν από μια Ρωσία που δεν έκανε ποτέ τίποτα για να τα καθησυχάσει.
Τέταρτον, ότι η Ρωσία συγγενεύει εκλεκτικά με την Ευρώπη όχι με την Κίνα, πως μια Μόσχα υποτελής στο Πεκίνο θα είναι επιζήμια τόσο για το ρωσικό λαό όσο και για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πέμπτον, ότι όσο περισσότερο διαρκεί η σύρραξη στην Ουκρανία τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος κατακερματισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας, εξέλιξη η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα ωφελούσε τους Ευρωπαίους περισσότερο από τους Ρώσους. «Η δημιουργία μαφιόζικων ή θεοκρατικών μικροκρατών στον Καύκασο και η ίδρυση ενός κινεζικού προτεκτοράτου στη Σιβηρία θα ήταν επιζήμια για την Ευρώπη», εξηγεί ο Γκετά.
Εκτον, ότι οι οικονομίες της Ευρώπης και της Ρωσίας, οι πόροι και οι δυνατότητές των δύο πλευρών, αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και πως για μια νέα σχέση συνεργασίας, αφετηρία πρέπει να αποτελέσουν η πλήρης αναγνώριση των διεθνών συνόρων, ο σεβασμός στην κυριαρχία των εθνών, οι εγγυήσεις ασφαλείας που οφείλονται τόσο στη διευρυμένη Ευρώπη όσο και στη Ρωσία και η αναγνώριση του δικαιώματος της κάθε χώρας να συμμαχεί πολιτικά και στρατιωτικά με όποιον επιθυμεί.
Εβδομον, ότι η Ευρώπη και η Δύση γνωρίζουν πως ο ρωσικός λαός είναι φιμωμένος και υπό διαρκή καταστολή, όπως γνωρίζουν επίσης ότι ρέπει φυσικά στην ειρήνη και στην ελευθερία.
«Για την ήπειρό μας αυτά τα σημεία είναι επτά πυλώνες σοφίας», γράφει ο Γκετά. Αλλά προειδοποιεί πως δεν πρέπει να τρέφονται αυταπάτες, γιατί «όσο σχετικά εύκολο θα είναι να μεταδοθούν τα πρώτα έξι μηνύματα, τόσο δεν θα είναι να μεταδοθεί το έβδομο». Δεν θα είναι εύκολο να μεταδοθεί και να γίνει πιστευτό και αποδεκτό όχι στη Ρωσία αλλά στην Πολωνία και στα κράτη της Βαλτικής και στην Ουκρανία, «επειδή εκεί είναι ακόμα ζωντανές οι αναμνήσεις από τη ρωσική αυτοκρατορία και τη Σοβιετική Ενωση, γιατί οι φρικαλεότητες στις οποίες επιδίδεται σήμερα ο ρωσικός στρατός, τις επαναφέρουν με βάναυσο τρόπο».
Ο Γκετά εξηγεί πως υφίσταται σήμερα στην Ευρώπη ένας ισχυρός πειρασμός να ανεγερθεί ένα νέο τείχος κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος έκανε τα πάντα, «για να ξεχαστεί ότι το 1990 κανείς στη Ρωσία δεν ήθελε να αντιταχθεί στη δύναμη της διάλυσης της αυτοκρατορίας και ότι ήταν ένας Ρώσος, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αυτός που άφησε τον άνεμο της ελευθερίας να φυσήξει στη Σοβιετική Ενωση».
Αναφερόμενος στις νέες γενιές της Ρωσίας, σε όσους και όσες γεννήθηκαν, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, γράφει πως διαφέρουν ελάχιστα από τους ευρωπαίους συνομηλίκους τους. «Η νεολαία αυτής της χώρας δεν είναι πρόθυμη να πολεμήσει ούτε της αρέσει η δικτατορία. Μαζί της θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε διαρκή ειρήνη στην Ευρώπη. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει να σκεφτούμε τη μεταπολεμική περίοδο χωρίς να περιμένουμε ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω», επισημαίνει ο Μπερνάρ Γκετά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News