Στο τρίτο έργο της σειράς του «Ροζ Πάνθηρα» (και τέταρτο με τον επιθεωρητή Κλουζό) «Pink Panther strikes again», όπου ο επιθεωρητής Ντρέιφους απειλεί να καταστρέψει τον κόσμο, εμφανίζεται ο πρόεδρος των ΗΠΑ να ενδιαφέρεται περισσότερο για το αποτέλεσμα ενός αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου παρά για την τρομακτική απειλή και δίπλα του ο υπουργός Εξωτερικών ο Κίσινγκερ (είμαστε στη δεκαετία του ’70) που προτρέπει να την προσέξουν.
Ομως, την ίδια δεκαετία, υπήρξε ένα τουρνουά με το οποίο ασχολήθηκαν εμφατικά και οι δύο (τότε) υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, σε εποχή Ψυχρού Πολέμου, με πραγματική παρέμβαση του Κίσινγκερ προς τον (απρόβλεπτο) αμερικανό παίκτη να συνεχίσει να αγωνίζεται. Και αυτές τις ημέρες συμπληρώθηκαν ακριβώς 50 χρόνια από τον «σκακιστικό αγώνα της 100ετίας» μεταξύ του Αμερικανού Μπομπ Φίσερ και του Σοβιετικού Μπόρις Σπάσκι που έγινε στο Ρέικιαβικ, από τις 11 Ιουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου του 1972.
Ονομάστηκε «αγώνας της εκατονταετίας» γιατί ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν συγκέντρωσε τόση δημοσιότητα ο τελικός του παγκόσμιου πρωταθλήματος στο σκάκι όση εκείνος του 1972, με πάνω από 300 ανταποκριτές εφημερίδων από όλον τον κόσμο και πάνω από 2.500 θεατές στην πρωτεύουσα της Ισλανδίας. Ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα της αναμέτρησης δεν αφορούσε μόνο τους δύο πρωταγωνιστές, αλλά πέρασε στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής.
Οπως έγραψε ο συγγραφέας Αρθουρ Κέσλερ, που βρέθηκε στο Ρέικιαβικ για να περιγράψει τον αγώνα για λογαριασμό των βρετανικών Sunday Times, κάποιος που δεν ξέρει σκάκι, αν δει ένα στιγμιότυπο από ένα σκακιστικό αγώνα, θα δει τη σκακιέρα με τα διάφορα κομμάτια επάνω της σαν μία ακίνητη σύνθεση. Ενας καλός σκακιστής, όμως, θα δει «ένα μαγνητικό πεδίο δυνάμεων, γεμάτο ενέργεια» (βλ. Η εξωτερική πολιτική, το σκάκι και ο Δημοσθένης). Σε αυτόν τον αγώνα, όμως, το πεδίο δυνάμεων μεταφέρθηκε ταυτόχρονα και έξω από τη σκακιέρα, με τους πρωταγωνιστές του να γίνονται ταυτόχρονα παίκτες και στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, και αυτό λόγω του Ψυχρού Πολέμου.
Ο λόγος για αυτό ήταν η απόλυτη κυριαρχία της Σοβιετικής Ενωσης στο σκάκι από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εδώ θα έβρισκε πλήρη εφαρμογή το γνωστό ρητό του ποδοσφαιριστή και τηλεσχολιαστή Γκάρι Λίνεκερ, σε παραλλαγή για το σκάκι, «το σκάκι είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με δύο παίκτες και στο τέλος νικάει ο Σοβιετικός». Αυτή την κυριαρχία τη χρησιμοποιούσε η σοβιετική προπαγάνδα ως απόδειξη της υπεροχής του σοβιετικού λαού σε σχέση με τους δυτικούς.
Η είσοδος του Φίσερ στον σκακιστικό κόσμο
Ετσι, η εμφάνιση του Αμερικανού Μπόμπι Φίσερ, ήδη ως παιδιού-θαύμα, στη διεθνή σκακιστική σκηνή φάνηκε να κλονίζει τη σοβιετική υπεροχή και αυτό ξεσήκωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι η σκακιστική μεγαλοφυΐα του Φίσερ (που 14 ετών έγινε ο νεότερος σε ηλικία παίκτης που πήρε τον τίτλο του Μετρ, ενώ στα 15 πήρε το εθνικό πρωτάθλημα των ΗΠΑ) χαρακτηριζόταν και από διάφορες παλινωδίες, ανασφάλειες και περίεργη συμπεριφορά, που τον οδηγούσε ακόμα και σε πολύμηνη απομάκρυνσή του από τους αγώνες. Ομως, από το 1970 ξεκίνησε μια εντυπωσιακή πορεία με συνεχείς νίκες σε παγκόσμιο επίπεδο που τον έφερε το 1972 αντιμέτωπο με τον κάτοχο του τίτλου του παγκόσμιου πρωταθλητή, Μπόρις Σπάσκι, για τη διεκδίκηση του τίτλου.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε στο σοβιετικό στρατόπεδο ήταν πως όταν στους προκριματικούς αγώνες του 1971 ο Φίσερ νίκησε τον σοβιετικό σκακιστή (αλλά και πιανίστα) Μαρκ Ταϊμάνοβ με 6-0, η σοβιετική κυβέρνηση τον τιμώρησε με στέρηση μισθού και του απαγόρευσε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, θεωρώντας ότι τέτοια ήττα, και μάλιστα από έναν Αμερικανό, ήταν απίστευτη και δεν μπορούσε να εξηγηθεί χωρίς κάποια πολιτική διάσταση. Επικαλέστηκαν μάλιστα ως δικαιολογία ότι είχε φέρει μαζί του ένα βιβλίο του (αντιφρονούντος) Σολτζενίτσιν!. Οι κυρώσεις κράτησαν για δύο χρόνια και φαίνεται ότι στην άρση τους έπαιξε ρόλο ότι ο Φίσερ κατατρόπωσε και τους άλλους Σοβιετικούς που αντιμετώπισε μέχρι να φτάσει στον τελικό.
Από την άλλη πλευρά, ο Μπόρις Σπάσκι έπαιζε επίσης από μικρή ηλικία πολύ καλό σκάκι και έφτασε να γίνει ο παγκόσμιος πρωταθλητής. Μάλιστα, σε έναν αγώνα πριν από το 1972, ο Σπάσκι είχε νικήσει τον Φίσερ (και από τότε είχαν αμοιβαία αλληλοεκτίμηση).
Ο αγώνας στο Ρέικιαβικ
Ο αγώνας για τον τίτλο στο Ρέικιαβικ ξεκίνησε με σοβαρά προβλήματα που δημιουργούσε η απρόβλεπτη συμπεριφορά του Φίσερ. Πράγματι, δεν βρέθηκε έγκαιρα στην τελετή έναρξης των αγώνων και παραλίγο να μην πάρει καν μέρος, όπου σημαντικό ρόλο στην τελική συμμετοχή του έπαιξε το τηλεφώνημα του Χένρι Κίσινγκερ (!) τότε συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου Νίξον. Ετσι ο Φίσερ ζήτησε συγγνώμη από τον Σπάσκι και τους διοργανωτές και δήλωσε έτοιμος να αγωνιστεί.
Ομως, με την έναρξη των αγώνων ο Φίσερ έκανε ένα σοβαρό λάθος και έχασε την πρώτη παρτίδα, και επειδή δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή του να φύγουν όλες οι κάμερες από την αίθουσα των αγώνων, δεν εμφανίστηκε στη δεύτερη παρτίδα. Ετσι ξεκίνησε χάνοντας με 2-0. Και ενώ ο Φίσερ ήταν έτοιμος και πάλι να φύγει, μεταπείστηκε από τους λίγους ανθρώπους που είχε μαζί του (σε αντίθεση με την πολυπληθή αποστολή των Σοβιετικών) και από νέο τηλεφώνημα του Κίσινγκερ.
Και μετά έγινε το (σκακιστικό) θαύμα. Στις 4 επόμενες παρτίδες ο Φίσερ ανέτρεψε το εις βάρος του σκορ και ύστερα από εντυπωσιακές νίκες (και πολλές ισοπαλίες) το σκορ έφτασε στο 11,5-8,5 υπέρ του (όποιος παίκτης περνούσε πρώτος τους 12 βαθμούς γινόταν αυτόματα ο νικητής του τουρνουά). Η τελευταία παρτίδα ήταν η 21η που άρχισε στις 31 Αυγούστου. Κατά τη διακοπή, ο Σπάσκι μελέτησε τη θέση και είδε πως ήταν χαμένη. Ετσι, το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου τηλεφώνησε στον δυτικογερμανό διαιτητή ότι εγκαταλείπει, με τον Φίσερ να σπάει τη σοβιετική κυριαρχία στο σκάκι, που η Σοβιετική Ενωση είχε αναγάγει σε εθνικό άθλημα.
Και μετά…
Είναι εντυπωσιακό πώς η εκπληκτική στρατηγική σκέψη του Φίσερ δεν είχε καμία επίπτωση στη ζωή του, μετά το Ρέικιαβικ, την οποία καθόρισαν αντίθετα οι μονομανίες και οι ανασφάλειές του, μέχρι και σε βαθμό παράνοιας. Ετσι, δεν ξανάπαιξε σε κανέναν επίσημο αγώνα και δεν υπερασπίσθηκε τον τίτλο του. Επαιξε μόνο άλλη μία φορά τη ρεβάνς με τον Σπάσκι στη Γιουγκοσλαβία, για ένα έπαθλο εκατομμυρίων που αθλοθέτησε ένας γιουγκοσλάβος τραπεζίτης, το οποίο και κέρδισε. Ομως η αμερικανική κυβέρνηση θεώρησε ότι έτσι έσπασε το εμπάργκο που είχε επιβάλει στη Γιουγκοσλαβία και έβγαλε ένταλμα σύλληψης. Η θριαμβευτική επιστροφή του στη Νέα Υόρκη το 1972 ήταν πλέον πολύ μακριά. Μάλιστα υποστήριξε την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Τελικά, έπειτα από εκκλήσεις διαφόρων φίλων (και του Σπάσκι), η κυβέρνηση της Ισλανδίας τού έδωσε την ισλανδική υπηκοότητα. Ετσι έζησε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Από την άλλη πλευρά, ο Σπάσκι επέστρεψε μετά την ήττα του στη Σοβιετική Ενωση, όπου κατηγορήθηκε ότι στους αγώνες τεμπέλιασε και δεν είχε συναίσθηση των υποχρεώσεών του (προς την πατρίδα του) και έχασε πολλά προνόμια. Το 1976 του επετράπη να μεταναστεύσει στη Γαλλία και τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει στη Μόσχα.
Γράφοντας για τους πρωταγωνιστές του Ρέικιαβικ, ο Αρθουρ Κέσλερ σχολίασε:
«Φτωχέ Μπόμπι… Δεν πίνει, δεν διαβάζει, δεν τον ενδιαφέρουν οι γυναίκες, ή η μουσική, ή η φύση. Ενας δημοσιογράφος τον ρώτησε κάποτε τι στ’ αλήθεια σήμαινε το σκάκι γι’ αυτόν και απάντησε “τα πάντα”. Μόνο ένας συγγραφέας θα μπορούσε να τον έχει επινοήσει: ο Φραντς Κάφκα. Από την άλλη πλευρά, ο Σπάσκι θα μπορούσε να είναι ο ήρωας οποιουδήποτε συγγραφέα που θα κέρδιζε το βραβείο Στάλιν. Φτωχέ Μπόμπι, φτωχέ Μπόρις. Αναρωτιέται κανείς ποιος από τους δύο είναι περισσότερο για λύπηση: ένας κρατικός μονομάχος ή ένας ανεξάρτητος σαμουράι…».
Και όμως, ο Σπάσκι δεν φέρθηκε μόνο σαν κρατικός μονομάχος, αλλά επέδειξε εντυπωσιακό αθλητικό πνεύμα. Στην κρίσιμη στιγμή μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης παρτίδας, δέχθηκε τις απαιτήσεις του Φίσερ για τις κάμερες, ενώ αν επέμενε, ήταν πολύ πιθανή η αποχώρησή του. Ομως ο Σπάσκι ήθελε να παίξει – ένας κρατικός μονομάχος που διατήρησε την προσωπικότητά του, παίρνοντας τον τίτλο του παίκτη τζέντλεμαν. Γι’ αυτό και μετά την εκπληκτική νίκη του Φίσερ στην 6η παρτίδα, τον χειροκρότησε μαζί με τους θεατές. Και ήταν τόσο δύσκολο αυτό στη θέση του…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News