«Μπράβο Γιαννάκη μου», λέει η μητέρα μου κάθε φορά που ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ρίχνει ελεύθερες βολές και ευστοχεί. Και κάθε φορά που επιταχύνει και ξεπερνά τους αντιπάλους του φοβάται και ανησυχεί. Οχι μη χάσει το καλάθι, αλλά μην τυχόν και χτυπήσει, «έτσι όπως τρέχει». Και ο πατέρας μου σιγοντάρει: «Ακουσες τι είπαν οι Ιταλοί για τον Γιάννη; “Εξωπραγματικός”». Και με πληροφορεί ότι κάθε βράδυ τον περιμένουν έξω από το γήπεδο για να τον χειροκροτήσουν.
Τις έχω ξανακούσει αυτές τις αντιδράσεις, από ανθρώπους που δεν είναι ειδικοί στο μπάσκετ, ούτε σε κανένα σπορ. Και θυμάμαι ως παιδί την ταύτιση και την αγάπη για τον έναν που μας σηκώνει ψηλότερα, που κερδίζει το σεβασμό και τον έπαινο από χώρες πιο ισχυρές από εμάς, που μας παίρνει μαζί του. Και δεν έχει καμία σχέση ούτε με την πολιτική, ούτε με τα κόμματα.
Το 1987 ήταν ο Γκάλης, σήμερα είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Και ας είναι ακόμα στον δρόμο για κάτι σημαντικό με την Εθνική ομάδα του μπάσκετ, κι ας υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, παρότι ξεκινήσαμε καλά, να αποκλειστούμε ξανά πριν μπούμε στους «οκτώ» ή στους «τέσσερις» του Ευρωμπάσκετ.
Κι όμως. Αν βγάλεις απέξω τα φασιστοειδή και τους ψεκασμένους, ο Γιάννης είναι αυτές τις ημέρες μακράν ο δημοφιλέστερος Ελληνας. Και η ταύτιση όσων τον αγαπούν και ακουμπούν τις ελπίδες τους πάνω του είναι ένα φαινόμενο από μόνο του. Κι ας μην έχουν έρθει οι σημαντικές επιτυχίες, κι ας καραδοκούν για να τον χτυπήσουν και να τον «ταπεινώσουν» στα social media λίγοι ρατσιστές και Ελληνάρες στο πρώτο στραβοπάτημα.
Αυτοί που δεν ανέχονται ότι ένα παιδί με καταγωγή από τη Νιγηρία, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994 και πουλούσε γυαλιά ηλίου για να επιβιώσει, ανοίγει τα φτερά του και μεγαλουργεί. Οτι κερδίζει το σεβασμό και την αναγνώριση γι’ αυτό που κάνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν το αντέχουν να αισθάνονται ότι είναι πάνω από αυτούς. Και περιμένουν να στραβοπατήσει για να (νομίζουν) ότι θα τον φέρουν στα μέτρα τους.
Πριν από ένα χρόνο ο Νίκος Γκάλης και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο συναντήθηκαν. Ο Γιάννης ανάρτησε την ιστορική φωτογραφία και δήλωσε για τη συνάντηση: «Οταν τον κοιτούσα στα μάτια, έβλεπα τον γκάνγκστερ. Δεν τον έχω ζήσει, αλλά ήξερα ποιος είναι ο κ. Νίκος. Με κοίταζε στα μάτια και έβλεπα την φλόγα». Φέτος τον Μάιο, ο Γκάλης είπε ότι ο Γιάννης του έκανε πολλές ερωτήσεις για το μπάσκετ και ότι δεν είχε καθόλου τουπέ παρότι σούπερ σταρ. «Βλέπω στα μάτια του ένα παιδί που παρόλο ότι έχει φτάσει ψηλά, θέλει να φτάσει ακόμα ψηλότερα» σημείωσε.
Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ένας θεός του μπάσκετ, όπως ο Νίκος Γκάλης, ούτε ψυχολόγος ή φυσιογνωμιστής για να δει αυτό που βλέπουν οι ειδικοί του αθλήματος μέσα στο παρκέ. Ο Αντετοκούνμπο, παρά τα σκληρά μαρκαρίσματα των αντιπάλων του, μοιάζει σε αυτό το Ευρωμπάσκετ απόλυτα συγκεντρωμένος και αποφασισμένος να διεκδικήσει, μαζί με τους σπουδαίους συμπαίκτες του, το καλύτερο που μπορούν.
Και όταν ξέρεις ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, που ως παιδί έπρεπε να πουλήσει γυαλιά και CD για να επιβιώσει, υπό το φόβο της αστυνομίας και όντας «αόρατο» για τους ίδιους Ελληνάρες που τώρα νιώθουν άβολα με την επιτυχία του, καταλαβαίνεις πόση δύναμη μπορεί να έχει η απόφασή του να πετύχει αυτό που θέλει. Ιδίως όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News