Είναι σπάνιες οι φορές που μια πολιτική ιστορία ξεκινάει και τελειώνει με τόσο εμφατικό τρόπο. Και η ιστορία του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου άντεξε περίπου δέκα χρόνια: με την επιλογή του να συναινέσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ για την διάσωση της χώρας, ο Βαγγέλης Βενιζέλος έβαλε τα πολιτικά θεμέλια στην συσπείρωση των δύο πυλώνων της Μεταπολίτευσης απέναντι στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ηταν μια επιλογή που κρίθηκε επιβεβλημένη από τις συνθήκες, που έχτισε ένα αφήγημα το οποίο αργότερα σχηματοποιήθηκε και ομογενοποιήθηκε στην περιπέτεια του δημοψηφίσματος, αξιοποιήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τελικά χάρισε την νίκη στη ΝΔ το 2019.
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, οι πολίτες και οι πολιτικοί που αντιλαμβάνονταν την συριζαϊκή διακυβέρνηση ως μη κανονική, δεν αποτελούνταν μόνο από δεξιούς. Για την ακρίβεια, ήταν οι ψηφοφόροι και οι προσωπικότητες του προοδευτικού Κέντρου που έκαναν συνειδητά την επιλογή να ψηφίσουν, ίσως για πρώτη φορά, τη ΝΔ, εμπιστευόμενοι όχι το ίδιο το κόμμα, αλλά το προφίλ του προέδρου του. Ο Μητσοτάκης επένδυσε στην αστική του καταγωγή, έκανε τα απαραίτητα ανοίγματα, προσέγγισε την μεσαία τάξη που είχε ενοχληθεί με την φορολογική πολιτική, υπήρξε αιχμηρός σε ζητήματα όπου ο ΣΥΡΙΖΑ πιάστηκε αδιάβαστος: αξιοκρατία, διαφάνεια, θεσμικότητα. Σε κάθε του εμφάνιση, ο Μητσοτάκης έπαιζε το χαρτί του μέλλοντος, της Ελλάδας των ανοιχτών οριζόντων -χαρτί που άγγιξε τις προοδευτικές χορδές θυμίζοντάς τους τα καλά του εκσυγχρονισμού, στις αρχές της χιλιετίας.
Με μια κίνηση, με την δήλωσή του για τις παρακολουθήσεις και την μετέπειτα απάντηση στον Γιώργο Γεραπετρίτη, ο Βενιζέλος γκρέμισε τα θεμέλια που ο ίδιος έφτιαξε. Οχι προφανώς γιατί ξαφνικά άλλαξε γνώμη για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η απόφασή του να επιχειρηματολογήσει για την αντισυνταγματικότητα της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη ήρθε να υπενθυμίσει ότι καμία άτυπη συμφωνία (ειδικά σε επίπεδο βάσης) δεν είναι δεδομένη όταν οι όροι της παραβιάζονται. Μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή, η κυβέρνηση μπορούσε να κάνει επίκληση στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με σχετική ευκολία, γιατί, παρά τα λάθη της, δεν είχε περάσει καμία κόκκινη γραμμή.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων και πολύ περισσότερο η διαχείρισή της μουτζούρωσαν τα σημεία που έκαναν ελκυστικό τον Μητσοτάκη στο κοινό που δεν είχε σκεφτεί σε καιρό κανονικότητας να ψηφίσει ΝΔ. Κυρίως γιατί η υπόθεση αυτή ούτε στο μέλλον δείχνει ούτε σε ανοιχτούς ορίζοντες. Αντιθέτως, παραπέμπει σε διαμάχες του περασμένου αιώνα, στην γλώσσα των πιο τοξικών εποχών της Μεταπολίτευσης, σε αλαζονεία που πληρώθηκε από όποια κυβέρνηση καθοδηγήθηκε απ’ αυτήν. Το αφήγημα της διαφάνειας και της γαλάζιας θεσμικότητας τίθεται πια εν αμφιβόλω -και είναι το προφίλ και του ίδιου του Πρωθυπουργού που έχει πληγεί, γιατί οι παραιτήσεις έφτασαν μέχρι το Μέγαρο Μαξίμου.
Αυτό θα πρέπει να επιδιορθώσει με κάποιον τρόπο η κυβέρνηση, αν θέλει να συνεχίσει να χρησιμοποιεί με τον ίδιο τρόπο που το έκανε πριν, την απειλή της επανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς, το προοδευτικό Κέντρο δεν θα τρέξει στις ανοιχτές αγκαλιές της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όμως ηθικά πλεονεκτήματα –κάθε είδους– δεν υπάρχουν πια ούτε στη μια ούτε στην άλλη πλευρά. Οι ψηφοφόροι του Κέντρου θα χρειαστεί να κερδηθούν από την αρχή – γιατί η ψήφος εξ ανάγκης δεν είναι ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη. Ο,τι κι αν δείξουν οι πρώτες δημοσκοπήσεις του φθινοπώρου, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων είναι σε κάθε περίπτωση σημείο πολιτικής καμπής, κι ας φούντωσε λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο. Το παιχνίδι παίζεται επί ίσοις όροις – και αυτό θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρις ότου όλα τα κομμάτια του παζλ να μπουν στην θέση τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News