Το ιστορικό φεστιβάλ κινηματογράφου, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1932 στη Βενετία ως «Διεθνής Εκθεση της Τέχνης του Κινηματογράφου» («Esposizione Internazionale d’Arte Cinematografica»), εντάχθηκε στη συνέχεια στην Μπιενάλε της Βενετίας, τη μεγαλύτερη έκθεση σύγχρονης τέχνης, και κάθε χρόνο, τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη, συγκεντρώνει στο νησάκι Λίντο τους ανθρώπους του σινεμά, μαζί με μπόλικη χολιγουντιανή λάμψη.
Η έναρξη του φετινού 79ου φεστιβάλ έγινε την Τετάρτη 31 Αυγούστου με την μαύρη κωμωδία «White Noise», η προβολή της οποίας σηματοδοτεί και μια πρωτιά: Είναι η πρώτη φορά, που μια παραγωγή του Netflix ανοίγει επίσημα το φεστιβάλ της Βενετίας, το οποίο είναι επίσης το πρώτο φεστιβάλ κινηματογράφου, που άνοιξε τον διαγωνισμό του σε υπηρεσίες streaming, πριν από επτά χρόνια.
Σκηνοθετημένο από τον Νόα Μπάουμπαχ, το «White Noise» είναι μια από τις πολλές συμμετοχές του Netflix, που διαγωνίζονται φέτος για τον Χρυσό Λέοντα, το κορυφαίο βραβείο της Βενετίας -και προάγγελο των Οσκαρ- καθώς ο γίγαντας του streaming επιδιώκει να «στιλβώσει» τα ποιοτικά του διαπιστευτήρια, όπως γράφει στον Guardian η ανταποκρίτρια της βρετανικής εφημερίδας Νάντια Κομάμι. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Στην ταινία, την πρώτη που δεν βασίζεται σε πρωτότυπη ιδέα του Μπάουμπαχ αλλά στον «Λευκό Θόρυβο», το ομώνυμο βραβευμένο μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλο, (κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία), ο Τζακ Γκλάντνεϊ (Ανταμ Ντράιβερ) ένας μεσήλικας καθηγητής «Χιτλερικών Σπουδών» σε αμερικανικό κολέγιο, η αποδιοργανωμένη σύζυγός του Μπαμπέτ (Γκρέτα Γκέργουικ) και τα τέσσερα -πρόωρα ανεπτυγμένα- παιδιά τους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ένα «Αερομεταφερόμενο Τοξικό Γεγονός» -μετά από τη διαρροή ενός τοξικού χημικού υγρού-, τις τετριμμένες συγκρούσεις της καθημερινότητας, και τα παγκόσμια μυστήρια της αγάπης και του θανάτου.
Ο Μπάουμπαχ επέστρεψε στην Βενετία, μετά την «Ιστορία Γάμου» (2019), στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Ανταμ Ντράιβερ και η Σκάρλετ Τζοχάνσον. Η ταινία ήταν, μεταξύ άλλων, υποψήφια για έξι Οσκαρ (η Λόρα Ντερν κέρδισε το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου), πέντε BAFTA και έξι Χρυσές Σφαίρες, ενώ το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και το National Board of Review, την συμπεριέλαβαν ανάμεσα στις 10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Μιλώντας στην συνέντευξη Τύπου της Τετάρτης, ο σκηνοθέτης είπε ότι διάβασε το μυθιστόρημα του ΝτεΛίλο τη δεκαετία του 1980 (κυκλοφόρησε το 1985) και στη συνέχεια ξανά το 2020, και διαπίστωσε ότι εξακολουθεί να είναι επίκαιρο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο κόσμος έκλεισε λόγω της πανδημίας.
«Μου φάνηκε οικείο όταν το ξαναδιάβαζα… Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο επίκαιρο φαινόταν. Aρχισα να δέχομαι όχι μόνο τη γλώσσα [του ΝτεΛίλο] αλλά να βρίσκω και τη δική μου φωνή μέσα στη δική του», είπε ο Μπάουμπαχ, ο οποίος πρόσθεσε ότι η ταινία αφορά το «πώς δημιουργούμε τελετουργικά και στρατηγικές για να αποτρέψουμε τον κίνδυνο και τον θάνατο». Η ιστορία, συμπλήρωσε, είναι μια ιστορία της αμερικανικής κουλτούρας: «Τη δεκαετία του 1980, ήμουν παιδί, ήταν μια πολύ διαμορφωτική περίοδος για μένα. Οι ταινίες που είδα τότε με ενημέρωσαν», είπε.
Ο Ανταμ Ντράιβερ παρατήρησε, ακόμη, ότι τόσο αυτός όσο και οι συνάδελφοί του υποδύθηκαν τους χαρακτήρες που γράφτηκαν για αυτούς στο σενάριο, ωστόσο ήταν εύκολο να κάνουν παραλληλισμούς με την εποχή μας: «Δεν μπορείς να αγνοήσεις τις στιγμές που φοράς μάσκα, είναι μια γλώσσα με την οποία [τώρα] νιώθουμε πιο άνετα», είπε ο αμερικανός ηθοποιός.
Την επόμενη εβδομάδα στη Βενετία θα κάνει πρεμιέρα και η πολυαναμενόμενη «Blonde» του Netflix, μια σκοτεινή αφήγηση της τραγικής ζωής της Μέριλιν Μονρόε, που θα μπορούσε να ωθήσει την κουβανή ηθοποιό Ανα Ντε Αρμας από ανερχόμενη στάρλετ στο επίπεδο των σταρ πρώτης κατηγορίας. Η πλατφόρμα ροής βρίσκεται επίσης πίσω από το «Bardo», την τελευταία ταινία του μεξικανού σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, ο οποίος είχε παρουσιάσει στη Βενετία και τις προηγούμενες ταινίες του «Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας» («Birdman», 2014) και «Η Επιστροφή» («The Revenant», 2015) πριν από τον θρίαμβό τους στα Οσκαρ (η πρώτη τιμήθηκε με τέσσερα και η δεύτερη τρία χρυσά αγαλματίδια).
Πράγματι, το Φεστιβάλ της Βενετίας είναι κατάλληλος προάγγελος των Οσκαρ, τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έχει ένα πολύ δυνατό ρεκόρ σκηνοθετών. Οκτώ από τα τελευταία 10 Οσκαρ Καλύτερου Σκηνοθέτη έχουν πάει σε ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στη Βενετία, συμπεριλαμβανομένης της Τζέιν Κάμπιον, της πιο πρόσφατης βραβευμένης για τη «Εξουσία του Σκύλου», μας θυμίζει στον Guardian η Νάντια Κομάμι.
Μεταξύ άλλων πολυαναμενόμενων συμμετοχών τις επόμενες μέρες είναι και το «Bones and All», με πρωταγωνιστή τον Τιμοτέ Σαλαμέ στον ρόλο ενός ερωτευμένου κανίβαλου σε ένα οδικό ταξίδι στην Αμερική. Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Λούκα Γκουαντανίνο, που είχε χαρίσει στον Σαλαμέ την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ με το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» (2017). Θόρυβος γίνεται, επίσης, για τη «Φάλαινα» του Ντάρεν Αρονόφσκι, -του σκηνοθέτη που χάρισε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου στη Νάταλι Πόρτμαν- με πρωταγωνιστή τον Μπρένταν Φρέιζερ, ο οποίο επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη μετά από απουσία δύο δεκαετιών.
Εν τω μεταξύ, το ενδιαφέρον του Τύπου έχει προκαλέσει και το «Don’t Worry Darling», δεύτερη ταινία της Ολίβια Γουάιλντ, το οποίο παίζεται εκτός συναγωνισμού· οι λόγοι πολλοί: από τις σεξουαλικές σκηνές, που προκάλεσαν δυσφορία στην Φλόρενς Πιού, και τις δηλώσεις για την ξαφνική αποχώρηση του Σάια ΛαΜπεφ (η Γουάιλντ είπε ότι τον απέλυσε επειδή δημιουργούσε μη ασφαλές περιβάλλον για τους άλλους ηθοποιούς και κυρίως για τη Πιού, και εκείνος απάντησε ότι δεν τον έδιωξε αλλά σηκώθηκε κι έφυγε μόνος του…) μέχρι την αντικατάστασή του από το μουσικό είδωλο Χάρι Στάιλς, στον πρώτο πρωταγωνιστικό του ρόλο, και βέβαια την ίντριγκα, που πυροδοτούν οι παπαράτσι γύρω από την -εκτός κάμερας- σχέση της Γουάιλντ με τον Στάιλς.
Μετά από δύο «περιορισμένες» εκδόσεις λόγω πανδημίας, το φεστιβάλ επιστρέφει φέτος χωρίς περιορισμούς, οι παραδοσιακοί κινηματογράφοι, όμως, συνεχίζουν να αγωνίζονται, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα τους. Αναφερόμενη στο θέμα στη συνέντευξη Τύπου, η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Τζούλιαν Μουρ είπε ότι η τέχνη πρέπει να υπερισχύει σε κάθε συζήτηση για το μέλλον του κινηματογράφου: «Πάντα θα υπάρχουν διαφορετικά συστήματα προβολής. Το πώς ζούμε, το πώς προοδεύει ο κόσμος, αλλάζει συνεχώς, αλλά η τέχνη δεν αλλάζει», τόνισε.
Η Κατρίν Ντενέβ, εν τω μεταξύ, έλαμψε και πάλι στο κόκκινο χαλί φορώντας μια κατακόκκινη τουαλέτα. Φέτος η διάσημη γαλλίδα ηθοποιός ήταν επίτιμη καλεσμένη και τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα για το σύνολο της καριέρας της. Η Ντενέβ έχει μακρόχρονη σχέση με το φεστιβάλ Βενετίας· το 1967 τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα για την ερμηνεία της στην κλασική «Ωραία της Ημέρας» του Λουίς Μπουνιουέλ. Εμφανώς συγκινημένη, ευχαρίστησε το κοινό, αφού προηγουμένως της έπλεξε το εγκώμιο ο γάλλος δημιουργός Αρνό Ντεπλεσέν. Η 78χρονη σταρ δήλωσε ακόμη ότι ποτέ δεν είδε τον εαυτό της σαν σύμβολο του σεξ: «Δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα για μένα όταν δουλεύω».
Η Ντενέβ τόνισε επίσης ότι της αρέσει να παρακολουθεί νέες ταινίες μαζί με πολύ κόσμο στο σινεμά: «Λατρεύω τον κινηματογράφο. Μου αρέσει να πηγαίνω σινεμά. Θέλω να είμαι σε έναν κινηματογράφο με ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Δεν είναι μόνο ο ήχος. Είναι η ατμόσφαιρα. Στο σπίτι, είναι πολύ διαφορετικά. Δεν αισθάνεσαι καθόλου τα ίδια τα πράγματα».
Στην συνέχεια, δε, προκάλεσε έκπληξη η απρόσμενη εμφάνιση στη σκηνή του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Ηθοποιός και ο ίδιος, ο Ζελένσκι εμφανίστηκε μέσω βιντεοσκοπημένου μηνύματος για να καλέσει τους συναδέλφους του και τον κόσμο του κινηματογράφου γενικότερα «να μην ξεχνούν» τον πόλεμο στη χώρα του, ο οποίος «δεν διαρκεί 120 λεπτά αλλά 189 ημέρες».
Στο τέλος της ομιλίας του, εμφανίστηκε στην οθόνη, σε μαύρο φόντο, ένας μακάβριος κατάλογος: τα ονόματα όλων των παιδιών και εφήβων, μέχρι 18 ετών, που σκοτώθηκαν μέχρι σήμερα στον πόλεμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News