Επειδή το «επιτελικό κράτος» δέχεται σφοδρή κριτική με αφορμή την υπόθεση Ανδρουλάκη, ας θυμηθούμε μερικά πράγματα.
Στην Ελλάδα έχουν εφαρμοστεί κατά καιρούς διάφορα μοντέλα διακυβέρνησης. Πάντα βασισμένα στην ιδιοσυγκρασία και το στιλ των πρωθυπουργών, εξάλλου το σύστημα μας είναι βαριά πρωθυπουργοκεντρικό.
Το πάλαι ποτέ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε γράψει στο ημερολόγιό του ένα όνομα υπουργού στο φύλλο κάθε ημέρας. Η πρώτη δουλειά του μόλις πήγαινε στο γραφείο ήταν να τηλεφωνήσει στον υπουργό που έβλεπε δίπλα στην ημερομηνία και να τον κατσαδιάσει άνευ λόγου. Του τύπου «δεν βλέπω να πηγαίνεις καλά» ή «ακούω διάφορα για σένα» και άλλα παρεμφερή. Συνήθως του βρόνταγε και το τηλέφωνο, πριν εκείνος ζητήσει εξηγήσεις. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι ο κάθε υπουργός έτρωγε έναν πρωθυπουργικό καβγά ανά δίμηνο. Η αίσθηση που αποκόμιζε ο τρομοκρατημένος υπουργός ήταν ότι αν δεν βελτιωνόταν και δεν επιτάχυνε, στον επόμενο ανασχηματισμό ήταν τελειωμένος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεγε τους πέντ’-έξι βασικούς υπουργούς του και το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ, ασχολούνταν μόνο με την εξωτερική πολιτική και ολίγον με την οικονομία, ενώ άφηνε τον Αντώνη Λιβάνη να «διευθετεί» τα χιλιάδες «δευτερεύοντα» υπόλοιπα. Στην τρίτη και παρακμιακή τετραετία του, τον ρόλο του Λιβάνη ανέλαβε η Μιμή, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στο τρίχρονο ενδιάμεσό του, χαλκέντερος ων και με θηριώδη μνήμη, ασχολούνταν προσωπικά με όλα, εσωτερικά και εξωτερικά, σπουδαία και δευτερεύοντα. Σε γενικές γραμμές είχε τον έλεγχο, αλλά ένα μυαλό ήταν αυτό, του ξέφυγε τελικά ένα θεματάκι: ότι ο υπουργός του επί των Εξωτερικών, έφτιαξε ομάδα μέσα στην ΝΔ που τελικά τον έριξε.
Ο Κώστας Σημίτης είχε επί οκτώ χρόνια το σύστημα «κάθε υπουργός και μπλοκάκι». Φώναζε καθέναν ξεχωριστά, συμφωνούσαν τι θα κάνει στο υπουργείο, τα σημείωνε και ύστερα από ένα τρίμηνο τον ξαναφώναζε και έβλεπε ποια από τα σημειωμένα στο μπλοκάκι του είχαν υλοποιηθεί και ποια όχι και έβαζε βαθμολογία στο περιθώριο. Σε γενικές γραμμές ήξερε πού πήγαινε το πράγμα, αλλά κι αυτού του είχε ξεφύγει κάτι ουσιώδες: κάποιοι από τους υπουργούς του δωροδοκούνταν και πλούτιζαν σχεδόν απροκάλυπτα.
Κι επειδή τώρα κυριαρχεί το θέμα των υποκλοπών, υπενθυμίζω κάτι ξεχασμένο:
Σε άσχετο χρόνο, μετά την αποστρατεία του, ο Σημίτης είχε πει σε συνέντευξή του ότι ο πρωθυπουργός οφείλει να έχει εμπιστοσύνη στους υπουργούς του και ότι διαφωνεί με την άποψη ότι οι μυστικές υπηρεσίες πρέπει να τους παρακολουθούν. Είχε εκστομίσει μια μεγάλη αλήθεια τότε. Στο πρωθυπουργικό γραφείο καταφθάνουν πάντα τόσες φήμες και κατηγορίες για υπουργούς (για διαφθορά, υπονόμευση κ.λπ.), που μόνο η απευθείας παρακολούθησή τους μπορεί να οδηγήσει τον αρχηγό σε ασφαλές συμπέρασμα για το ποιον τους. Η άποψη του Σημίτη υπονοούσε σαφώς ότι η παρακολούθηση υπουργών ήταν συνηθισμένη πρακτική, που ο ίδιος αποστρεφόταν. Κι αν παρακολουθείς τους δικούς σου, θα αφήσεις ανενόχλητους τους αντιπάλους;
Ο Κώστας Καραμανλής είχε άλλο μοντέλο διακυβέρνησης. Είχε παραδώσει την οικονομία στον Αλογοσκούφη, την εξωτερική πολιτική στον Μολυβιάτη, την επικοινωνία στον Ρουσόπουλο κι αυτός είχε αράξει στην Ραφήνα κάνοντας δήθεν υψηλή εποπτεία. Καλά τα πήγαινε, κέρδισε και δεύτερη τετραετία, απλώς το σύστημά του κράσαρε σε μια υπο-λεπτομέρεια: η χώρα πήγαινε ντουγρού για χρεοκοπία και κανείς δεν το κατάλαβε. Οι μυστικές υπηρεσίες του αναλώνονταν στο να ανακαλύπτουν ή να κατασκευάζουν διεθνείς συνωμοσίες εναντίον του. Κατά τα λοιπά, όλα κυλούσαν χαλαρά.
Οι επόμενοι δύο πρωθυπουργοί (Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς) δεν πρόλαβαν να εφαρμόσουν κανένα μοντέλο. Με μικρό χρόνο θητείας και με μνημονιακές φωτιές στα μπατζάκια τους, για μοντέλα και συστήματα ήταν το πράγμα;
Το μοντέλο διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα ήταν αξεδιάλυτο. Το χάος του πρώτου εξαμήνου δεν ήταν καν διακυβέρνηση, ήταν ένας πόλεμος του «κάθε μέρα βλέπουμε». Μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και τις δεύτερες εκλογές το πράγμα καταστάλαξε, αλλά ως φαίνεται ο Τσίπρας είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στην μελλοντική κατάληψη των «αρμών της εξουσίας» παρά στην εφαρμογή ενός συστήματος αξιοποίησης αυτών που είχε στα χέρια του. Τα αποτελέσματα του αποδείχτηκαν οικτρά και στο ένα μέτωπο και στο άλλο.
Πλην όμως, σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω μοντέλα ή συστήματα, υπήρχε ένα ατσάλινο αξίωμα. Όταν ο «έμπιστος» ή ο «άνθρωπος» ή ο διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού έδινε μια εντολή για κάποιο θέμα, αυτή ήταν νόμος για τους υπουργούς. Επειδή λένε και γράφουν διάφορα για τον Δημητριάδη που «κυβερνούσε την χώρα λόγω επιτελικού κράτους», σας βεβαιώνω ότι πάντα το πρωθυπουργικό γραφείο κυβερνούσε την χώρα. Υπουργός που εναντιωνόταν σε πρωθυπουργική εντολή, ήταν τελειωμένος. Ακόμα κι αν ο υπουργός έχει την υποψία ότι η εντολή του «εμπίστου» υπηρετεί τις επιλογές άλλων παρεπιδημούντων και όχι τη θέληση του πρωθυπουργού προσωπικά, πάλι την υλοποιεί. Δεν το ρισκάρει ποτέ.
Το επιτελικό κράτος του Κυριάκου Μητσοτάκη φιλοδοξεί να είναι κάτι άλλο. Θεσμική καθοδήγηση, υλοποίηση και παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου ως ενιαία δράση και όχι ως άθροισμα ενεργειών των υπουργικών τιμαρίων. Το επιτελικό κράτος (που ο Μητσοτάκης αντέγραψε από το εξωτερικό) δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει σχέση με πρόσωπα. Αν το πέτυχε ή όχι είναι θέμα άλλης συζήτησης, πάντως κακώς συγχέεται με την βλακεία της παρακολούθησης Ανδρουλάκη. Οι μυστικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως μοντέλου διακυβέρνησης, πολιτικά ανήκαν πάντα de facto στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας. Στα καλά τους, κανένας δεν ήξερε για τις επιτυχίες τους. Οι γκάφες ή οι στραβοτιμονιές τους πάντα χρεώνονταν και θα χρεώνονται στον πρωθυπουργό. Και αυτό θα συνεχιστεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News