Τον Οκτώβριο του 2014, ο Λότφι Ραμπάουι, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Τύνιδας El Manar, ταξίδευε στα ρηχά αμμώδη νερά του κόλπου Γκαμπές της Τυνησίας, κοντά στην μικρή παραλιακή πόλη Γκανούς, μαζί με μια ομάδα ντόπιων ψαράδων, όταν βρέθηκε μπλεγμένο στα δίχτυα τους ένα ασυνήθιστο είδος καβουριού, το Portunus segnis ή μπλε καβούρι, που δεν ήταν ενδημικό στην περιοχή. Μάλιστα οι τυνήσιοι ψαράδες δεν βρήκαν μόνο ένα · στα δίχτυα τους είχαν πιαστεί 24 μπλε καβούρια.
Ο Ραμπάουι σημείωσε την ανακάλυψη με ενδιαφέρον. Εναν χρόνο αργότερα, όμως, αυτό το μη ιθαγενές είδος θα εξελισσόταν σε εθνική κατάρα: «Το καβούρι αντιπροσώπευε σχεδόν το 70% των αλιευμάτων μου και δεν ήξερα τι να τα κάνω», λέει στο BBC ο Χακίμ Γκριμπάα, ένας ψαράς στον κόλπο Γκαμπές από το νησί Τζέρμπα (το μεγαλύτερο νησί της Τυνησίας). Ηταν για τους ψαράδες μια κατάσταση πανικού. Κάτι ανάλογο, εξάλλου, συνέβη και στον κόλπο της Ελούντας στην Κρήτη, ο οποίος σύμφωνα με μελέτες του ΕΛΚΕΘΕ, τα δύο τελευταία χρόνια, είναι ένας από τους πιο ελκυστικούς τόπους συγκέντρωσης των μπλε καβουριών, τα οποία πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα.
Σύμφωνα, εξάλλου, με δημοσίευμα της Μαρίας Αμπατζή στην ιστοσελίδα ypaithros.gr το αδηφάγο μπλε καβούρι επανεμφανίστηκε πιο ανθεκτικό και απειλεί τον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισμό Λιμνοθαλασσών Κεραμωτής Καβάλας. Η παραγωγή ψαριών της περιοχής έχει μειωθεί κατά 60-70% καθώς το καβούρι τρώει πολύ τα οστρακοειδή, τα χέλια, τις τσιπούρες και τα λαβράκια, ενώ επιπλέον καταστρέφει τα δίχτυα και όποιο ψάρι πιάνεται αυτά. Ετσι τώρα ο αλιευτικός συνεταιρισμός αναζητά λύσεις σε συνεργασία με την περιφέρεια και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Από την Τυνησία, εν τω μεταξύ, ο Χακίμ Γκριμπάα ανέφερε ότι τα μπλε καβούρια αναπαράγονται έως και τέσσερις φορές το χρόνο με 100.000 γέννες ανά θηλυκό. Αυτό το μαλακόστρακο είναι «πολύ επιθετικό», λέει στο BBC ο τυνήσιος ψαράς, καταστρέφει δίχτυα και τσιμπάει ψαράδες και άλλα ψάρια. Μάλιστα, ο τρόμος, που προκάλεσαν τα καβούρια ήταν τέτοιος που στα παράλια της Τυνησίας τα ονόμασαν «Daesh», το αραβικό ακρωνύμιο για το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος.
Το μπλε καβούρι ανέτρεψε την αλιευτική βιομηχανία της Τυνησίας με περισσότερους από έναν τρόπους. Αλλά μετά από το αρχικό σοκ, έχει γίνει πλέον ένα από τα πιο περιζήτητα θαλασσινά της περιοχής. Περίεργος ξενιστής που προέρχεται από τα νερά του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού, είναι ένα μαλακόστρακο, που έφτασε στη Μεσόγειο το 1898, περίπου μια δεκαετία μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ από τον γάλλο μηχανικό Φερδινάνδο Λεσέψ, και έκτοτε, έχει καταγραφεί σε διάφορες περιοχές, από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Σικελία, όπου εξαπλώνεται ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, την ικανότητα μετανάστευσης και τις ναυτιλιακές δραστηριότητες.
«Οπως συμβαίνει με πολλά χωροκατακτητικά είδη, ο πολλαπλασιασμός του μπλε καβουριού έχει ενταθεί με την θέρμανση των επιφανειακών υδάτων λόγω της κλιματικής αλλαγής και με την αύξηση της θαλάσσιας κυκλοφορίας», λέει η Τζαμίλα Μπεν Σουισί, ερευνήτρια για τη βιοποικιλότητα και την κλιματική αλλαγή στη Μεσόγειο και μέλος της Μεσογειακής Επιστημονικής Επιτροπής CIESM.
Πράγματι, το μπλε καβούρι δεν είναι ο μοναδικός μετανάστης που έχει εγκατασταθεί με επιτυχία στη Μεσόγειο. Η λευκή και η μαύρη κουρκούνα, (Siganus rivulatus και Siganus luridus αντίστοιχα), προσφυγούλα, αγριόσαλπα ή γερμανός…, όπως αναφέρονται επίσης, είναι άλλα δύο λεσεψιανά είδη, που έχουν εισέλθει στη Μεσόγειο από την Ερυθρά θάλασσα μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Είναι ψάρια αποκλειστικά φυτοφάγα, καταβροχθίζουν φύκια και άλγη, μειώνοντας την ιθαγενή βλάστηση, όπου ζουν αυτόχθονα είδη, έως και 65% στην Ελλάδα και την Τουρκία. Επιπλέον τα σκληρά αγκάθια στο ενιαίο ραχιαίο πτερύγιό τους είναι δηλητηριώδη και μετά από τσίμπημα, η τοξίνη που περιέχουν μπορεί να προκαλέσει, κοκκινίλα, οίδημα και πόνο στην περιοχή, ακόμα και πυρετό και δύσπνοια.
«Δεδομένου ότι η κουρκούνα είναι ένα τροπικό είδος που περιορίζεται γενικά σε ζεστά νερά, πιστεύουμε ότι η επέκτασή τους συνδέεται με την υπερθέρμανση [των ωκεανών]», λέει η Αντριάνα Βέρτζες, ερευνήτρια για τις οικολογικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ, και μία εκ των συγγραφέων της ελληνικής και τουρκικής έρευνας: «Στη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι μεγάλοι πληθυσμοί κουρκούνας περιορίζονται στα θερμότερα ανατολικά μέρη της Μεσογείου».
Το λεονταρόψαρο (Pterois miles) είναι άλλος ένας νεοεισερχόμενος λεσεψιανός μετανάστης, που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία. Σύμφωνα με τη WWF, θεωρείται το πιο επιζήμιο χωροκατακτητικό είδος, που είναι γνωστό στην επιστήμη. Εξαιρετικά επιθετικό ψάρι με άγρια δηλητηριώδη αγκάθια, που προκαλούν τρομερό πόνο και σοβαρές επιπλοκές (κυρίως στους ψαράδες που τα πιάνουν) καλά εδραιωμένο στις νότιες και ανατολικές περιοχές της Μεσογείου, κατευθύνεται πλέον δυτικά και βόρεια προς το Αιγαίο και το Ιόνιο πέλαγος. Το λεονταρόψαρο τρώει μεγάλες ποσότητες μικρών ιθαγενών ψαριών, καρκινοειδών και άλλων ασπόνδυλων και το στομάχι του μπορεί να διογκωθεί έως και 30 φορές από τον αρχικό του όγκο για να τα χωρέσει.
Οι εμπειρίες από άλλα μέρη του κόσμου δείχνουν πόση ζημιά μπορεί να κάνει: στις Μπαχάμες, το λεονταρόψαρο ήταν υπεύθυνο για τη μείωση κατά 65% της βιομάζας με την οποία τρέφεται, σε μόλις δύο χρόνια, ενώ στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες, το κόστος αυτής της εισβολής εκτιμάται σε περισσότερα από 10 εκατ. ευρώ ετησίως λόγω των ζημιών στις βιομηχανίες αλιείας και τουρισμού.
Συνολικά, η Μεσόγειος Θάλασσα είναι η περιοχή που έχει προσβληθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο, με 986 ξένα είδη που καταγράφηκαν από το WWF το 2021, το 10% των οποίων κατηγοριοποιούνται ως «χωροκατακτητικά», που σημαίνει ότι είναι πιθανό να προκαλέσουν οικονομική ή περιβαλλοντική βλάβη.
«Τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μια έκρηξη στον αριθμό των ξένων ειδών που εγκαθίστανται σε όλη τη λεκάνη [της Μεογείου], με καταστροφικές συνέπειες για την εγγενή βιοποικιλότητα· η αλληλεπίδραση με τις νέες αφίξεις διαταράσσει εντελώς τα σταθερά οικοσυστήματα», γράφουν οι συντάκτες της έκθεσης του WWF. Τα περισσότερα από αυτά τα χωροκατακτητικά είδη προέρχονται από την Ερυθρά Θάλασσα ή τον Ινδικό Ωκεανό και φτάνουν στη Μεσόγειο μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.
«Η Μεσόγειος αλλάζει πολύ γρήγορα», λέει στο BBC η ερευνήτρια του CIESM Τζαμίλα Μπεν Σουισί. Οι προνύμφες του μπλε καβουριού απαιτούν βέλτιστες συνθήκες εκτροφής σε σταθερή θερμοκρασία νερού στους 30 βαθμούς Κελσίου. Εν τω μεταξύ οι θερμοκρασίες στη Μεσόγειο ανεβαίνουν κατά 20% ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας να αναμένεται να ξεπεράσει το ένα μέτρο έως το 2100.
Η άνοδος της θερμοκρασίας σημαίνει ότι οι μετανάστες που έρχονται από θερμότερους ωκεανούς μπορούν να επιβιώσουν σε όλο και πιο μεγάλες περιοχές της Μεσογείου, όπου μόλις πριν από μερικές δεκαετίες τα νερά ήταν πολύ κρύα για αυτούς. Τα χωροκατακτητικά είδη, εξάλλου, μπορούν να επεκταθούν ακόμη πιο εύκολα σε νερά όπου τα αυτόχθονα είδη βρίσκονται ήδη υπό πίεση από την εντατική αλιεία.
Φάτο πριν σε φάει…
«Η Μεσόγειος αλλάζει και η μόνη μας λύση είναι να προσαρμοστούμε», λέει η Μπεν Σουισί. Η κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι πιθανότατα θα είναι αδύνατο να σταματήσει η συνεχιζόμενη εξάπλωση των καταστροφικών εισβολέων σε όλη τη Μεσόγειο. Αλλά σε μια περιοχή, όπου τόσα πολλά εξαρτώνται από υγιή οικοσυστήματα, υπάρχει επείγουσα ανάγκη δράσης.
Πώς; Το μπλε καβούρι, για παράδειγμα, κυρίαρχο είδος εισβολέα στην θάλασσα της Τυνησίας, έχει γίνει πολύτιμο αγαθό για τους ψαράδες. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με τη βοήθεια δημοσίων επιδοτήσεων (που χρηματοδοτούνται από το Ειδικό Ταμείο των Η.Ε. για την Κλιματική Αλλαγή), έμαθαν πώς να ψαρεύουν τα καβούρια με παγίδες, να τα επεξεργάζονται και να τα συσκευάζουν σε περισσότερα από 30 εργοστάσια, και στη συνέχεια να τα εξάγουν σε όλο τον κόσμο. Και οι καλύτεροι πελάτες τους; Η ασιατική αγορά είναι ο κορυφαίος πελάτης του μπλε καβουριού της Τυνησίας, αλλά τα καβούρια είναι επίσης περιζήτητα στην Ιταλία, την Ισπανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες του Περσικού Κόλπου.
Στην Ελλάδα η περιβαλλοντική οργάνωση iSea, ήδη, από 2019 προωθεί την κατανάλωση βρώσιμων θαλάσσιων ξενικών ειδών με στόχο τη μείωση του πληθυσμού τους και τη μείωση των επιπτώσεων από την εξάπλωσή τους στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Μάλιστα στο πλαίσιο της εκστρατείας «Φά’ το πριν τα φάει», σε συνεργασία με το Cyclades Preservation Fund κυκλοφόρησε και το πρώτο ηλεκτρονικό βιβλίο συνταγών για βρώσιμα θαλάσσια ξενικά είδη στις ελληνικές θάλασσες, το οποίο περιέχει επίσης αναλυτικές πληροφορίες για τα είδη των θαλασσινών εισβολέων (βρείτε το βιβλίο εδώ). Επίσης σε συνεργασία με εστιατόρια σε Ιόνιο και Κυκλάδες προωθεί την εισαγωγή τους στα μενού τους. (Δείτε εδώ τα εστιατόρια στα οποία μπορεί κανείς να δοκιμάσει βρώσιμα ξενικά είδη, νέες δράσεις και πληροφοριακό υλικό).
Το λιονταρόψαρο, για παράδειγμα, εκτός από εντυπωσιακό (και όχι επικίνδυνο αν ξέρεις πώς να το πιάσεις) αποδείχτηκε επίσης νοστιμότατο και πολύ θρεπτικό (έχει Ω-3 λιπαρά). Καταγράφηκε επίσημα για πρώτη φορά το 2015 στη Ρόδο αλλά υπήρχαν αναφορές για την παρουσία του στην Κάλυμνο από το 2008· και σήμερα εντοπίζεται πλέον σε όλα τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, στην Κρήτη και τις Κυκλάδες, ενώ έχει φθάσει ακόμα και στο Ιόνιο.
Τι θα λέγατε, λοιπόν, για λινγκουίνι με σάλτσα λιονταρόψαρου, φιλέτο γερμανού (ή αγριοσάλπα ή κουρκούνα που λέγαμε παραπάνω) με φρέσκα βότανα και μαγιονέζα ή ροδέλες τρομπέτας με σάλτσα αβοκάντο; Η τρομπέτα ή φιστουλάρια (Fistularia commersonii) καταγράφηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2001 και από τότε έχει επεκταθεί σε όλο το Νότιο Αιγαίο, το Νότιο Ιόνιο και τις Κυκλάδες. Δεν της φαίνεται αλλά αποτελεί μεγάλη απειλή για τα οικοσυστήματα γιατί τρέφεται κυρίως με γόνο και βενθικά ψάρια (του βυθού).
Ανάλογες δράσεις γίνονται και στην Κύπρο (η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θεωρείται ότι δέχτηκε θαλάσσιους εισβολείς στο οικοσύστημα της) ειδικά για την αντιμετώπιση της αύξησης των λιονταρόψαρων την τελευταία δεκαετία. Eνα από αυτά, το project RelionMed-Life, που ξεκίνησε το 2017, στοχεύει να κάνει την Κύπρο την «πρώτη γραμμή άμυνας» ενάντια στην εισβολή αυτού του είδους στη Μεσόγειο, εξερευνώντας και δημιουργώντας τις τοπικές εμπορικές χρήσεις του.
Τοπικά εστιατόρια έχουν αρχίσει να βάζουν το λιονταρόψαρο στα μενού τους, προτείνοντας εντυπωσιακές συνταγές (σεβίτσε, ψαροκροκέτες με κρούστα παρμεζάνας, και τεριγιάκι με μπασμάτι, είναι μερικές από τις συνταγές που μπορείτε να βρείτε εδώ). Τα απαλά και πολύχρωμα πτερύγια του, εξάλλου, χρησιμοποιούνται επίσης από καλλιτέχνες για τη δημιουργία κοσμημάτων και άλλων έργων τέχνης, παρέχοντας εισόδημα σε ψαράδες, δύτες, εστιατόρια, κοσμηματοπωλεία και στην τοπική τουριστική βιομηχανία.
Τέλος οι ειδικοί συνιστούν προσοχή στον λαγοκέφαλο ο οποίος έχει εξαπλωθεί στην Ελλάδα: δεν τρώγεται γιατί είναι ιδιαίτερα τοξικός και σε ορισμένες περιπτώσεις θανατηφόρος, και η διάθεσή του στην αγορά απαγορεύεται.
Δείτε εδώ τα κυριότερα ξενικά είδη που αλιεύονται σε ελληνικές θάλασσες και πληροφορίες για την επικινδυνότητά τους
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News