1678
«E.T.: Ο Εξωγήινος», «Τρον», «Σταρ Τρεκ Νο 2: Η Οργή του Καν» και «Blade Runner» | CreativeProtagon/Universal/Disney/Paramount/Warner Bros

Πέντε ταινίες Sci-fi του 1982 που σφράγισαν την ιστορία του σινεμά

Protagon Team Protagon Team 19 Αυγούστου 2022, 21:30
«E.T.: Ο Εξωγήινος», «Τρον», «Σταρ Τρεκ Νο 2: Η Οργή του Καν» και «Blade Runner»
|CreativeProtagon/Universal/Disney/Paramount/Warner Bros

Πέντε ταινίες Sci-fi του 1982 που σφράγισαν την ιστορία του σινεμά

Protagon Team Protagon Team 19 Αυγούστου 2022, 21:30

Στο τέλος της ταινίας επιστημονικής φαντασίας τρόμου του Κρίστιαν Νάιμπι, «Το πράγμα απ’ τον άλλο κόσμο» (1951), τα μέλη μιας αποστολής στους πάγους της Αρκτικής αποδεκατίζονται από ένα σαρκοφάγο εξωγήινο τέρας (μια προηγμένη μορφή φυτικής ζωής), που αποψύχθηκε κατά λάθος, και ένας τραυματισμένος δημοσιογράφος βγαίνει στα ερτζιανά για να δώσει μια επείγουσα προειδοποίηση: «Παρακολουθήστε τους ουρανούς, συνεχίστε να κοιτάζετε», επιμένει με κομμένη την ανάσα, αφήνοντας να εννοηθεί η πιθανότητα μιας εισβολής από τον ουρανό.

Ηταν μια έκκληση για επαγρύπνηση, που ταίριαζε στη μεταπολεμική εποχή της Pax Americana, κατά την οποία η οικονομική ευημερία αξιοποιήθηκε ενάντια σε μια υφέρπουσα παράνοια απειλών, προερχόμενων από πάνω ή από μέσα, σχολιάζει στους New York Times ο Ανταμ Νέιμαν. Και επισημαίνει ότι το τέλος εκείνης της ταινίας ήταν ο προπομπός για την άνοδο του αμερικανικού κινηματογράφου επιστημονικής φαντασίας, «έξω από τα χαρακώματα» των B-movie της δεκαετίας του 1950, και μέσα στο στερέωμα των πρωτοκλασάτων ταινιών της βιομηχανίας, αρκετές δεκαετίες αργότερα.

Η κορύφωση ήρθε το καλοκαίρι του 1982, με την πρεμιέρα πέντε αυθεντικών κλασικών του είδους μέσα σε έναν μήνα. Την έναρξη έκανε στις 4 Ιουνίου 1982, το «Σταρ Τρεκ Νο 2: Η Οργή του Καν» (από πολλούς θεωρείται η καλύτερη ταινία της σειράς «Σταρ Τρεκ»), με εισπράξεις που μόνο το πρώτο Σαββατοκύριακο σημείωσαν το απροσδόκητο ρεκόρ των περίπου 14 εκατ. δολαρίων. Επτά ημέρες αργότερα, έκανε το ντεμπούτο του το «E.T.: Ο Εξωγήινος» του Στίβεν Σπίλμπεργκ με έσοδα 11 εκατ. δολάρια, το οποίο θα κέρδιζε τελικά περισσότερα από μισό δισεκατομμύριο δολάρια παγκοσμίως.

Η 25η Ιουνίου έφερε τις ανταγωνιστικές πρεμιέρες του φιλόδοξου tech-noir θρίλερ του Ρίντλεϊ Σκοτ «Blade Runner» και την «Απειλή», το ριμέικ του «Πράγματος» από τον Τζον Κάρπεντερ. Και οι δύο απέτυχαν αρχικά, για να απολαύσουν στη συνέχεια τη λατρεία από τους φαν του είδους. Το κουιντέτο ολοκληρώθηκε στις 9 Ιουλίου με το τεχνολογικά πρωτοποριακό «Tron» της Disney, που διαδραματίζεται σε ένα εικονικό σύμπαν λογισμικού βιντεοπαιχνιδιών.

Οπως επισημαίνει ο Ανταμ Νέιμαν στους New York Times, αυτές οι πέντε ταινίες δεν είναι ισάξιες  καλλιτεχνικά, αλλά όλες μαζί, ήταν συναρπαστικές προκαλώντας το ενδιαφέρον για την αυξανόμενη και ευέλικτη θεματολογία του είδους, με μια αξιοσημείωτη γκάμα τόνων και στυλ, από φιλική προς την οικογένεια επιστημονική φαντασία μέχρι τρόμο. Είτε δίνοντας νέα απήχηση σε μια prime-time διαστημική όπερα είτε αναδιατυπώνοντας το νουάρ της δεκαετίας του 1940 σε μεταμοντέρνα μονοχρωμία, οι σκηνοθέτες (και οι τεχνικοί ειδικών εφέ) του καλοκαιριού του 1982 δημιούργησαν μια υπέροχη σεζόν επιστημονικής φαντασίας, η οποία 40 χρόνια αργότερα, μοιάζει να είναι η πηγή για πολλές υπερπαραγωγές που φτιάχνονται, ξαναφτιάχνονται ή αναδιαμορφώνονται σήμερα στο Χόλιγουντ.

Πώς, όμως, μπόρεσαν να εμφανιστούν ταυτόχρονα εκείνο το καλοκαίρι πέντε ταινίες που άφησαν την ανεξίτηλη σφραγίδα τους στο σινεμά; Είτε το καλοκαίρι του 1982 αντιπροσώπευε τον εξευγενισμό (gentrification) της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας είτε την καλλιτεχνική της κορύφωση, η σύνθεση του θεάματος και της κοινωνιολογίας του είδους είχε ξεκινήσει ήδη αρκετό καιρό πριν. Μετά τα pulp fiction της δεκαετίας του 1950, το έπος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» (1968) ήταν η ταινία που αντιπροσώπευε το μεγάλο άλμα της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας προς τα εμπρός. Και το μεγαλείο της ήταν αναμφισβήτητο, όπως και η βαρύτητά της.

Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, ο «Πόλεμος των Αστρων» (1977) χρησιμοποίησε μια παρόμοια σειρά ειδικών εφέ. Αντί για την ανησυχητική αλληγορία του Κιούμπρικ για ανθρώπους που ξεπεράστηκαν και καταστράφηκαν από τη δική τους τεχνολογία, ο Τζορτζ Λούκας έβαλε στο τραπέζι τη διαφυγή, «πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, σε έναν πολύ-πολύ μακρινό γαλαξία», και οργάνωσε μια καθησυχαστικά μανιχαϊστική μάχη μεταξύ καλού και κακού, με καλούς εξωγήινους και από τις δύο πλευρές.

Την ίδια χρονιά με τον «Πόλεμο των Αστρων», οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» του Σπίλμπεργκ αναζωπύρωσαν τις παρανοϊκές δονήσεις της εισβολής των εξωγήινων της δεκαετίας του 1950, όμως, με μια αισιόδοξη ανατροπή. Αρχικά, η ταινία, ως φόρος τιμής στο κλασικό έργο του Νάιμπι είχε τον τίτλο «Watch the Skies». Ωστόσο,  ήταν μια πρόσκληση για μια πιο καλοπροαίρετη μορφή παρατήρησης των άστρων: το κορυφαίο σόου της ήταν τόσο πατριωτικό όσο και τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου, με ένα ξεκάθαρα αντιπολιτισμικό μήνυμα αντάξιο του Γούντστοκ: «Κάνε έρωτα, όχι πόλεμο» (των κόσμων).

Αυτό που ένωσε τον «Πόλεμο των Αστρων» και τις «Στενές Σχέσεις», πέρα ​​από την κοινή αίσθηση των δημιουργών τους για την ιστορίας του είδους (και τη μηχανική), ήταν ότι και οι δύο απευθύνονταν άμεσα  τόσο στα παιδιά όσο και στο εσωτερικευμένο παιδί των ενηλίκων παντού στον κόσμο.

Υπήρχε επίσης μια λεπτή γραμμή μεταξύ της γοητευτικής αληθοφάνειας (με γεύση καραμέλας) και της λαχταριστής εμπορευματικότητας. Και μπορεί ο Σπίλμπεργκ να έμεινε τελικά στη σωστή πλευρά, παρόλα αυτά με το «E.T.» βοήθησε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας για την τοποθέτηση προϊόντων. Η γοητευτική, κωμική σεκάνς στην οποία η μητέρα του Ελιοτ δεν βλέπει τον E.T. μέσα σε μια ντουλάπα με λούτρινα ζωάκια, κορόιδευε και ταυτόχρονα έκλεινε το μάτι στην πιθανή εμπορευματοποίηση του χαρακτήρα.

Και αν η αληθινή κληρονομιά του «Πολέμου των Αστρων» ήταν η μετάλλαξη του κινηματογράφου σε άλλα, δυνητικά αναλώσιμα προϊόντα, οι παλιομοδίτικοι ηρωισμοί με σάρκα και οστά του «Σταρ Τρεκ 2: Η οργή του Καν», που ένωσε ξανά έναν θίασο μεσήλικων ηθοποιών της τηλεόρασης, έχει προσφέρει μια ελκυστική αντίστιξη. Σε μια εποχή που το mainstream είτε προσπαθούσε να προσελκύσει τους έφηβους θεατές είτε απλοποιούσε εξαντλητικά το σενάριο, το «Καν» έκανε περήφανα τις αναφορές του στον 19ο αιώνα.

Ο κυβερνήτης Κερκ (Γουίλιαμ Σάτνερ) -αφού  διαμαρτύρεται ότι «το να γυρίζεις γύρω από το σύμπαν είναι ένα παιχνίδι για τους νέους»- παίρνει δώρο για τα γενέθλιά του ένα αντίγραφο της «Ιστορίας δύο πόλεων» του Τσαρλς Ντίκενς. Και ο αντίπαλός του, ο γενετικά τροποποιημένος, υπεράνθρωπος Καν (Ρικάρντο Μονταλμπάν), φαντάζεται τον εαυτό του σαν έναν νεότευκτο Κάπτεν Αχάμπ, και τον Κερκ σαν τη μεγάλη λευκή φάλαινα στο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ.

Ακόμη, οι εντάσεις της πλοκής, γράφει στους New York Times ο Ανταμ Νέιμαν, αιχμαλώτισαν επίσης κάτι από το πνεύμα της δεκαετίας του 1960, με τον Καν και τους οπαδούς του να χαρακτηρίζονται ξεκάθαρα ηλικιωμένοι χίπις  που κραδαίνουν ένα τσεκούρι ενάντια στο κατεστημένο του «Starfleet», που τους έστειλε να σαπίσουν στα βάθη του Διαστήματος.

Στο «Καν», η παρουσία του Genesis Device μιας εφεύρεσης υψηλής τεχνολογίας που φέρνει ζωή σε άγονους κόσμους (και ενδεχομένως ανασταίνει νεκρούς Βουλκάνους), ήταν ένα ξεδιάντροπο deus ex machina. Το σύντομο διάλειμμα, στο οποίο βλέπουμε τη συσκευή να αναπτύσσεται ήταν η πρώτη εντελώς δημιουργημένη από υπολογιστή σεκάνς σε μια ταινία μεγάλου μήκους: ένα παράδειγμα τεχνικών ειδικών εφέ (συγκεκριμένα, των μάγων στην εταιρεία οπτικών εφέ του Τζορτζ Λούκας, Industrial Light and Magic) που πήγαν με τόλμη εκεί όπου κανένα συνεργείο δεν είχε πάει στο παρελθόν.

Ακολουθώντας τα καλά του Καν, το «Τρον» εξερεύνησε πολύ πιο ολοκληρωμένα τις δυνατότητες της τεχνολογίας  C.G.I. για τη δημιουργία εικονικής πραγματικότητας. Και εκεί που το «Τρον» φανταζόταν τη δεινή κατάσταση ενός ανθρώπου, που ξαφνικά μετατρέπεται σε φάντασμα , το «Blade Runner» παρουσίαζε ρομπότ, που λαχταρούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να έχουν σάρκα και οστά.

Σχολαστικά λεπτομερές και εξαιρετικά σχεδιασμένο από τον Ρίντλεϊ Σκοτ –που έβγαινε τότε από τον ζοφερό θρίαμβο του «Αλιεν» και θεωρήθηκε κληρονόμος του Κιούμπρικ πριν από τον πιο αισιόδοξο Σπίλμπεργκ- το «Blade Runner» ήταν ένας οπτικός θρίαμβος. Οι θεατές, ωστόσο, απογοητεύτηκαν από την φευγαλέα, ελλειπτική αφήγηση του Σκοτ, και ενός τέλους που άφηνε αμφιβολίες όχι μόνο για τη μοίρα των ηρώων, αλλά και για την ανθρωπιά τους, ένα αίνιγμα που επανεξετάστηκε (αν και όχι οριστικά) σε ένα μοντάζ του σκηνοθέτη του 1992.

Η αρχική, απαξιωτική υποδοχή του «Blade Runner» δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την περιφρόνηση για την «Απειλή», που εξιστόρησε επίσης την επιθυμία μιας χυδαίας μορφής ζωής να γίνει άνθρωπος: μίμηση μέσω της μετάδοσης. Στην επαναδημιουργία του «Πράγματος από έναν άλλο κόσμο», ο Κάρπεντερ κράτησε το ίδιο παγωμένο σκηνικό χωρίς κανένα νέο σχέδιο πλοκής. Η ταινία ακολουθεί τους ίδιους βασικούς ρυθμούς με την αρχική, με μια ομάδα εξερευνητών να ανακαλύπτει έναν ιπτάμενο δίσκο σε μια απομακρυσμένη τοποθεσία και να σκοτώνονται όλοι ο ένας μετά τον άλλο από τον ασύλληπτο επιβάτη του.

Ωστόσο, ο σκηνοθέτης υιοθέτησε μια πολύ διαφορετική προσέγγιση για τον εξωγήινο, που αλλάζει συνεχώς μορφή, και κρύβεται μέσα σε μια σειρά από ανθρώπους στρέφοντάς τους τον ένα εναντίον του άλλου προτού τους στρέψει από μέσα προς τα έξω μέσω των εφέ του μακιγιέρ Ρομπ Μπότιν. Η επιρροή του «Αλιεν» ήταν αδιαμφισβήτητη, αν και το αποκλειστικά ανδρικό καστ του Κάρπεντερ  δεν είχε την ποικιλομορφία και τις ξεχωριστές προσωπικότητες του καστ του Σκοτ.

Η βασική γραμμή στην «Απειλή», που ειπώθηκε μετά από μια ιδιαίτερα φρικιαστική μεταμόρφωση, ήταν μια βέβηλη εκδοχή του «πρέπει να μου κάνεις πλάκα»… Το πρόβλημα ήταν ότι το κοινό ξέχασε να γελάσει, παρατηρεί το άρθρο των New York Times, ίσως επειδή ανακατεύτηκε το στομάχι τους. Η έξοχα εκτελεσμένη άσκηση νευρικής έντασης του Κάρπεντερ απορρίφθηκε ευρέως ως σαδιστικό γκροτέσκ. Και η ιδέα ότι μπορεί να σατίριζε τους φόβους για συμμόρφωση με την ιδεολογία του Ριγκανισμού (ή νέα κύματα ύπουλων, τρομακτικά μεταδιδόμενων ασθενειών) ελάχιστα ελήφθη υπόψη. Ως «μετάνοια», η επόμενη ταινία του Κάρπεντερ ήταν το καλοσυνάτο «Starman» (1984), βασικά ένας «E.T.» για μεγάλους, με πρωταγωνιστή έναν γαλήνιο Τζεφ Μπρίτζες στον ρόλο του τύπου που έπεσε από τον ουρανό στη Γη.

Ωστόσο, η φήμη του «Blade Runner» και της «Απειλής» έχει πλέον αποκατασταθεί σε σημείο, μάλιστα, να θεωρούνται και οι δύο κλασικές ταινίες, με εξασφαλισμένη την εμμονική λατρεία επί δεκαετίες.

Ακολούθησε το ριμέικ «Blade Runner 2049» (2017), όμορφα εκτελεσμένο από τον Ντένις Βιλνέβ, με εικόνες ενός κατεστραμμένου κόσμου, που είχαν την ανατριχιαστική αμεσότητα του ντοκιμαντέρ, το οποίο όπως και το ριμέικ της «Απειλής» (2011) περιλαμβάνει σκηνές στις οποίες η σύγχρονη τεχνολογία C.G.I αναδημιουργεί επιμελώς τα αναλογικά θαύματα του 1982. Το ίδιο συνέβη και με το «Tron: Legacy» (2010), το οποίο όχι μόνο έφερε πίσω τον Τζεφ Μπρίτζες αλλά και τον καθήλωσε στην άλλη πλευρά της παράξενης κοιλάδας μέσω ενός όχι και τόσο πειστικού ψηφιακού σωσία του νεότερου εαυτό του.

Από τις ταινίες του 1982, πάντως, το «E.T.» είναι η μόνη που δεν έχει ξαναγίνει και πιθανότατα δεν θα ξαναγίνει ποτέ, ίσως γιατί είναι και η μοναδική, ταυτόχρονα χρονοκάψουλα και διαχρονική ταινία…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...