Το πρόβλημα έγινε γνωστό τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είναι καινούργιο. Οι εκπαιδευτικοί –μόνιμοι και αναπληρωτές– που τοποθετούνται σε νησιωτικές περιοχές και ιδιαίτερα στις Κυκλάδες, όπου το μοντέλο του «τουρισμού πολυτελείας» έχει κυριαρχήσει, αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα στην εξεύρεση στέγης. Ρεπορτάζ και σχετικά άρθρα βλέπουν το φως τη δημοσιότητας τέτοια εποχή κάθε χρόνο και ύστερα από λίγο το πρόβλημα ξεχνιέται. Ιδιαίτερα από όσους θα έπρεπε να ασχοληθούν συστηματικά μαζί του.
Η εικονογράφηση του προβλήματος είναι γνωστή. Σε αναμονή εύρεσης καταλύματος, εκπαιδευτικοί στη Σαντορίνη, τη Μύκονο και αλλού, κοιμούνται στα αυτοκίνητά τους, σε κάμπινγκ μέχρι και σε υπνόσακους στην παραλία για μέρες, ακόμα και μετά την έναρξη των μαθημάτων. Κάποιοι από αυτούς θα επιστρέψουν στα ίδια μέρη στην αρχή της επόμενης τουριστικής σεζόν, όταν αναγκαστούν εσπευσμένα πριν από το τέλος του διδακτικού έτους να «αδειάσουν» τα σπίτια που ενοικίασαν με χίλιους κόπους και θυσίες. Δασκάλες και καθηγήτριες, τραβολογώντας τα μικρά τους παιδιά από το χέρι κι έχοντας αφήσει τα μεγαλύτερα πίσω στη γιαγιά και τον πατέρα τους, πληρώνουν για βδομάδες τα μελλοντικά τους σπίτια ως τουριστικά καταλύματα, καταξοδεύοντας τις οικογένειές τους. Ολοι τους είναι απελπισμένοι. Πρέπει να διαθέσουν περισσότερα από 1.000 ευρώ (εγγύηση + ένας μήνας) για να βρουν οποιοδήποτε σπίτι, χωρίς επιλογή και ανεξάρτητα από το αν βολεύει σε σχέση με τον τόπο εργασίας τους.
Αλλοι, οι πλέον άτυχοι που γνωρίζουν ότι θα τοποθετηθούν υποχρεωτικά σε περισσότερα από ένα σχολεία, αναζητούν στον χάρτη τη «χρυσή τομή» των μεταξύ τους αποστάσεων, ώστε να διαχειριστούν το άλλο μεγάλο άγχος τους κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους: το γέμισμα του ρεζερβουάρ. Γιατί η ελληνική πολιτεία φρόντισε να διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο τη σχετική νομοθεσία ώστε να μην αποζημιώνει για «μικρές» διαδρομές που διανύουν οι εκπαιδευτικοί με τα δικά τους αυτοκίνητα μεταξύ των σχολείων τοποθέτησής τους, ενώ την ίδια στιγμή απαιτεί να διαθέτουν τα αυτοκίνητά τους, ώστε να καταστεί εφικτή η λειτουργία των σχολείων στην ελληνική επαρχία.
Δεν είναι τυχαίο ότι φέτος παρατηρείται κύμα παραιτήσεων εκπαιδευτικών που τοποθετήθηκαν στις παραπάνω περιοχές. Παρά την ανάγκη για εργασία που υπάρχει στον κλάδο
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι φέτος παρατηρείται κύμα παραιτήσεων εκπαιδευτικών που τοποθετήθηκαν στις παραπάνω περιοχές. Παρά την ανάγκη για εργασία που υπάρχει στον κλάδο. Και οι παραιτήσεις σημειώνονται πριν από το μεγάλο σοκ που θα αισθανθούν όσοι παραμείνουν στα νησιά και επισκεφτούν το τοπικό σουπερμάρκετ. Οπου οι τιμές είναι σταθερά 15%-20% πάνω από αυτές των αστικών περιοχών, κάτι που δεν δικαιολογείται από το αυξημένο μεταφορικό κόστος. Αν, μάλιστα, κάνουν το λάθος να πιουν σαν άνθρωποι ένα καφέ στη Χώρα του νησιού, θα πάρουν ξεκάθαρα το μήνυμα: οι τιμές και στο πιο απομονωμένο νησί είναι τιμές Θησείου όλον το χρόνο. Το κόστος μετάβασης στο νησί το γνωρίζουν ήδη. Αλλά με την κατάσταση που επικρατεί, δεν ξέρουν αν είναι το ίδιο και τα Χριστούγεννα. Αν τους περισσεύουν, βέβαια, χρήματα για να επισκεφτούν τον τόπο καταγωγής τους για λίγο. Γιατί για τους επιχειρηματίες κάθε είδους που ασχολούνται με τον τουρισμό, μια «μικρή» αύξηση 10%, ας πούμε, κάθε καλοκαίρι είναι «λογική». Αλλά για έναν υπάλληλο, απόφοιτο πανεπιστημίου που ο αρχικός μισθός του για δύο χρόνια είναι ελάχιστα ψηλότερος από τον βασικό, γύρω στα 750-780 €, είναι δυσθεώρητη.
«Προσπαθώ να επιζήσω. Τίποτε άλλο…»
Την κατάσταση που ζουν οι νέοι εκπαιδευτικοί στις Κυκλάδες περιέγραψε με μια πρόταση κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής μας επικοινωνίας εκπαιδευτικός Πληροφορικής. Κατόρθωσε να διοριστεί πέρυσι ως μόνιμος στο νησί όπου διαμένουμε με τη σύζυγό μου, ως συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί πλέον, οπότε και γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει μόνιμος κάτοικος σε τουριστική περιοχή πολυτελείας. Ας σημειώσω ότι ο συνάδελφος, πριν διοριστεί, εργάστηκε 17 χρόνια ως ωρομίσθιος και αναπληρωτής ανά τη χώρα και κάτι τέτοιο αποτελεί τον κανόνα για αυτή τη γενιά εκπαιδευτικών. Εκλεισε, λοιπόν, την περιγραφή όσων έζησε, αλλά και εξακολουθεί να ζει ως μόνιμος εκπαιδευτικός, λέγοντάς μου το εξής: «Ολα αυτά τα χρόνια προσπαθώ με χίλιους δυο τρόπους να επιζήσω. Τίποτε άλλο».
Ντράπηκα. Πώς επιτρέψαμε να καταντήσει έτσι η χώρα; Και συντόμευσα την κουβέντα μας, κλείνοντας με κάποια λόγια παρηγοριάς, περιγράφοντας όσα έζησα κι εγώ, όταν σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, τον Ιανουάριο του 1984, μια ψαρόβαρκα με άφησε στο λιμανάκι της Θηρασιάς για να αναλάβω το μονοθέσιο των 17 μαθητών που παρέμενε κλειστό κάτι μήνες λόγω έλλειψης δασκάλου. Αδυναμία εξεύρεσης στέγης και τότε. Αναγκαστικά κοιμόμουν μέχρι τέλος του σχολικού έτους σε ένα ράντζο στο γραφείο του σχολείου με υπνόσακο. Μοιραζόμουν την τούρκικη τουαλέτα στο τέλος της αυλής με τους μαθητές μου, έκανα μπάνιο σε σκάφη στην αυλή του σχολείου (ευτυχώς περίκλειστη), το νησί δεν είχε σταθερή συγκοινωνία με τη Σαντορίνη, εκτός από μια λάντζα κι αυτή αραιά και πού, και καμιά σύνδεση με τον Πειραιά. Ευτυχώς είχε ηλεκτροδοτηθεί πρόσφατα και είχα τηλεόραση μαζί μου, αλλά ακόμα δεν διέθετε τηλέφωνο.
«Γραφικότητες» μιας άλλης, βάρβαρης εποχής, θα μου πείτε. Μήπως, όμως, η σημερινή κατάσταση που εξευτελίζει συστηματικά τους συναδέλφους μου για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι περισσότερο βάρβαρη;
Υπάρχει ελπίδα;
Τουλάχιστον, εγώ τότε είχα ελπίδα. Ο μισθός μου πήρε μια θεαματική αύξηση τον ίδιο χρόνο και ήξερα ότι σε ένα δυο χρόνια θα γυρίσω στο σπίτι μου. Εχει ελπίδα για ένα καλύτερο επαγγελματικό αύριο ο συνάδελφός μου, σήμερα; Αμφιβάλλω. Γιατί εκτός των άλλων, στη χώρα μας παρατηρείται και ένα «κοινωνιολογικό παράδοξο» ως προς την εκπαιδευτική εργασία: «Παράγουμε» εκπαιδευτικούς με καταγωγή από τη Λαμία και πάνω, ενώ οι ανάγκες μας για εκπαιδευτικό προσωπικό είναι από τη Λαμία και κάτω και ιδιαίτερα στη νησιωτική χώρα. Αρα, η «προσωρινότητα» του διορισμού πλέον σε νησιά δεν υφίσταται. Οι αναπληρωτές θα φύγουν για να ξανάρθουν του χρόνου, ενώ οι μόνιμοι θα είναι εδώ για πολλά χρόνια. Με τη διαφορά ότι και οι δύο, λόγω των συνθηκών στέγασης στις τουριστικές περιοχές πολυτελείας, κάθε τέλος Ιουνίου θα φορτώνουν τα πράγματά τους στο αυτοκίνητό τους, για να τα «ξεφορτώσουν» στο ίδιο νησί τον Σεπτέμβριο, αναζητώντας πολλές φορές εξαρχής στέγη. Μια ιδιόμορφη κοινωνική ομάδα «νομάδων» δημοσίων υπαλλήλων γεννήθηκε και ζει «κάτω από τη μύτη» μας.
Την ίδια στιγμή που ντρεπόμουν για μένα, ο ενθουσιασμός του συναδέλφου μου για διδασκαλία με έκανε υπερήφανο για όσους νέους εξακολουθούν να επιλέγουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, έστω και με αυτές τις συνθήκες. Ως πότε όμως;
Το απαγορευμένο ελληνικό καλοκαίρι
Στα τέλη Αυγούστου, το άρθρο του Στάθη Καλύβα «Μια Ελλάδα δίχως καλοκαίρι;» περιέγραψε με ακρίβεια το πρόβλημα που σχετίζεται με τη μετατροπή του καλοκαιριού μας σε τουριστικό προϊόν πολυτελείας, ιδιαίτερα στις νησιωτικές περιοχές: «Δεν κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές μόνο ένα τεράστιο χρέος, αλλά και μια Ελλάδα δίχως καλοκαίρι». Γιατί αυτό έχει καταστεί πλέον απαγορευμένο οικονομικά για τον μέσο Ελληνα.
Οι περιοχές όμως αυτές είναι ήδη «απαγορευμένες» και για τους δημοσίους υπαλλήλους. Γιατί, αν οι συνάδελφοί μου «κουτσοβολεύονται» λόγω δεκάμηνης υποχρεωτικής παραμονής στον τόπο εργασίας, οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι που τοποθετούνται εδώ δεν έχουν το «προνόμιο» της μετατροπής τους σε «νομάδες». Πρέπει να εξασφαλίσουν στέγη, δηλαδή τη βασική προϋπόθεση του ανθρώπου για στοιχειώδη αξιοπρέπεια, δώδεκα μήνες τον χρόνο, ακόμα και στο peak του «ελληνικού καλοκαιριού», που –όπως ορθά παρατήρησε ο Αρίστος Δοξιάδης το 2013– «ανήκει δικαιωματικά» σε όλους τους Ελληνες, ως μέρος της ταυτότητάς μας.
Ο Καλύβας έκλεινε το άρθρο του με την παρατήρηση ότι «η ρομαντική και ενίοτε υστερική επίκληση ενός παρελθόντος που έχει παρέλθει οριστικά» δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στην αντιμετώπιση του προβλήματος, τονίζοντας ότι «η διαχείριση της νέας αυτής συνθήκης απαιτεί στοχευμένες και έξυπνες δημόσιες πολιτικές, κάτι καθόλου εύκολο αλλά σίγουρα όχι αδύνατο».
Αναγκαίες παρεμβάσεις
Αυτές τις δημόσιες πολιτικές αναμένουν και όλοι οι εργαζόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι στα πολυτελή τουριστικά θέρετρα. Σε τι θα συνίστανται δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος: επιδότηση στέγης –μέχρι την κατασκευή της κατ’ αναλογία της εργατικής – ειδικά επιδόματα διαμονής σε τουριστικές περιοχές, επιδότηση εισιτηρίων σε αναλογία με το μεταφορικό ισοδύναμο των μονίμων κατοίκων, ειδικό φορολογικό καθεστώς και, επιτέλους, στοιχειώδης έλεγχος της αγοράς για άτυπες και παράνομες συνεννοήσεις προσδιορισμού των τιμών, που καταστρέφουν κάθε έννοια ελεύθερου ανταγωνισμού. Τις πολιτικές αυτές οφείλει να συντονίσει, να χρηματοδοτήσει και να εποπτεύσει η ελληνική Πολιτεία και να υλοποιήσουν οι ΟΤΑ σε συνεργασία με τα εμπλεκόμενα υπουργεία.
Οι πόροι πρέπει να αναζητηθούν στα υπερέσοδα που σωρεύουν στο ΑΕΠ οι τουριστικές περιοχές πολυτελείας. Γιατί η έννοια της «νησιωτικότητας» οφείλει πλέον να συμπληρωθεί με αυτή της «τουριστικότητας», ως πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο φαινόμενο, και να αναπτυχθούν ανάλογες πολιτικές και για τις δύο. Διαφορετικά, στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, η ήδη «ασθενής» παρουσία της ελληνικής Πολιτείας στη τουριστική «Αγρια Δύση», θα γίνει ασθενέστερη.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News